Ανάμεσα σε όλα όσα έχουν διαταραχθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι κι η σχέση δασκάλου και μαθητή. Κανείς δεν αναγνωρίζει πως έχει δεχτεί διδάγματα από κανέναν. Ας δηλώσω λοιπόν πως εδώ και πολλά χρόνια, κάθε φορά που συναντώ τον Θεόδωρο Τερζόπουλο μαθαίνω και κάτι που δεν ήξερα. Ο πλέον διεθνής και παγκοσμίως καταξιωμένος Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης, μου έκανε την τιμή να με δεχτεί ξανά στο γραφείο του, κάτω από το βλέμμα ενός γιγάντιου πορτραίτου του Αντονέν Αρτώ, και να μιλήσει στην Popaganda για όλα: για τις δουλειές που ετοιμάζει παντού ανά τον κόσμο, για τη μέθοδό του, και φυσικά για την αληθινή οδύνη του για την Ακαδημία Τεχνών που δεν έγινε ποτέ.
Πώς φτάσαμε εδώ, κύριε Τερζόπουλε; Το κενό που δημιουργήθηκε πολύ γρήγορα και βάρβαρα είναι πολυ μεγάλο, δεν είναι μόνο οικονομικό. Η φτωχοποίηση έχει δημιουργήσει και μια παθητικοποίηση, λουμπενοποίηση. Μέσα εκεί υπάρχουμε και εμείς οι καλλιτέχνες, αναζητώντας κάτι: μια λύση, λίγα λεφτά, προβολή… Εκεί μέσα κινούνται κι αυτοί που παίζουν, κι αυτοί που γράφουν, κι αυτοί που βλέπουν. Πιστεύω ότι η κρίση του μεσοπολέμου ήταν αλλιώς, γιατί υπήρχαν πολύ ισχυρές αρχές ζωής. Έχουμε την άνοδο του φασισμού, έχουμε πολλές συγγένειες. Αλλά υπήρχαν συμπαγείς αρχές στην τέχνη, πολύ γερά κινήματα. Ο κονστρουκτιβισμός, το suprématisme στη Ρωσία, το Bauhaus, συγκλονιστικά πράγματα. Η ιδέα της παγκοσμιοποίησης δεν βοήθησε καθόλου, ίσα-ίσα. Αντί να ενώσει τον κόσμο, δημιούργησε την απόσταση, την απομάκρυνση ανθρώπων, καλλιτεχνών από τους καλλιτέχνες άλλων χωρών, παραδόσεων – γιατί καταργεί τις παραδόσεις, τις σχολές. Ποιος θα ασχοληθεί τώρα με τον Μέγιερχολντ, με τον Tadeusz Kantor, ο οποίος έκανε μια συνταρακτική επανάσταση; Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι του 20ου αιώνα! Δεν υπάρχει στη δουλειά μας ένα πολύ βασικό υλικό: η ποίηση. Βλέπουμε εδώ και δεκαετίες πράγματα τελείως πορνογραφικά, την ίδια τη ζωή στη σκηνή. Εγώ θέλω να δω στη σκηνή την άρση της πραγματικότητας. Δηλαδή την τέχνη! Δεν υπάρχει οικονομία. Είναι συνώνυμο της τέχνης η οικονομία, η αφαίρεση.
