Ήρθα στην Τρίπολη από την Αθήνα, σε ηλικία 11 ετών, επειδή ο πατέρας μου πτώχευσε. Πέρασα μια δεκαετία, στ’ αλήθεια φτωχική. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν σπούδασα. Δε με πείραξε, έκατσα τελικά στα θρανία στα 29 μου χρόνια να κάνω αρμονία και σύνθεση, μετά τις δόξες.
Στα 15 μου προσφέρθηκε να με υιοθετήσει ένα μακρινός συγγενής στη Βραζιλία που ήταν ζάμπλουτος. Είχε χάσει τη γυναίκα του, δεν είχε παιδιά κι έστειλε γράμμα στον πατέρα μου: «στείλτον εδώ, να μάθει τη δουλειά να τα πάρει όλα αυτός», 4 εργοστάσια και 40 μαγαζιά ετοίμων ενδυμάτων. Ο πατέρας μου, που με αντιμετώπιζε πάντα σαν ενήλικο, με ρώτησε πώς μου φαινόταν η ιδέα, ξεκαθαρίζοντας ότι δε θα μπορούσε ποτέ να μου προσφέρει μια τέτοια προοπτική. Του είπα ότι δε θα μπορούσα να αποχωριστώ τη ζωή μου στην Ελλάδα και τους φίλους μου. Δεν τη σκέφτηκα ποτέ αυτήν την ιστορία, «τι θα είχε συμβεί αν» και τα λοιπά. Τότε του είπα επίσης ότι θα γίνω μουσικός. Και μου απάντησε: «Είσαι καλά; Τους μουσικούς τους θάβουν μέρα».
Μουσική ήδη έκανα, σιγά σιγά ανακάλυψα ότι μπορεί να αποτελεί και διέξοδο. Κι όταν απολύθηκα από τον στρατό, έχοντας ήδη γράψει μελωδίες σε δυο τραγούδια («Άνθρωπε Αγάπα» και «Ήλιε Μου»), θέλησα να φτιάξω συγκρότημα. Ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς που γνωριζόμασταν από παιδιά, έκανε τότε το στρατιωτικό του στη Ροδεσία (ήταν ο πατέρας του από εκεί) και μου πρότεινε να πάω κι εγώ κάτω, να παίξουμε σε χορευτική ορχήστρα γιατί είχε ψωμί. Του απάντησα «άσε τις μαλακίες κι έλα πίσω», το πίστευα ότι κάτι μπορεί να γίνει. Κι έτσι, μέσω ενός φίλου που δούλευε στην Ελλαντισκ, ηχογραφήσαμε τα κομμάτια αφού τα δουλέψαμε λίγο ακόμα. Δεν είχα ακούσματα π.χ. το σιτάρ προέκυψε επειδή είχα δει λίγες μέρες πριν το Φράουλες και Αίμα που με συγκλόνισε. Θύμωσα πολύ και μέσα σε μια νύχτα έγραψα το «Άνθρωπε Αγάπα». Όχι από κάποιου είδους πολιτική συνειδητοποίηση. Η πολιτικοποίηση μου φαινόταν πολυτέλεια, η οικογένειά μου έτσι κι αλλιώς δεν ασχολούταν, ενώ ακόμα και στους αγωνιστές έβλεπα συμφέρον. Να το πω καλύτερα, έβλεπα ότι η δράση τους κάλυπτε μιαν ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό ή αποσκοπούσε κάπου. Δεν κατάφερα, ή δεν έτυχε, να πέσω σε αυτήν την παγίδα. Ο άνθρωπος είναι ελαττωματικός. Δεν είμαστε άρτιοι για να κάνουμε πράξη το θεώρημά μας. Κατά συνέπεια, το θεώρημα γίνεται υποκριτικό. Από την άλλη, θες δε θες, τα τραγούδια των Poll ήταν και διαμαρτυρίας και χίπικα. Αν ήταν εκατό χρόνια πριν θα είχαν κλαρίνα και λαούτο, αν ήταν εκατό χρόνια θα έβγαιναν από δύο πανίσχυρους υπολογιστές. Ε, τότε ήταν η εποχή της ηλεκτρικής κιθάρας
Οι Poll κράτησαν μόνο ενάμιση χρόνο. Δε θέλω να μιλήσω για πρόσωπα, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εγώ δεν έχασα ποτέ το μυαλό μου. Παρότι μου συνέβαιναν πρωτόγνωρα πράγματα. Εκεί που χρωστάγαμε 2-3 νοίκια στο σπίτι που έμενα με τους δικούς μου, ξαφνικά πάω να πάρω δικαιώματα συνθέτη και είναι 150.000 δραχμές. Μου άρεσε που ήμουν αγαπητός, αλλά είχα συναίσθηση.
