Το ξανακούσατε μετά τον πόλεμο; Έτυχε και να το ξαναπαίξετε;

Κάποιες φορές, ναι. Αλλά προσπαθούσα πάντα συνειδητά να ξεχάσω τα στρατόπεδα, να τα αφήσω πίσω μου. Δεν ήθελα να γίνω κάτι σαν επαγγελματίας πρώην κρατούμενος των ναζιστικών στρατοπέδων. Η μουσική μου έσωσε τη ζωή και η μουσική είναι το μόνο με το οποίο ασχολήθηκα μετά τον πόλεμο.

Ελευθερωθήκατε ενώ ήσασταν σε πορεία θανάτου;

Της πορείας προηγήθηκε η μεταφορά μας στο Dachau. Και μια ημέρα μας διέταξαν να εκκενώσουμε το στρατόπεδο και να αρχίσουμε πορεία προς το Ίνσμπρουκ. Αργότερα μάθαμε ότι είχαν σκοπό να μας εξοντώσουν. Αλλά οι Αμερικάνοι ήταν πιο γρήγοροι. 

Πόσο καιρό μετά την απελευθέρωση γυρίσατε στο Βερολινο; 

Ήταν τέτοια η ταραχή, παντού… Πολύ σύντομα, όμως, εξασφάλισα από τους Αμερικανούς την απαραίτητη άδεια και μπήκα στο πρώτο τρένο που βρήκα. Κατέβηκα στο Pankow, όπου ήξερα ότι ο θείος μου και είχε ένα μικρό εξοχικό. Και πράγματι βρισκόταν εκεί. Εκείνος μου είπε ότι οι γονείς μου είχαν επιβιώσει από τον πόλεμο.

Είχαν κρυφτεί στο Βερολίνο;

Όχι, είχαν φύγει από την πόλη και πήγαν στη Σιλεσία. Κρύβονταν στο δάσος. Γύρισαν όμως στο Hallensee. Πήγα λοιπόν να τους βρω. Από τότε, πιστεύω ότι έχω έναν φύλακα άγγελο. Πραγματικά.

Ποια ήταν η πρώτη εντύπωση από τη βομβαρδισμένη πόλη;

Το Βερολίνο ήταν τελείως κατεστραμμένο. Δεν υπήρχε ούτε ένα κτίριο που δεν είχε πάθει ζημιά από τις βόμβες. Την πρώτη κιόλας ημέρα μετά τη συνάντηση με τους γονείς μου, βγήκα να περπατήσω στους δρόμους της πόλης. Πήγα προς την Kurfürstendamm, ήθελα να περπατήσω μόνος. Και έξω από το “Ronny Bar”, κοντά στο Uhlandstrasse, άκουσα μουσική! Το σπίτι από πάνω ήταν κατεστραμμένο, αλλά στο υπόγειο, υπήρχαν μουικοί που έπαιζαν. Πολλοί από τους φίλους μου ήταν εκεί!

Πόσοι από τους Εβραίους φίλους σας κατάφεραν να επιβιώσουν από τον πόλεμο;

Μόνο μερικοί, που έτυχε να είναι «Μάμπε», σαν κι εμένα. Δεν έχεις ιδέα τι είναι το «Μάμπε», έτσι; Λοιπόν, τότε υπήρχε ένα λικέρ που λεγόταν Mampe Halb und Halb, δηλαδή μισό και μισό – όπως ήμασταν κι εμείς, κατά το ήμισυ Εβραίοι. Νομίζω μάλιστα ότι αυτό το λικέρ υπάρχει ακόμη.

Νωρίτερα είπατε ότι η γυναίκα σας ήταν επίσης στο Theresienstadt. Εκεί γνωριστήκατε;

Όχι, αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Λίγο μόνο καιρό μετά την επιστροφή μου, ξανάρχισα να παίζω, αυτή τη φορά στο “Ronny Bar”. Αλλά υπήρχε ακόμη απαγόρευση κυκλοφορίας στο Βερολίνο, οι Αμερικάνοι δεν επέτρεπαν στα κλαμπ να είναι ανοικτά μετά τις 8 μ.μ.. Έτσι ένα βράδυ, βγαίνοντας από το “Ronny Bar”, ακούω κάποιον να με φωνάζει. Γυρνάω και βλέπω δυο κοπέλες στην άλλη πλευρά του δρόμου. Γνώριζα τη μία, την έλεγαν Μπέλα Χίρσφελντ. Πήγα, τις χαιρέτησα και η άλλη κοπέλα, που την έλεγαν Γκέρτραουντ, μου είπε «Εσύ δεν έπαιζες κρουστά στο Theresienstadt»; Κι αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας μας.

Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με τον Helmut Zacharias;

Μου χτύπησε μια μέρα την πόρτα. «Θέλεις να παίξεις μουσική μαζί μου;» ρώτησε. Φυσικά και ήθελα! Εκείνη την περίοδο έπαιζα στο “Greifi Bar”, στην Joachimstalerstrasse. Η πελατεία απαρτιζόταν από μαυραγορίτες, που σήμαινε ότι σπαταλούσαν αρκετά χρήματα κι έτσι είχα ένα καλό εισόδημα. Ο Zacharias, από την άλλη μεριά, μου ξεκαθάρισε ότι «δεν παίζω σε κάποιο μαγαζί αυτήν την περίοδο, αλλά θες να δοκιμάσουμε»; Του απάντησα πως αυτό που κυρίως με ένοιαζε ήταν να παίζω καλή μουσική.

coco_2

Φωτογραφίες μιας ζωής στον τοίχο του στούντιο του Κόκο Σούμαν

Και παρ’όλα αυτά μεταναστεύσατε στην Αυστραλία μερικά χρόνια αργότερα.

Τη δεκαετία του ’50. Ξέρετε, οι Ναζί άρχισαν να κάνουν την επανεμφάνισή τους σε κάθε είδους διοικητικά πόστα. Γίνονταν δικαστές, δημόσιοι λειτουργοί… Η γυναίκα μου δεν ένιωθε άνετα. Εκείνη επέμενε να φύγουμε. Και τότε άκουγες τόσα καλά για την Αυστραλία. Υπογράψαμε λοιπόν διετείς συμβάσεις και πήραμε την ελευθέρας. Χρειάζονταν εργατικά χέρια.

Αλλά όχι μουσικούς.

Όχι, πράγματι. Δούλευα σε εργαστήριο μαρμελάδας.

Δύσκολη απόφαση, να αφήσετε τη μουσική…

Μόνο που δεν την άφησα. Δούλεψα και στην Αυστραλία σαν μουσικός. Έκανα αυτό που ήθελα πάντα. Πώς; Μια νύχτα πήρα την κιθάρα μου και ρώτησα ποιο είναι το καλύτερο κλαμπ της περιοχής. Μου είπαν το Katharina Bar. Πήγα εκεί, ανέβηκα τις σκάλες και με τα πολύ κακά αγγλικά μου τους είπα ότι είμαι από το Βερολίνο και θα ήθελα να παίξω μουσική με τη μπάντα. Και με άφησαν. Αργότερα με πλησίασε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να πάω να παίξω και την άλλη εβδομάδα. Του εξήγησα πως ήταν αδύνατο λόγω της δέσμευσής μου να εργάζομαι στο εργαστήριο μαρμελάδας. «Κοίτα έχω άδεια να σερβίρω φαγητό εδώ, οπότε θα σε προσλάβω για την κουζίνα», μου είπε και αναλαμβάνοντας το συμβόλαιό μου, με προσέλαβε ως βοηθό στην κουζίνα. Και για τα επόμενα δυο χρόνια, λοιπόν, έπαιζα μουσική.

Τι σας έλλειψε από το Βερολίνο, όσο ήσασταν στην Αυστραλία;

Όχι πολλά… Η νυχτερινή ζωή. Ξέρετε τι λένε για τη Μελβούρνη; Ότι είναι τόσο μεγάλη όσο το κεντρικό νεκροταφείο της Νέας Υόρκης και δυο φορές πιο πεθαμένη. Μου έλειψε η τρομερή νυχτερινή ζωή του Βερολίνου. Ξεκινούσα να παίζω στις 9 το βράδυ και ορισμένες φορές πηγαινα για ύπνο στις 5 το πρωί. Ποτέ δεν με κούρασε η νυχτερινή ζωή. Την απόλαυσα.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι για το Βερολίνο που δεν βαριέστε ποτέ;

Πολλά, αλλά μάλλον θα διάλεγα το «Ich habe so heimweh auf die Kurfuerstendamm».

http://youtu.be/Oz9SVaGxM3Q

Ήθελα να σας ρωτήσω για αυτήν εδώ την αφίσα μιας παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούσε η Marlene Dietrich. Τη γνωρίζατε;

Είχα παίξει μαζί της. Ήταν μετά τον πόλεμο, στο Titania-Palast. Την αφίσα που βλέπετε μου την έδωσε ο γιος του Μάγου Marno, ο οποίος συμμετείχε στο σόου. Εγώ ήμουν μέλος του Melody Trio που συνόδευε την Dietrich. Αλλά, δεν είχα δα εντυπωσιαστεί τρομερά. Σαν μουσικός έτυχε να γνωρίσω και να δουλέψω με πολλές διάσημες ηθοποιούς. Ήταν βέβαια μια πολύ σπουδαία ηθοποιός, και πολύ γενναία γυναίκα. Αλλά ΟΚ, ήταν μια από τις πολλές όμορφες γυναίκες στη show business.

Coco4

Από τη συνεργασία με τη Μάρλεν Ντίτριχ. Φωτο: Κατερίνα Οικονομάκου 

1 2 3