Ο απλός θεατής λέει: δεν μπορώ να καθαρίσω μια εικόνα, να καταλάβω πού το πάει. Κάθεται εκεί, έχει πληρώσει εισιτήριο, θέλει να εισπράξει κάτι, να οδηγηθεί κάπου. Αν πάει στην υπέρβαση το δρώμενο, θα πάει κι αυτός. Αν είναι εκστατικοί οι ηθοποιοί, θα είναι κι αυτός εκστατικός, θα μπει μέσα, θα τους ακολουθήσει. Τώρα πια όλα αυτά δεν υπάρχουν, τα πήρε ο άνεμος. Το βασικό πράγμα είναι η παιδεία. Γι’ αυτό αναρωτιέμαι: ποιος θα ασχοληθεί σήμερα με το Στανισλάβσκι; Ρωτάω τα νέα παιδιά: -Έχετε ακούσει τον Γκροτόφσκι; -Κάτι λίγο, το όνομα. -Τις τεχνικές του; -Όχι. -Ξέρετε τον Σουτζούκι; -Α, κάποιος φίλος μου έκανε ένα σεμινάριο στην Ιαπωνία. – Ξέρετε τι έγινε στους Δελφούς στις συναντήσεις του Αρχαίου Δράματος πριν 30 χρόνια; – Όχι! Φέτος έκανα ένα σεμινάριο με μαθητές από δεκαπέντε χώρες. Τα παιδιά από την Ελλάδα θέλουν να μάθουν. Τους καίει. Γουρλώνουν τα μάτια όταν τους λέω πράγματα που τους οδηγούν κάπου, με τα οποία ταξιδεύουν και ανοίγει ένας μικρός ορίζοντας. Έψαχναν μετά τη βιβλιογραφία. Φαίνεται ότι στις σχολές η διδασκαλία δεν είναι καλή. Ο δάσκαλος συνήθως είναι ένας ηθοποιός, καλός, κακός, δεν ξέρω, ο οποίος θέλει να γίνει σκηνοθέτης! Κι επειδή την επόμενη σαιζόν θα ήθελε κάπου εδώ, στην ευρύτερη περιοχή, να ανεβάσει την Ψύχωση της Κέιν, δουλεύει με παιδιά που έχουν έρθει μόλις από το χωριό…
Δεν φταίει η καημένη η Κέιν! Ακριβώς! Αλλά τι φταίνε κι αυτά τα παιδάκια… Είναι ένα ξέφραγο αμπέλι. Εδώ φαίνεται η απουσία της Ακαδημίας που δεν έγινε ποτέ, και πολεμήθηκε πάρα πολύ.
Ξέρω πως αρνηθήκατε κατά καιρούς και τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, του Φεστιβάλ Αθηνών. Για την Ακαδημία όμως θα το συζητούσατε αν γινόταν; Όχι! Γιατί είμαι πεπεισμένος εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Τουλάχιστον όσο ζω εγώ… Η εμπειρία που είχα ήταν τραυματική. Σε αυτό εκεί το τραπέζι καθόμασταν, πολλές φορές, για μια διετία, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Λευτέρης Βογιατζής, η Ρούλα Πατεράκη, εγώ, κατά διαστήματα και άλλοι από άλλους τομείς της τέχνης, και δουλεύαμε πάνω στο νομοσχέδιο και το πρόγραμμα. Εγώ είχα ήδη διασυνδέσει την Ακαδημία που έμελλε να ιδρυθεί μέσα σε ένα εξάμηνο, όπως υποστήριζε το κράτος, με άλλες μεγάλες Ακαδημίες του κόσμου, του Πεκίνου, της Ρώμης, του Βερολίνου… Δεν έγινε ποτέ. Υπήρχε καλή θέληση από την τότε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, αν θυμάμαι καλά και από το υπουργείο Παιδείας. Αλλά χτυπήθηκε από το αντίπαλο κόμμα. Ήταν το ΠΑΣΟΚ, ήταν πολύ αρνητικό όσο εμείς καλλιεργούσαμε αυτή την ιδέα. Μετά, όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ, μας κάλεσε. Μετά το άλλο κόμμα που προηγήθηκε με τη σειρά του μας χτυπούσε. Είναι αυτή η συμφορά, αυτός ο εμφύλιος που δεν θα τελειώσει ποτέ. Ό,τι κάνει η μια κυβέρνηση, το χτυπάει η αντιπολίτευση. Είναι ένα γαϊτανάκι που δεν λέει να τελειώσει.
