Ο Γιάννης Στάνκογλου στο χθεσινό κοκτέιλ παρτυ στο περίπτερο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου όπου το Ξενία είχε την τιμητική του (φωτογραφία: Ιωσήφ Πρωιμάκης)

Ο Γιάννης Στάνκογλου στο χθεσινό κοκτέιλ παρτυ στο περίπτερο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου όπου το Ξενία είχε την τιμητική του (φωτογραφία: Ιωσήφ Πρωιμάκης)

Δεν πάνε ούτε τρεις μήνες από την ημέρα που έσκαγε στα διεθνή inboxes η έκκληση για βοήθεια από τον Πάνο Χ Κούτρα και την παραγωγό του Ελένη Κοσσυφίδου, που έβλεπαν την στα όρια της ολοκλήρωσης τότε ταινία τους, να έχει βρεθεί σε χρηματοδοτικό κενό χάρη στο κλείσιμο της ΕΡΤ και το κρύψιμο των εκκρεμοτήτων της στον γραφειοκρατικό κυκεώνα που ακολούθησε. Η χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους συμπαραγωγούς ήταν στον αέρα, το post-production είχε παγώσει, και η παραγωγή έβλεπε τις διορίες για τα διεθνή φεστιβάλ να περνάνε σαν τα τρένα, όσο το Υπουργείο Οικονομικών καθυστερούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε κληρονομήσει από τον διαμελισθέντα ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό.

Με τη βοήθεια της βαβούρας των δημοσιευμάτων που ακολούθησαν, η ταινία κατάφερε να ολοκληρωθεί κι όχι απλώς να βρεθεί να κάνει τα παγκόσμια αποκαλυπτήριά της στις Κάννες, αλλά να κάνει μαζί της και την μεγαλύτερη του εμφάνιση σε διεθνείς οθόνες το λογότυπο της ΝΕΡΙΤ. Κι είναι λίγο ειρωνικό να βλέπεις να έχει τέτοια τιμητική ο φορέας που κόντεψε να ρίξει τον Κούτρα σε ολέθρια περιπέτεια, όμως πολύ σύντομα η ίδια η ταινία απαλύνει όποιο κυνικό συναίσθημα μπορεί να έχεις μέσα σου. Αυτό, χάρη στην τρυφερότητα με την οποία διαχειρίζεται σενάριο και σκηνοθεσία την ιστορία δυο έφηβων Ελληνοαλβανών, η υπηκοότητα των οποίων βρίσκεται στον αέρα όταν η μητέρα τους πεθαίνει έχοντας χάσει την άδεια παραμονής, κι αναγκάζει τους νεαρούς να ταξιδέψουν απ’ τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη για να βρουν τον βιολογικό τους πατέρα και να τον πείσουν να τους αναγνωρίσει.

Cannes_koutras2

Η ταινία, που έκανε σήμερα την πρώτη της δημοσιογραφική και ετοιμάζεται για την επίσημη πρεμιέρα της σε λίγες ώρες στο Un Certain Regard / Ένα Κάποιο Βλέμμα (το δεύτερο τη τάξει διαγωνιστικό της διοργάνωσης), έφτασε στις Κάννες με το buzz της καλύτερης στιγμής στην φιλμογραφία του Κούτρα. Βέβαια, Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά, το εκστατικό ντεμπούτο του Κούτρα, που παίζει να έχει το μεγαλύτερο cult following στην ιστορία του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά, μάλλον δεν πιάνεται σε τέτοιο συναγωνισμό. Κι απ’ την Αληθινή Ζωή, ένα ιδιαζόντως παιχνιδιάρικο, αλλά κάπως αποξενωτικό κανιβαλιστικό ξεπάστρεμα της κληρονομιάς της απογευματινής ζώνης της ελληνικής τηλεόρασης των early ‘90s, θα ήταν δύσκολο να μην κάνει καλύτερη ταινία. Οπότε, αυτό που περιμέναμε, ήταν μια καλύτερη ταινία απ’ τη Στρέλλα.

Εντάξει, δεν είναι. Δεν έχει ούτε τη δραματουργική στιβαρότητα, ούτε την θεματική τόλμη, ούτε το σκηνοθετικό ραφινάρισμα της ταινίας με την οποία ο Κούτρας βρέθηκε πριν μια πενταετία στο Πανόραμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Αν πετυχαίνει όμως ένα πράγμα με το Ξενία του, είναι να σου υπενθυμίσει ότι υπάρχουν και φωνές οπτιμιστικές κι αναζωογονητικά ουμανιστικές στο ελληνικό σινεμά και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Η βαθιά αγάπη του Κούτρα για τους ήρωές του, αυτός ο ειλικρινής του ουμανισμός κι η μητρικού επιπέδου αποδοχή κι εναγκάλιση των ανεπαρκειών και των ιδιαιτεροτήτων τους, είναι το πιο λαμπερό απ’ τα στοιχεία της ταινίας του. Κι είναι και το πιο σημαντικό της, γιατί αποτελεί τον συναισθηματικό πυρήνα απ’ όπου εκπέμπεται αυτή η ανεξήγητη, σχεδόν παρανοϊκή, αλλά ολότελα σαγηνευτική αισιοδοξία που διακατέχει τους ήρωές του. Αυτή η σουρεαλιστική υπερβατικότητα, που τους δίνει το κουράγιο να πιάνουν ο ένας τον άλλο απ’ τον ώμο, και να πηδάνε άλλο ένα εμπόδιο στο δρόμο προς τα όνειρά ους, όχι απλώς σα να μην τους έχουν κουράσει τα προηγούμενα, αλλά σα να μη θυμούνται ότι υπήρχαν καν.

Photo 19-05-2014 13 30 49

Λίγο πριν αρχίσει η προβολή…

Λιγότερο στρατευμένος απ’ τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη και πιο ουμανιστής απ’ τον Γιάννη Οικονομίδη, ο Κούτρας αγγίζει θεματικές και των δυο με την ιστορία δυο πεταμένων στα κοινωνικά περιθώρια πιτσιρικάδων, μετανάστες στην ίδια τους τη χώρα, αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που θέλει να τους εξαφανίσει. Οι Lynch-ικές ονειρικές σκηνές και τα Almodovar-ικά χορευτικά διαλείμματα εντάσσονται αρμονικά στην σκηνοθετική παλέτα του σκηνοθέτη, χαρίζοντας εικόνες ανθολογίας και προσθέτοντας στην ανυψωμένη αίσθηση ρεαλισμού της ταινίας. Παράλληλα, τα μικροπροβληματάκια ρυθμού και μια κάποια έλλειψη ερμηνευτικής στιβαρότητας απ’ τους ερασιτέχνες ηθοποιούς του, ξεπερνιούνται απ’ την ανάλαφρη διάθεση του σεναρίου, ενώ δε  η απόφαση του Κούτρα να απεικονίσει ευθύβολα τα τέρατα της εποχής του (ο φασιστικός αναβρασμός κι οι κρατικές αγκυλώσεις είναι ορατοί και άμεσοι κίνδυνοι για τους δυο νεαρούς), δείχνουν ότι ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να κοιτάξει στα μάτια την κοινωνική του πραγματικότητα. Απλώς, επικεντρώνεται στο όνειρο και τη νεανική δροσιά που φέρνουν μαζί τους όσοι επιμένουν να το κυνηγούν. Μπορείς να τον κατηγορήσεις;

H Popaganda κυνηγάει τ’ όνειρο στην Κρουαζέτ, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Air.