Ένα μεγάλο μέρος της μυθολογίας που έχεις ακούσει, ισχύει. Στην κυριολεξία. Μας ζητούσαν μια τρίχα από τα μαλλιά μας. Κι επειδή έφτανε κι εδώ αυτή η αίσθηση του “make love not war”, είχαν αρχίσει να ξεσαλώνουν και κορίτσια 15χρονα-16χρονα. Υπήρχε υπερπροσφορά, «πηδάτε τα πάντα» μας έλεγαν. Στο ξανάλεω όμως, δε χάλασε η σκέψη μου ούτε λεπτό.
Τον γκόμενο τον έκανα λίγο στην αρχή, μου πέρασε γρήγορα κι αυτό. Ακόμα και στις φωτογραφίσεις πάντα δύσκολος ήμουνα
Όταν τελείωσε η μπάντα, πήγα να κάνω σόλο δίσκο – ούτως ή άλλως δεσμευόμασταν όλοι με ατομικά συμβόλαια. Πάω και λέω ότι θέλω συμφωνική ορχήστρα. Κι ότι θα τραγουδάω εγώ. Τρελάθηκε ο Αντύπας από τη δισκογραφική. Νομίζω ότι τελικά τους έπεισα γιατί φαίνονταν οι καθαρές προθέσεις μου. Πάντα χρειαζόταν πίεση στις εταιρείες, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου. Μπορεί να τύχαινε να έβγαζε ταυτόχρονα δίσκο η Μαρινέλλα και να μην ασχολιόταν κανένας μαζί σου. Η ουσία είναι ότι αν δεν υπήρχαν τα Απέραντα Χωράφια μπορεί να και να μην καθιερωνόμουν ως τραγουδιστής, ούτως ή άλλως περισσότερο μουσικό θεωρώ τον εαυτό μου παρά ερμηνευτή.
http://youtu.be/8N3VXl5vVZg
Έχω δεχθεί τόση αποδοχή στη ζωή μου, με σχόλια και μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου, που είμαι πραγματικά ευγνώμων. Εντάξει πάντα θα βρισκόταν κάποιος να πει «άντε με τους ξενέρωτους» ή «τα ποπάκια», αλλά ήταν η εξαίρεση. Από μικρό, επίσης, δε με ενδιέφεραν οι ταμπέλες, τις θεωρούσα προϊόν περιορισμένης αντίληψης. Ούτε φυσικά οι πολιτικές. Ούτε και θυμάμαι πώς μας έβλεπαν οι αριστεροί ή οι δεξιοί. Σκεφτόμουν μόνο πώς θα δημιουργώ χωρίς οροφή. Με άλλα λόγια, είχα πέσει στην παγίδα του καπιταλισμού, που σου λέει ότι “the sky is the limit”, αλλά τελικά αυτός βάζει το όριο. Και κάτι άλλο: ποτέ δεν τσίμπησα με το έξω, «οι Έλληνες είναι βλάχοι» και λοιπά. Είχα στείλει ένα κομμάτι με αγγλικό στίχο, το 1978, σε ένα αμερικάνικο φεστιβάλ. Δε διακρίθηκε και μετά εξελίχθηκε στο «Λεν». Πάντα με ενοχλούσε η φιλολογία των γύρω, ε το έκανα και τραγούδι.
Ξέρω πόσο πωλείται στο ίντερνετ το «ταγάρι» και τα Απέραντα Χωράφια. Ήρθε ένας φίλος πριν λίγο καιρό και μου είπε ότι έδωσε 200 ευρώ. Δεν μπορώ να πω ότι δεν υπήρξαν εποχές που σκέφτηκα να κάνω την αγάπη, όχημα επιβίωσης. Μπορεί και να το έκανα. Δεν εννοώ το “Autobianchi”, αυτό βγήκε συνειδητά για να κατακρίνω τη σοβαροφάνεια. Κυρίως μιλάω για την περίοδο ’76-80. Είναι γεμάτη τραγούδια που έγιναν από φόβο, στη λογική του «μήπως και…». Τα βάζω με τον εαυτό μου για εκείνη την περίοδο.
Είναι άσχημο να μη σε θέλουν, δεν έχεις τι να κάνεις. Αρχίζεις και σκέφτεσαι «μήπως το κάνω σαν κι αυτόν;». Αν παρασυρθείς, το ‘χασες. Έκανα παραγγελιές (ευτυχώς λίγες), έφτιαξα μουσική ακόμα και για ισραηλίτικο συγκρότημα που κέρδισε στη Eurovision. Χωρίς να σκοπεύω κάπου, έφτιαξα μουσική για σινεμά, τηλεόραση, διαφήμιση. Έκανα session μουσικός σε ηχογραφήσεις ενός πιτσιρίκου που είχε βγει κάποτε, του Μάνου, ίσως θυμούνται οι παλιότεροι. Δε θεωρώ ότι εκπορνεύθηκα, το έκανα για να επιβιώσω, όχι για να πάρω BMW. Όμως δεν πιστεύω ότι το να προσαρμόζεσαι σε τόσα διαφορετικά πράγματα, είναι ενδεικτικό του ταλέντου σου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δικαιολογία.