Βέβαια είναι και οι σχολάρχες, ένα άγριο κατεστημένο, το οποίο έχει τρόπους να συναντάει πρωθυπουργούς, υπουργούς, και να διαλύει τα πάντα. Πιστεύω ότι το ίδιο θα επαναληφθεί και τώρα. Δεν άλλαξε κάτι στην πολιτική ζωή. Δεν πιστεύω ότι ο εμφύλιος μεταξύ κομμάτων, κοινωνικών ομάδων, καλλιτεχνών, φορέων, έχει τελειώσει. Ίσα-ίσα μαίνεται αγριότερος, λόγω και της κρίσης. Δεν έχουμε ηρεμήσει, δεν έχουμε αυτοπροσδιοριστεί, δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, τι θέλουμε. Είναι μια κινούμενη άμμος, και μέσα εκεί όλοι βολοδέρνουμε. Δεν είμαι αισιόδοξος, καθόλου. Αισιόδοξος είμαι μόνο με αυτό που κάνω ο ίδιος δουλεύοντας σκληρά. Ναι, μου πρότειναν κρατικά θέατρα. Δεν θα πήγαινα. Το κράτος μπορεί να σε στραγγαλίσει οποιαδήποτε στιγμή θέλει. Μπορεί να σου βρει ένα σφάλμα αν θελήσει να σε διώξει, να σε μειώσει, κατάλαβες;
«Δεν πιστεύω στο κράτος. Γιατί αυτό που βιώνω από την παιδική μου ηλικία μέχρι και σήμερα, είναι παρακράτος. Η θρησκεία; Παραθρησκεία! Η παιδεία; Παραπαιδεία! Δεν υπάρχουν ούτε θεσμοί, απλώς τους χρησιμοποιούμε σαν καραμέλα. Έχουν διαβρωθεί όλα. Ούτε νομίζω πως υπάρχει επιθυμία από την οποιαδήποτε κυβέρνηση να προχωρήσει σε εξυγίανση».
Με το Γιώργο Λούκο αυτό έγινε; Δεν ξέρω ακριβώς. Δεν παρακολούθησα την όλη ιστορία. Ο Λούκος μετά την πρώτη εξαιρετική, επιτυχημένη πενταετία, έπρεπε να φύγει. Θυμάμαι πως κάποια στιγμή του το είχα επισημάνει. Εκεί κορύφωσε το έργο του, και πιστεύω ότι ο κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής φεστιβάλ ή θεάτρου, στην πενταετία ολοκληρώνει την ιδέα του. Μετά την επαναλαμβάνει. Είναι πολλά δέκα χρόνια.
Αυτοί λοιπόν είναι οι λόγοι που δεν δεχτήκατε παρόμοιες θέσεις… Δεν πιστεύω στο κράτος. Γιατί αυτό που βιώνω από την παιδική μου ηλικία μέχρι και σήμερα, είναι παρακράτος. Η θρησκεία; Παραθρησκεία! Η παιδεία; Παραπαιδεία! Δεν υπάρχουν ούτε θεσμοί, απλώς τους χρησιμοποιούμε σαν καραμέλα. Έχουν διαβρωθεί όλα. Ούτε νομίζω πως υπάρχει επιθυμία από την οποιαδήποτε κυβέρνηση να προχωρήσει σε εξυγίανση. Πριν πολλά χρόνια είχα δουλέψει στο Κέντρο Δελφών, όπου κάποια μέλη του ΔΣ ήταν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κι από την UNESCO, κι έτσι υπήρχε ευελιξία, μια δυνατότητα να κάνεις πραγματα χωρίς παρεμβάσεις. Γι’ αυτό κατάφερα να κάνω όλες αυτές τις διοργανώσεις, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Όμως γενικά, όποτε συναντώ το κράτος, μπορεί να μιλήσω μαζί τους 2, 3, 5 φορές, και μετά εμφανίζεται μπροστά μου το τέρας! Και βλέπω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τους οποίους συνομιλούσα, κάποιοι από τους οποίους υπήρξαν φίλοι μου πριν υπουργοποιηθούν, αναλαμβάνουν ένα πόστο εξουσίας και αλλάζουν. Το ροδαλό χρώμα γίνεται πράσινο, τα μάτια δεν σε κοιτάνε πλέον, κοιτάνε πάνω από το κεφάλι. Τα ψέματα, έτοιμα να σερβιριστούν! Όλα αυτά τα χρόνια μίλησα και με πρώην φίλους ή γνωστούς για την ίδρυση της Ακαδημίας. Οι ίδιοι που με ενεθάρρυναν, όταν έχασε το κόμμα τους με αποκαρδίωναν. Όλα βρίσκονται μέσα στην κομματική παγίδα. Αυτή είναι η Ελλάδα ακόμα και τώρα.
