Έχοντας κάνει μια από τις πιο πετυχημένες προβολές του Un Certain Regard / Ένα Κάποιο Βλέμμα με το Ξενία του, ο Πάνος Χ Κούτρας έχει περάσει δυο εικοσιτετράωρα μιλώντας ακατάπαυστα για την ταινία του. Δεν είναι μόνο οι Γάλλοι δημοσιογράφοι που τον λατρεύουν, ή οι Έλληνες που σπεύδουν να μοιραστούν μαζί του τον ενθουσιασμό τους. Η ιστορία του για δυο δεύτερης γενιάς Ελληνοαλβανόπουλα που βρίσκονται ξαφνικά δίχως υπηκοότητα και ξεκινούν ένα ταξίδι απ’ τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη για να βρουν τον βιολογικό τους πατέρα, έχει αγκαλιαστεί απ’ όλον τον διεθνή Τύπο ως ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχουν προβληθεί σε όλο το φετινό φεστιβάλ. Και βέβαια, η ιστορία της δημιουργίας της, είναι εξίσου κινηματογραφική με την ταινία την ίδια.
Μεσημεράκι Τρίτης, με τον καιρό των Κανών στα πιο τρελαμένα του, τον βρίσκω σ’ ένα παραθαλάσσιο καφέ που πρέπει να είναι ό,τι πιο κοντινό έχει η Κρουαζέτ σε θερμοκήπιο. Με το μπερεδάκι του ακλόνητο, μα το βλέμμα του ζαλισμένο, δίνει τη νιοστή του συνέντευξη και μου κάνει νόημα να τον περιμένω. Στο καναπεδάκι λίγο πιο δίπλα, ο Νίκος Γκέλιας ανακατεύει έναν εσπρέσο και το βλέμμα του ρουφάει θάλασσα. «Hello», μου λέει, «Καλημέρα», του λέω. «Α είστε Έλληνας!» σημειώνει με ενθουσιασμό, λες και λείπει στο εξωτερικό χρόνια. «Τα ‘χω χάσει λίγο» μου λέει, «χθες περάσαμε 6 ώρες κλεισμένοι σε κάτι γραφεία να δίνουμε συνέχεια συνεντεύξεις – τουλάχιστον σήμερα μας έβγαλαν να πάρουμε και λίγο αέρα». Ωραίο χάσιμο πάντως, συμφωνεί κι αυτός.
Για τον Νίκο Γκέλια, όπως και για τον Κώστα Νικουλή, τον κινηματογραφικό αδερφό του, όλα αυτά είναι πολύ καινούρια. «Μια πρώτη με απ’ όλα είναι» μου λέει. Πρώτη ταινία, πρώτο φεστιβάλ, πρώτη φορά στις Κάνες. Του εύχομαι να συνεχίσει το σερί και με τη δεύτερη κι ακούω τη βαριά φωνή του Κούτρα από πίσω μας: «Αυτό τους λέω κι εγώ κάθε μέρα». Τέλειωσε με τους ξενόγλωσσους κι ήρθε για τη δική μας. Τον ρωτάω πόσες έχει κάνει μέχρι τώρα. «Τι» μου λέει «γραμμές;». Συνεντεύξεις, Πάνο… «Α! Ούτε που ξέρω. Γραμμές πάντως καμία, τα έχω κόψει αυτά» μου λέει, και το γέλιο του σκεπάζει την οχλοβοή του μαγαζιού. «Δεν είναι για την ηλικία μου πια αυτά» μου λέει. Εντάξει, δεν τον πήραν και τα χρόνια.