Νύχτα δούλεψα δύο τρεις χρονιές. Ένα χειμώνα στη «Φαντασία» με τη Δούκισσα, έκανα το μοντέρνο πρόγραμμα στην αρχή. Και δύο φορές, το ’83 και το ’86 με Μητροπάνο, ήταν και Στανίση, Σακελλαρίου κτλ. Δε μ’ άρεσε. Δεν μπορούσα την τάξη εκεί μέσα, μου μύριζε μπαρούτι. Ως ανταμοιβή δε θεωρούσα ποτέ τους χρυσούς δίσκους κι όλα αυτά. Τώρα στα 65 μου, όταν δω κάποιον στο δρόμο και μου πει ότι έχει συνοδεύσει στιγμές από τη ζωή του με τα τραγούδια μου ή ότι τα ακούει παρέα με τα παιδιά του, παίρνω πολλή ικανοποίηση. Γιατί είναι εξομολόγηση αυτό, όχι κολακεία.
Κάποτε, σε ένα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθόμασταν σε ένα λόμπι ξενοδοχείου και ακούγαμε καμιά 20ρια άτομα τον Αλέκο Σακελλάριο να σολάρει. Ήμουν σε ένα πουφ δίπλα του και μου λέει «εσύ έχεις ταλέντο, να προσέχεις λίγο τις καταλήξεις σου» (εννοούσε ομοιοκαταληξίες). Κολακεύτηκα, αλλά με πείραξε κιόλας. Γυρίζοντας στην Αθήνα, το σκεφτόμουν – είχε ήδη προηγηθεί ο θρίαμβος με τους Poll – και για πρώτη φορά με απασχόλησε υπαρξιακά τι είναι το τραγούδι. Δύο σκοπούς, λοιπόν, υπηρετεί. Αρχικά την αυτοέκφραση και την προσωπική λύτρωση του δημιουργού, αρκεί να μην επηρεάζουν την ελευθερία και τη διάθεση των άλλων. Και στη συνέχεια τη δημιουργία οικειότητας στον ακροατή, αυτό που οδηγάμε και θέλουμε έναν γνώριμο σκοπό να παίζει. Δεν είναι υψηλή ιατρική, τραγούδι είναι.
Στα συνδικαλιστικά ο Παπακωνσταντίνου με έβαλε, αυτός φταίει. Ήμουν στην Κρήτη για κάτι παραστάσεις και με πήρε τηλέφωνο να μου ανακοινώσει ότι με είχε βάλει στο σωματείο. Ήταν ’80-81. Στην αρχή τον αποπήρα κι εκείνος μου λέει «έχω υπογράψει, μη με βγάλεις πλαστογράφο», Γίνονται οι εκλογές και βγαίνω τέταρτος, σε έναν χώρο που είχε έντονη συνδικαλιστική συνείδηση και, φυσικά, ισχυρές αριστερές καταβολές. Τελικά, έμεινα πολλά χρόνια γιατί με ενοχλούσαν πολλά πράγματα που έβλεπα μπροστά μου. Δούλεψα πολύ για να περάσει ο νόμος για τα συγγενικά δικαιώματα. Σήμερα, να συζητήσουμε τα μέσα που χρησιμοποιεί η ΑΕΠΙ για να εισπράττει τα δικαιώματα – καμία αντίρρηση – αλλά μη μου ζητάς να τα απεμπολήσω. Δεν έχουμε τίποτα άλλο. Σκέψου και τους υπόλοιπους τη δουλειάς, τους στιχουργούς για παράδειγμα. Πώς θα ζήσουν αυτοί;
Από αυτόν τον μικροσυνδικαλισμό, προέκυψε και το τηλεοπτικό Just The Two Of Us. Με είχε δει ο Καραγιάννης των Κάπα Στούντιο να προεδρεύω σε ένα συμβούλιο κατοίκων στο Πόρτο Ύδρα που έχω ένα εξοχικό. Και μου έκανε πρόταση να πάω. Όχι μόνο για το παρελθόν μου, αλλά και γιατί του άρεσε πώς χειριζόμουν το πλήθος. Πέρασα πολύ ωραία, ένα πάρτι ήταν όλη την ώρα για το οποίο πληρωθήκαμε κιόλας