Πείτε μου για όλα αυτά που κάνετε έξω… Κάνω πέντε πράγματα παράλληλα. Προετοιμάζομαι για τις Βάκχες στην Ταϊπέι, μεγάλη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου της Ταϊβάν με πολυάριθμο θίασο και τους τυμπανιστές Ten Drum που έχουν προταθεί για βραβεία Grammy. Με εξαιρετικές συνθήκες ως προς το τεχνικό κομμάτι, το καλλιτεχνικό και το οικονομικό! Είναι αλήθεια ότι πάντα, και ο Χουβαρδάς και ο Λιβαθηνός, μου προτείνανε πράγματα, και τώρα ο Θεοδωρόπουλος. Αλλά έχω μια τριετία κλεισμένη, και με ενδιαφέρει γιατί ανοίγει η δουλειά, και μέσα από το σύστημα εργασίας μου, τη μέθοδο, έχω δώσει το βάρος στην εκπαιδευτική κατεύθυνση. Δουλεύω παράλληλα τη Μάνα Κουράγιο που θα κάνω στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, στην Αγία Πετρούπολη. Δουλεύω την παράσταση που θα κάνουμε με τον Κουνέλλη στην Κύπρο, για τη Νέα Υόρκη, για τις περιοδείες μου, για τη Θεατρική Ολυμπιάδα που θα γίνει στην Πολωνία το Νοέμβριο… Έχω την καινούρια μου παράσταση, το Ανκόρ – είναι το τρίτο μέρος. Αλάρμ – Αμόρ – Ανκόρ, θα ταξιδεύει ως τρίπτυχο, ήδη έχω κλείσει αρκετές πιάτσες καλές.
Δεν δυσανασχετώ. Ενώ κουράζομαι, δουλεύω αγόγγυστα. Ξέρω πως έχω ένα επιτελείο στην Αγία Πετρούπολη, στην Ταϊπέι, στη Μόσχα, στη Φιλαδέλφεια, στη Νέα Υόρκη, έχω βοηθούς, η επικοινωνία είναι καλή, το γραφείο εδώ λειτουργεί πολύ καλά χωρίς να παρεμβάλλονται όλα αυτά τα εμπόδια που όταν δουλεύεις στις ελληνικές συνθήκες σε βραχυκυκλώνουν. Και τα περισσότερα εμπόδια σου τα βάζει κάποιος κρατικός φορέας από αυτούς που αρνήθηκα να διευθύνω! Χάνω το χρόνο μου όποτε μένω εδώ και συναντάω το κράτος. Εκτός από το Κέντρο των Δελφών, κι ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο, που ήταν πάρα πολύ καλή. Παράδειγμα αυτό που έκανα στη Σικυώνα με ένα δήμο: έγιναν τρεις συναντήσεις εξαιρετικές στο Κιάτο. Αλλάζει ο δήμαρχος, τελειώνει το Κιάτο, δεν το ήθελε! Γι’ αυτό κι εγώ κάνω τα δικά μου πράγματα, γιατί έχω μεγαλώσει κιόλας κι έχω μια αγωνία. Σιγά σιγά βλέπω τους μαθητές μου, τους παρακολουθώ, όχι μόνον εδώ, και σε άλλες χώρες. Διδάσκεται η μέθοδος. Ήδη στην Κίνα πέρασε ως διδακτέα ύλη και στις επτά Ακαδημίες. Τα τελευταία χρόνια έρχονται Κινέζοι εδώ τον Ιούλιο που κάνω το διεθνές σεμινάριο επί ένα μήνα και διδάσκονται. Αυτή τη στιγμή, έχω κάποιους στην Αμερική που έχουν σεμινάριο με τη μέθοδό μου. Το βιβλίο της μεθόδου μέχρι το τέλος της χροινιάς θα έχει μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Θα ξεπεράσει τις είκοσι. Εύχομαι να μεταφραστεί και στα σουαχίλι, γιατί σκέφτομαι να κάνω το ’18-19 τις έβδομες Βάκχες, τις τελευταίες. Τώρα στην Ταϊπέι θα είναι οι πέμπτες. Οι έκτες θα είναι στην Ιταλία, στη Μόντενα, κι οι έβδομες στην Αφρική, πιθανότατα στη Σενεγάλη. Κι εκεί ολοκληρώνω το τάμα στο Διόνυσο: επτά Βάκχες!