«Μεγαλώνω» μου λέει, όταν τον ρωτάω από πού ξεκίνησε αυτή η ταινία. «Μεγαλώνω κι εγώ, όπως μεγαλώνεις κι εσύ», διευκρινίζει, για να μην ξεχνιέμαι μάλλον. «Κι είμαι σίγουρος κι εσύ όπως κι εγώ, αρχίζεις να ξεχνάς πράγματα απ’ τη ζωή». Αρχίζω να ξεχνάω γιατί είμαι εδώ, αλλά δείχνω καλή θέληση. «Η βασική γραμμή ήταν ότι ήθελα να κάνω μια ταινία για την εφηβεία, πριν να είναι πολύ αργά, πριν να έχω ξεχάσει πως ήταν. Για μένα η εφηβεία ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος, ήμουν ρέμπελος, πήρα μεγάλες αποφάσεις, έμαθα πράγματα για μένα. Θέλω να πω, πολύ λίγα πράγματα αλλάξανε μετά τα 18 μου. Δεν συμβαίνει με όλους αυτό, είναι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκουν την αλήθεια τους πολύ πιο μετά στη ζωή τους. Αλλά για μένα αυτή η περίοδος ήταν η εφηβεία».
«Ύστερα, ήθελα να κάνω μια ταινία για την αδερφική αγάπη, που είναι κάτι άλλο που με απασχολεί, όπως με απασχολεί η έννοια της οικογένειας γενικότερα». Παιδί δεύτερου γάμου, ο Κούτρας έχει έναν πολύ κοντινό αδερφό από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, και μια αδερφή από τον πρώτο του. «Στην gay κουλτούρα η αδερφική αγάπη είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό» μου λέει. «Αυτή η έννοια του stick together που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ομόφυλα αδέρφια, ανάμεσα σε δυο άντρες, ή σε δυο γυναίκες δηλαδή, είναι κάτι το πολύ δυνατό, είναι μια πολύ έντονη σύνδεση. Μεγαλώνεις με έναν άνθρωπο που προσέχει τα νώτα σου, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό στην gay ψυχοσύνθεση».
«Και μετά, όπως ξέρεις, ακτιβίζομαι», συνεχίζει, «και με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό που είναι το πολιτικό κομμάτι αυτής της ταινίας, η μετανάστευση, το οποίο νομίζω ότι είναι και η μεγάλη τραγωδία των καιρών μας -όπως παλιότερα ήταν ο Παγκόσμιος Πόλεμος, ή η Πανούκλα του Μεσαίωνα, κι όλα αυτά. Οπότε από όλα αυτά προέκυψε η ιστορία δυο έφηβων αδερφιών που είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς». Δυο ήρωες που ερμηνεύονται από δυο ερασιτέχνες ηθοποιούς, μια επιλογή που θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει ως σκηνοθετική απόφαση που θα έφερνε στην ταινία ένα πρόσθετο φορτίο ρεαλισμού. «Κοίτα, εγώ δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να μου έρθει μια Shirley Temple ας πούμε, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει!» μου λέει γελώντας.
Ήρθα πια αντιμέτωπος με το ότι είμαι πια μεσήλικας και αν δεν κάνω τώρα αυτήν την ταινία, πότε θα την κάνω; Και τελικά πάντα έτσι γίνεται μ’ εμένα. Είναι κι αυτά τα punk origins που έχω, ξέρεις, no future, no tomorrow… Και λέω εντάξει, το κάνω ρε παιδί μου και whatever.
«Εκ των πραγμάτων είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεις επαγγελματίες ηθοποιούς που να είναι 16 χρονών, to start with», συμπληρώνει. «Ωστόσο, επειδή σε όλες μου τις ταινίες παίρνω non-actors, ξέρω ότι το πιο βασικό είναι πως πρέπει να είναι καβλωμένοι μ’ αυτό. Γιατί οι ταινίες μου έχουν απαιτήσεις. Πρέπει να πουν κατεβατά, πρέπει να κλάψουν, να γελάσουν, να χορέψουν, είναι ρόλοι δύσκολοι, δεν είναι μπαίνω, βγαίνω, κοιτάζω και παίζω τον εαυτό μου». Ενάμιση χρόνο casting χρειάστηκε ο Κούτρας, για να βρει αυτό που ήθελε στον Νίκο Γκέλια, πρωτοετή δραματικής, και τον Κώστα Νικουλή, λυκειόπαιδο που παρά τα όσα πέρασε στο Ξενία, εξακολουθεί όταν μεγαλώσει να θέλει να γίνει ηθοποιός. «Είχε τις απαιτήσεις του, σίγουρα», παραδέχεται ο Κώστας, «αλλά αυτό που σού μένει μετά είναι το πόσο σου άρεσε αυτό το πράγμα, δεν σου μένουν οι δυσκολίες».