Το 1984 εφαρμόζουν οι υπουργοί Γεωργακόπουλος και Παπαδόπουλος το τεκμήριο στους τραγουδιστές. Μόνο στους τραγουδιστές, μουσικοί, γλύπτες κτλ. αντέδρασαν κι εξαιρέθηκαν. Το έμαθα και βγήκα σε μια εκπομπή του Ανδρέα Μικρούτσικου στην τηλεόραση και καταβρίζω τους υπουργούς ως ύποπτους ή αδαείς. Δέχθηκα κατόπιν 7 επισκέψεις από τον ΣΔΟΕ μετά από ισάριθμες καταγγελίες. Δεν αποδέχθηκα καμία, πήγα στα δικαστήρια, έχω δικαιωθεί στις 6 και περιμένω έναν Άρειο Πάγειο για κακοδικία στην έβδομη. Καταλαβαίνεις ότι έγινα νομικός για να τους αντιμετωπίσω, άσε που με είχαν απαγορεύσει από τα κρατικό ραδιόφωνο. Εδώ έρχεται και κουμπώνει ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είναι παιδικός μου φίλος. Κάθε φορά που βρισκόμασταν του έλεγα το παράπονο για το κυνήγι που έτρωγα από το ΠΑΣΟΚ κι αυτός από το ’86 ήδη με παρότρυνε να μπω. Τελικά, με έπεισε το 2005 που του το ζήτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μπήκα τελικά στις ευρωεκλογές σε μη εκλόγιμη θέση, πιο πολύ από αυτό το γινάτι και την πίκρα της περιπέτειάς μου. Το 2007 ξαναέβαλα στις εθνικές, πάλι με ψήσιμο του Βαγγέλη.
Το μπλέξιμο με την πολιτική, το μετάνιωσα φριχτά. Δεν τα υπολόγισα καλά. Γιατί έδωσα κάθε δικαίωμα στον καθένα να μου κολλάει την ταμπέλα του «δεξιού», άσχετα αν ποτέ δεν ήμουν. Ακόμα πληρώνω την αμαρτία του να με ρωτάς εσύ και να πρέπει να σου δικαιολογηθώ απαντώντας.
Είμαι 42 χρόνια συνολικά με τη γυναίκα μου. Νομίζω πολύ σημαντικά ήταν τα εξίμιση που περάσαμε πριν παντρευτούμε. Εκεί καταλάβαμε ότι θέλαμε να ζήσουμε μαζί. Περάσαμε και δύσκολες στιγμές, μπορεί να έφυγε κάπου κάποτε το μυαλό, αλλά είχαμε πάρει και οι δύο την απόφαση. Κι αυτό ήταν το σημαντικό.
Είναι δύσκολα τα χρόνια μας, αλήθεια είναι αυτό. Δε θέλω να γίνω φοβισμένος, σαν πολλούς που βλέπω γύρω μου. Τότε παύεις να είσαι ζωντανός, εφευρετικός. Ας πούμε, η ανεργία είναι το δέντρο που, όντως, μπορεί να πέσει πάνω σου. Όμως δεν πρέπει να χάσουμε το δάσος, την ευρεία ματιά μας. Μπορεί μετά το σκοτάδι που ζούμε τώρα, να υπάρχει ένα παραδεισένιο φως. Όλα είναι στο χέρι μας. Το λέω γιατί κρίσεις σαν τη σημερινή, έχω περάσει τέσσερις στη ζωή μου. Και χωρίς να συμβαίνει σε όλον τον πλανήτη που, μην κρυβόμαστε, είναι παρηγορητικό να μην έχει και ο δίπλα σου να φάει. Υπήρξε εποχή, μια πενταετία σχεδόν, που δεν είχα να πληρώσω την ασφάλεια του αυτοκινήτου μου. Δε χτυπούσε καν το τηλέφωνό μου. Δεν απενεργοποιήθηκα, όμως.
Η ζωή είναι καλύτερη αν δεν της βάζεις γκέμια και κάγκελο. Εμπειρικά λέω, ότι μπορεί τη μία στιγμή να μην έχεις να φας και την επόμενη να τρως γουρουνόπουλο. Δεν πρέπει να χάνουμε την ψυχραιμία μας. Μου λένε «γιατί μοιάζεις νέος;», απαντάω «γιατί δε βάζω έννοια». Δεν έχω κανένα επαγγελματικό απωθημένο, δε θέλω να κάνω τίποτα. Απλά θέλω να γράψω κάποια στιγμή κάτι ακόμα, με εξυγιαίνει αυτή η διαδικασία. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται στο χώρο.
Το φόβο του θανάτου, τον παίρνεις μέσα σου όταν πεθάνει κάποιος σημαντικός για σένα άνθρωπος. Από τότε τον κουβαλάς σε όλη σου τη ζωή. Έτσι και παραδοθείς, αντίο ελευθερία. Με έχει απασχολήσει, έχω πέσει στη λακούβα που λένε, έχω βιώσει τέτοια κατάσταση…
http://youtu.be/KoMiK7qfrUU