Σε ποιες χώρες βρήκατε πιο πρόσφορο έδαφος για τη μέθοδό σας; Στην Κίνα κατ’αρχάς. Κυκλοφορεί και το βιβλίο εκεί, σε ένα μήνα. Από ασιατικές χώρες λοιπόν στην Κίνα και στην Κορέα. Στην Ινδία όχι ακόμα, εκεί δεν έχω καμία σχέση, αν και πρόκειται σε ένα χρόνο να αρχίσει μια ιστορία. Και πάρα πολύ στη Λατινική Αμερική. Στις ΗΠΑ. Πάρα πολύ και στην Ιταλία και Ισπανία. Απίστευτα πολύ στην Τουρκία. Και τώρα ανοίγει στη Γερμανία. Στη Ρωσία πάρα πολύ. Εκεί έχω δύο καλούς δασκάλους. Αλλά οι Κινέζοι με καταλαβαίνουν. Από όλους τους ασιατικούς λαούς είναι οι πιο ανοικτοί, ο πιο κοντινός μας λαός. Μας δένει και κάτι: αργό χρόνο έχουν κι οι Ιάπωνες αλλά είναι πιο κλειστοί. Ενώ οι Κινέζοι έχουνε την παράδοση του αργού χρόνου, της τελετουργίας, αλλά παράλληλα είναι και πολύ αυθόρμητοι. Ενεργειακά μπορούν να φτάσουν σε επίπεδα πολύ υψηλά, υψηλότερα από όλους. Το σώμα τους έχει τη μνήμη ενός μεγάλου πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο καθόλου. Δεν είναι όπως οι Σκανδιναβοί, με τους οποίους δεν έχω καμία επαφή. Πέρυσι που είχαμε πάει στο Ελσίνκι, κάναμε ένα workshop και πολύ δύσκολα μπήκανε μέσα. Σκοτεινοί, κλειστοί. Ενώ οι Λατινοαμερικάνοι, αμέσως! Αλλά και οι γερμανοί, με άλλο τρόπο. Χρειάζονται λίγο χρόνο, αλλά όταν μπουν, μπαίνουν βαθιά και σταθερά. Έχουν και εργαλεία στα χέρια τους, ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει σύστημα εργασίας! Κάνουν θαύματα.
Το σώμα λοιπόν έχει μνήμη. Μου το’λεγε κι ο αειίμνηστος δάσκαλός μου Αλέξης Δαμιανός: η μνήμη του κυττάρου… Βέβαια έχει μνήμη! Εκεί αναγνωρίζεις και τις διαφορετικές σωματικές παραδόσεις. Το κινέζικο σώμα έχει άλλη μνήμη. Το λατινοαμερικάνικο τελείως άλλη! Όταν λέμε μνήμη, εννοούμε την εγκλωβισμένη ενέργεια, η οποία βγάζει πράγματα, εικόνες, ακόμα και ιστορίες. Ο Κινέζος μπορεί να ανοίγει προς τα έξω, αλλά μπορεί και να βαθαίνει. Ο Λατινοαμερικάνος ανοίγει προς τα έξω, φτάνει σε επίπεδα απίστευτης αλεγκρίας, αλλά δύσκολα βαθαίνει.
Ο Έλληνας; Ο Έλληνας μπορεί να βαθαίνει πάρα πολύ. Είναι ένα χάρισμα σπάνιο. Αλλά δεν έχει σύστημα. Όταν έχει εργαλεία στα χέρια του, μπορεί να μπει πολύ βαθιά, πραγματικά, και μπορεί να δράσει. Ο Έλληνας ηθοποιός, σε ότι αφορά την τραγωδία, μπορεί να είναι ο συγκλονιστικότερος ερμηνευτής. Αλλά δεν έχουμε παιδεία, σύστημα, σχολές, και πάνω απ’ όλα ιδεολογία. Οι Ρώσοι πάλι έχουνε κάτι άλλο, πολύ ενδιαφέρον, επειδή είναι μπολιασμένοι πολύ με την ορθοδοξία – είναι το ευρύτερο Βυζάντιο. Στην Αγία Πετρούπολη υπάρχει κάτι που το έχουμε οι Έλληνες λιγότερο, οι Ρώσοι πολύ περισσότερο: την ενοχή. Κλαίνε αμέσως, είναι αυτά τα χριστιανικά δάκρυα των ενοχών – κάτι που δεν το βλέπεις στην Κίνα, και καθόλου στην Ιαπωνία. Ενώ το σώμα τους είναι της αρκούδας, που λέει ο Πούσκιν, ο σκελετός τους έχει πολύ μικρά κόκκαλα, είναι πουλιού! Είναι ευσυγκίνητοι, έχουν το δάκρυ έτοιμο. Αλλά είναι ωραίο να βλέπεις αυτές τις διαφόρες.