Πέρα από την σωστή ηλικία και την απαραίτητη κάβλα που θα ήταν για τον Κούτρα η βάση της εμπιστοσύνης, «ότι θα ξυπνήσουν το πρωί στις 6, θα είναι στην ώρα τους στο γύρισμα» και δεν θα τους πιάσει αυτό το «υπαρξιακό, που λέει ο άλλος “εγώ τώρα γιατί το κάνω αυτό το πράγμα;”», ο Κούτρας είχε βάλει κι άλλον έναν συντελεστή δυσκολίας στις απαιτήσεις του για την ταινία: ήθελε οι δυο ηθοποιοί του να είναι πραγματικά παιδιά μεταναστών. «Για μένα αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο» σημειώνει κι εξίσου αυστηρός παίζει να ήταν ο τόνος του όταν το δήλωνε και στους παραγωγούς του. «Αυτό ήταν μια πολιτική απόφαση αν θες, και διαφορετικά δεν θα την έκανα την ταινία, όπως δεν θα έκανα και τη Στρέλλα αν δεν έβρισκα τη Μίνα Ορφανού. Κι εκείνη, όπως κι αυτή εδώ, ήταν μια πολιτική θέση».
Τον ρωτάω για μια άλλη πολιτική θέση που φαίνεται να παίρνει η ταινία του, πιο κοντινή στην πολιτική επικαιρότητα, στην οποία όμως δεν εμμένει όσο θα περίμενε κανείς η κινηματογραφική του αφήγηση. Σε μία από τις περιηγήσεις του στην νυχτερινή Αθήνα, ο ήρας του Νικουλή γίνεται μάρτυρας και θύμα μιας ξενοφοβικής φάλαγγας, με ένα τάγμα μελανοχιτώνων που κάνουν εισβολή σε γειτονιά μεταναστών και τρομοκρατούν περαστικούς και μαγαζάτορες υπό το αμέτοχο βλέμμα της αστυνομίας. «Κοίταξε, αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω, είναι ένα κομμάτι της πραγματικότητας των ηρώων μου. Έτσι το αντιμετώπισα δηλαδή, κι όχι σαν κάτι που ήταν στόχος της ταινίας να αναλύσει».
Άλλωστε, οι ταινίες του Κούτρα μπορεί να έχουν τα δικά τους, πιο διαχρονικά κι εσωτερικά politics, είναι όμως πάντα τοποθετημένες και σε επαφή με την κοινωνική τους πραγματικότητα. «Πάντα υπάρχει η επικαιρότητα στις ταινίες μου και στην Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά πιο πολύ απ’ ό,τι σε όλες, κατά τη γνώμη μου», σημειώνει ο ίδιος. «Το τώρα με ενδιαφέρει πάρα πολύ τελικά, κι έχει πλάκα αυτό, γιατί πάντα ξεκινάω με ένα “αχ, η επόμενη ταινία μου να είναι ταινία εποχής”, ή “να είναι adaptation από ένα αγαπημένο μου μυθιστόρημα”. Και δεν το κάνω ποτέ».
Σε τούτη εδώ την ταινία, η πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα ήρθε και βρήκε τον Κούτρα με ένα τρόπο που ούτε κι ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί. Κατά τη διάρκεια αυτού που χαρακτηρίζει ως «τα πιο δύσκολα γυρίσματα που έχω κάνει ποτέ» το περασμένο καλοκαίρι, ο Κούτρας και οι παραγωγοί του, Ελένη Κοσσυφίδου και Αλεξάνδρα Μπουσίου, βρήκαν εαυτούς σε ένα πάρα πολύ σοβαρό όσο και απροσδόκητο δίλημμα. Ήταν ένα βράδυ του Ιούνη του 2013, που ξαφνικά οι τηλεοράσεις σε όλη την Ελλάδα άρχισαν να χάνουν από την οθόνη τους τον εθνικό τηλεοπτικό σταθμό.