Σήμερα οι διαφορές πάνε να εξαφανιστούν. Η παγκοσμιοποίηση εξαφανίζει τις διαφορετικότητες. Τις εθνικές παραδόσεις – και δεν είμαι εθνικιστής-, τις μεγάλες σχολές. Πιο πριν σου είπα πόσο διαφορετικά είναι τα ενεργειακά χαρακτηριστικά από λαό σε λαό κι από παράδοση σε παράδοση. Τα χαρακτηριστικά της γλώσσας: οι Κινέζοι μιλάνε έναρθρα. Αλλά αν ο Κινέζος υποστηρίξει πολύ τα μπάσα του, αν «κατέβει» δηλαδή, έχει μια αδιανόητη σκηνική δύναμη. Μπορεί να κάνει θαύματα. Στους Λατινοαμερικάνους βλέπεις την παράδοσή τους στο χορό. Οι κινήσεις τους είναι κυκλικές. Είναι ιδεογραμματικό το σώμα, δεν εχουν αιχμές, δεν έχουν γραμμές χιαστές. Εαν βρεις τον τρόπο να δουλέψεις στο σώμα τους τις ενεργειακές χιαστές, φτάνουν σε απίστευτα αποτελέσματα. Αυτό το σύστημα δουλειάς, σε κάθε γλώσσα και σε κάθε παράδοση έχει διαφορετική εφαρμογή. Αν ο Στανισλάφσκι τα τελευταία του χρόνια στην Τverskaya, εκεί που έκανα τις Βάκχες πέρυσι, συνέλαβε την ιδέα του ψυχολογικού θεάτρου, αυτό έγινε υπό ειδικές συνθήκες: ήταν αποκλεισμένος με μια πολύ μικρή ομάδα σε μια αίθουσα του θεάτρου – την οποία και είδα – όπου δούλευε εγκλωβισμένος στην κυριολεξία, φοβισμένος. Εκεί ψιλοδούλευε την ανθρώπινη ύπαρξη, τον πιο λεπτό ψυχισμό, σαν μικροχειρουργός. Αυτό όμως κατά τη γνώμη μου δεν θα μπορούσε να περάσει σε χώρες όπως η Χιλή ή η Βραζιλία. Εκεί αρχίζει ο διάλογος και η ζύμωση, κι αυτό έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Εκεί ακριβώς μαθαίνεις κι εσύ πώς να αλλάζεις.
Εγώ δεν πάω με ένα κλειστό σύστημα. Όλοι οι λαοί έχουμε ηχογόνες πηγές, ενεργειογόνες πηγές, αλλά υπάρχει μία άλλη μνήμη – αυτό που σου έλεγε ο Δαμιανός – η οποία είναι τόσο διαφορετική… Εκεί αρχίζει η μεγάλη αναζήτηση στο βάθος, κι αυτό μπορεί να είναι ένα ταξίδι ευεργετικό για όλους, αλλά μπορεί και να χαθείς, να αποπροσανατολιστείς. Γι’ αυτό θέλει πάντα να γυρίζει κανείς στις αρχές. Να δουλεύεις τους ενεργειακούς άξονες. Μετά όλα γεννιώνται από μόνα τους. Πάντως η δεύτερη καλλιτεχνική μου πατρίδα είναι η Ρωσία. Εκεί υπάρχουν οι μεγάλες παραδόσεις, κι επειδή τις συντήρησαν, πέρασε μεν κι από εκεί με έναν τρόπο ο μεταμοντερνισμός, αλλά δεν τους ισοπέδωσε.
Είδα τους Καραμάζοφ του Μπογκομόλοφ στη Στέγη, και σκέφτηκα ακριβώς αυτό. Πως από κάτω υπάρχει κάτι πολύ στέρεο. Βέβαια. Υπάρχει μια τεράστια παράδοση από πίσω, η οποία δεν τους αφήνει να πελαγοδρομήσουν. Έχουν γερά θεμέλια. Αυτό που λέμε Σχολή Στανισλάφσκι, Βαχτάνγκοφ, η παράδοση που έφτιαξε ο Λιουμπίμοφ, ο Ανατολι Βασίλιεφ: οι δάσκαλοι. Είναι μια χώρα που γεννάει δασκάλους. Ο Μπογκομόλοφ είναι ο καλύτερος από τους 2-3 μεταμοντερνικούς τους. Και βλέπεις τη διαφορά, δεν είναι κόπια, είναι αυθεντικός γιατί πατάει σε γερά θεμέλια, στα θεμέλια που δεν υπάρχουν εδώ. Γι’ αυτό εδώ λέμε: μα δεν με πείθει. Ενώ με πείθει η πηγή που μιμείται ο νεώτερος, ο Όστερμαγιερ ή ο Μαρτάλερ. Γιατί αυτοί είχαν άλλους πριν από αυτούς, σπουδαίους μοντερνιστές: ο Σλέεφ, o Τσάντεκ, τα πρώτα χρόνια του Χανς-Γκύντερ Χάινε. Ξεκινάνε κι από το γερμανικό εξπρεσιονισμό, μια στέρεη παράδοση. Υπάρχουν οι μεγάλες παραδόσεις, γιατί υπήρχαν οι Ακαδημίες που τις συντήρησαν, και από αυτές ξεπήδησαν τα μεγάλα ταλέντα.
Ενώ εδώ τι έγινε; Για μένα ο Κουν παραμένει μια περίοδος που ποτέ δεν αξιοποιήθηκε. Ούτε η Κατίνα Παξινού, δεν αξιοποιήθηκε, δεν μελετήθηκε όπως έπρεπε, δεν ερμηνεύτηκε. Απλά απωθήθηκαν, γιατί εδώ είναι η χώρα των πατροκτόνων και των μητροκτόνων. Έρχονται οι επόμενοι και σκοτώνουν τους προηγούμενους! Έφυγε ο Λευτέρης (Βογιατζής), ο οποίος υπήρξε και καλός μου φίλος, ήμασταν παιδικοί φίλοι και συμμαθητές, κι όταν έφυγε ο άνθρωπος έφυγε και το έργο του μαζί. Δεν υπήρξε ένας φορέας – αυτή ήταν η δουλειά της Ακαδημίας – να υποστηρίξει το έργο, να το συντηρήσει και να το διαδώσει. Γιατί έχει κάποιες αρχές που έπρεπε να διαφυλαχτούν και να παραδοθούν στο μέλλον. Εδώ και δύο χρόνια γίνεται μια ταινία στη Ρωσία, από το πολιτιστικό κανάλι για τη ζωή μου και τη σχέση μου με τη Ρωσία. «Γιατί το κάνετε; Εγώ δεν είμαι Ρώσος, είμαι Έλληνας», τους ρώτησα. «Γιατί είσαι ένα πρόσωπο που έχεις δράσει σε αυτή τη χώρα και πρέπει να υπάρχεις στο αρχείο μας», απάντησαν. «Έχεις κάνει σκηνοθεσίες, περιοδείες, έχει μείνει ιστορική η συνεργασία σου με τη Ντεμίτοβα, έχεις μαθητές που αναφέρονται σε σένα. Ανήκεις και στη δική μας παράδοση!» Ακούς; Δεν ανήκω στην εδώ παράδοση γιατί δεν υπάρχει αυτή η παράδοση! Και με ρωτάς γιατί αρνήθηκα τη μία θέση ή την άλλη… Όσο περνάν τα χρόνια μειώνεται ο χρόνος παραμονής μου στην Ελλάδα – το Άττις βέβαια πάντα θα λειτουργεί, αυτός είναι όρος απαράβατος – για να μπορώ να προφυλάξω το μέσα μου, να αυτοπροστατευτώ.