«Εκείνη την ημέρα που ξημέρωσε και είχε κλείσει η ΕΡΤ, κοιταζόμασταν σαν… Δεν ξέρω, ήταν μεγάλο μπαμ. Κι έπρεπε να παρθεί μια απόφαση, αν σταματάμε ή συνεχίζουμε. Γιατί ήταν πολύ μεγάλο το ποσό, ήταν 130 χιλιάδες ευρώ, δεν ήταν κάτι που μπορούσε με κάποιο τρόπο να καλυφθεί δηλαδή. Ήταν ή το έχεις, ή δεν το έχεις». Ο βασικότερος χρηματοδότης της ελληνικής παραγωγής, η ΕΡΤ με το κλείσιμο της άφησε μετέωρες δεκάδες παραγωγές, από μεγάλου μήκους ταινίες μέχρι μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, άλλες στο στάδιο της προπαραγωγής, άλλες λίγο πριν παραδώσουν κόπιες. «Όταν ξεκινούσαμε την παραγωγή, αμφιβάλλαμε για τη χρηματοδότηση από πολλές μεριές. Δεν υπολογίζαμε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ας πούμε, δεν υπολογίζαμε σε διάφορους. Αλλά τα μόνα λεφτά που είχαμε για σίγουρα, ήταν αυτά της ΕΡΤ, γιατί κακά τα ψέματα, η ΕΡΤ πάντα τα έδινε τα λεφτά, σε όποια παραγωγή κι αν ενέκρινε. Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα κλείσει η ΕΡΤ. Ποτέ!».
Να όμως, που η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. «Βέβαια», συμφωνεί κι ο Κούτρας. «Να, ας πούμε τώρα το ποσό αυτό υποτίθεται ότι θα το καλύψει η ΝΕΡΙΤ, αλλά ζούμε και σε μια χώρα όπου δεν ξέρεις τίποτα. Το οποίο έχει και κάτι το συναρπαστικό βέβαια. Γιατί δεν ξέρεις, λες θα ξυπνήσω το πρωί και μπορεί να ‘μαι αλλού. Θα ‘ναι ο Παρθενώνας στη Μύκονο! Ξέρω ‘γω; Μπορεί! Μπορεί, μπορεί. Τα πάντα γίνονται. Αλλά ξέρεις κάτι; Τελικά, το πιο μουρλό μου ήταν ότι ξεκίνησα να γράφω το σενάριο. Γιατί μου ήταν σαφές από κάποιο σημείο και πέρα ότι οκ, τώρα εδώ χάνω το χρόνο μου, δεν πρόκειται να γυριστεί ποτέ αυτό το πράγμα, είναι πολύ ακριβό. Δεν γίνεται. Απ’ την άλλη, ήρθα πια αντιμέτωπος με αυτό που σου λέω ότι είμαι πια μεσήλικας και αν δεν κάνω τώρα αυτήν την ταινία, πότε θα την κάνω; Και τελικά πάντα έτσι γίνεται μ’ εμένα. Είναι κι αυτά τα punk origins που έχω, ξέρεις, no future, no tomorrow… Και λέω εντάξει, το κάνω ρε παιδί μου και whatever».
Αυτό το whatever έφερε τον Κούτρα στις Κάννες, στο μεγαλύτερο διαγωνιστικό που έχει συμμετάσχει ως τώρα, με το Ξενία να έχει καλωσοριστεί ως η καλύτερη ταινία της καριέρας του. Είναι να μη λες μετά ότι το punk είναι ακόμα ζωντανό;
H Popaganda αναζητά στις Κάννες εναλλακτικούς τουριστικούς προορισμούς για τα ελληνικά ιστορικά αξιοθέατα, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.
Το Ξενία σε σκηνοθεσία του Πάνου Χ Κούτρα με τους Κώστα Νικουλή και Νίκο Γκέλια, διαγωνίζεται στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ των Κανών, ενώ η διανομή της στην Ελλάδα αναμένεται στις αρχές Οκτωβρίου από την Feelgood Entertainment.