Θα μου πείτε κι εκείνη την ιστορία που τόσο αγαπώ, για την κουτρουβάλα στην πλαγιά από την οποία ξεκίνησε το Θέατρο Άττις; Τη λέω πάντα σε όλα τα παιδιά όταν αρχίζουμε το σεμινάριο. Είχα κάνει ένα workshop ανάβασης στον Κιθαιρώνα, κι από τους εκατό είχανε μείνει καμιά εικοσαριά. Την επόμενη μέρα κάναμε μια κίνηση σε μια πλαγιά, όπου είδα ότι στα 200-250 περίπου μέτρα υπήρχαν κάτι θάμνοι που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν ένα σώμα αν κουτρουβαλούσε προς τα κάτω! Αυτό ηταν η τελευταία πράξη του workshop, η τελευταία δοκιμασία της ακρόασης! Μια πολύ ιδιότυπη ακρόαση, που κράτησε δυο μέρες και μια νύχτα. Κάνω εγώ μια κίνηση, πέφτω, κουτρουβαλάω – είχα αυτή τη σωματική ευελιξία τότε – και περιμένω. Και με ακολουθεί ο Γιώργος Συμεωνίδης, η Σοφία Μιχοπούλου, αυτοί τέλος πάντων που φτιάξανε το Άττις. Και τους είπα: παιδιά, εσείς είστε η ομάδα! Οι άλλοι κοιτάγανε από πάνω. Και τους λέω: Πρέπει να καταλάβετε ότι η τέχνη κινείται σε ένα όριο κινδύνου, μεγάλου κινδύνου. Αν δεν το αντιληφθείτε αυτό, δεν θα κάνετε τίποτα.
Το έλεγε κι ο Αντονέν Αρτώ, που βλέπουμε πίσω από την πλάτη σας. Ο οποίος όπου και να καθήσεις, σε κοιτάει! Κάθομαι εδώ, με κοιτάει! Πάω εκεί, με κοιτάει! Προχωράω, με κοιτάει! Αυτό το μάτι το αριστερό περιστρέφεται συνέχεια! Εϊναι σαν την Τζοκόντα!
Κίνδυνος κάθε φορά λοιπόν… Ναι, αυτό είναι, και προσπαθώ να το τηρώ. Περνάνε τα χρόνια, δουλεύω συνέχεια. Το Ανκόρ που κάνω τώρα, είναι κείμενα του Θωμά Τσαλαπάτη, ενός νέου ποιητή. Θέλω να δώ πώς λειτουργεί στη σκηνή η ποίηση. Στη σκηνή υπάρχει μόνο ένας σταυρός κι ένας όρθιος τάφος στο βάθος, όπου γίνεται μια ερωτική σκηνή με ανάσες. Ένα ιδεόγραμμα, αυτό είναι όλη η παράσταση. Η πρεμιέρα είναι στις 25 Νοεμβρίου, και στις 26 παρουσιάζεται το βιβλίο του Φρέντι ντε Κρέους Η Τελετουργία στο Θέατρο του Τερζόπουλου. Έχουν γραφτεί γύρω στα 25 βιβλία μέχρι τώρα.
Τι είναι αυτό που εξακολουθείτε να αναζητείτε στο θέατρο; Θες να ξέρεις τι με κάνει να το ψάχνω ακόμα, ενώ δεν είμαι μικρός; Η μέθοδος! Κινείται πολύ γρηγορότερα με τις συναντήσεις μου με άλλους πολιτισμούς, και ο τρόπος με τον οποίο επενδύεται σε άλλες παραδόσεις βγάζει καινούρια ζητήματα. Εδώ και δύο χρόνια με προβληματίζει η ιδέα του αέναου αυτοσχεδιασμού του ήχου και της κίνησης. Ακούγεται πολύ απλό, αλλά είναι μια ολόκληρη διαδικασία. Το πώς το σώμα μπορεί να γεννήσει ένα δεύτερο ρυθμό, έναν τρίτο κόντρα στον πρώτο, ένα τέταρτο κόντρα στο δεύτερο, πώς μπορεί να γίνει ένα όργανο μουσικό, στην κυριολεξία. Αυτή η αγωνία μου να ανοίξω πιο πολύ τα όρια, το πώς ενώνεται το σώμα με το πνεύμα…