Λίγους μήνες μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Λουντοβίκα Κοχ και Γκούσταφ Λούντβιχ Σμιτ, δάσκαλοι στο επάγγελμα, φέρνουν στον κόσμο τον πρωτότοκο γιο τους, Χέλμουτ. Το ημερολόγιο δείχνει 23 Δεκεμβρίου 1918.
Ο Χέλμουτ Σμιτ μεγαλώνει στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Αμβούργο. Στελεχώνει τη «Νεολαία Χίτλερ» μέχρι το 1936, από όπου όμως απομακρύνεται εξαιτίας των αντιναζιστικών απόψεών του. Η οικογενειακή παράδοση του κληροδοτεί την προτεσταντική πίστη, την οποία ωστόσο ο ίδιος δεν ασπάστηκε παρά μόνο ως στοιχείο παράδοσης.
Το 1937, ο Σμιτ καταφέρνει να εισαχθεί σε πανεπιστημιακή σχολή αρχιτεκτονικής, την οποία ωστόσο ουδέποτε θα παρακολουθήσει, καθώς κατατάσσεται στο στρατό, αρχικά στο Εργατικό Ναζιστικό Μέτωπο, για να μεταταγεί στη συνέχεια στο πυροβολικό, με το οποίο πολέμησε τόσο στο Ανατολικό, όσο και στο Δυτικό Μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Την ώρα που η πλάστιγγα του πολέμου έχει αρχίσει να γέρνει υπέρ των Συμμάχων, ο νεαρός Χέλμουτ παντρεύεται τον παιδικό του έρωτα, τη Χανελόρε Γκλάζερ, με την οποία αποκτά δύο παιδιά. Το πρώτο θα φύγει από τη ζωή στα τελευταία καρέ του πολέμου, χάνοντας τη μάχη με τη μηνιγγίτιδα. Το δεύτερο παιδί του, η Σουζάνε, θα επιβιώσει.
Από την ηλικία των 15 ετών, ο Χέλμουτ ξέρει μία «εγκληματική» για το ναζιστικό καθεστώς αλήθεια: ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν Εβραίος. Η ζωή των Σμιτ είναι σε μόνιμο κίνδυνο και αυτό τους αναγκάζει να αποκτήσουν πλαστά έγγραφα. Ο «κατά ένα τέταρτο Εβραίος» θα τιμηθεί από τους Ναζί με τον Σιδηρούν Σταυρό, ενώ αργότερα, με την παράδοση της Γερμανίας, θα κρατηθεί για σύντομο χρονικό διάστημα αιχμάλωτος από τους Βρετανούς στο Βέλγιο, το 1945.
Ο Σμιτ επιστρέφει στο κατεστραμμένο Αμβούργο και σπουδάζει πολιτικές επιστήμες και οικονομικά. Το 1946 εντάσσεται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD). Ο Σμιτ δεν είναι ιδεαλιστής. Όμως η δοκιμασία των φτωχών μαζών που ζουν στα όρια της εξαθλίωσης τον κάνουν να μπει στον πολιτικό στίβο. Θα πάρει το βάφτισμα του πυρός στο αναγεννημένο Κρατίδιο του Αμβούργου, όπου και σύντομα θα αναδείξει τις διοικητικές του ικανότητες.
Το 1953, το SPD συμπεριλαμβάνει τον Σμιτ στις λίστες με τους υποψηφίους για την Ομοσπονδιακή Βουλή. Τρία χρόνια αργότερα, η ρητορική δεινότητα και η ακρίβεια στη χάραξη πολιτικής θα του επιτρέψουν να εκλεγεί μέλος στην εκτελεστική επιτροπή του Κόμματος. Καταπιάνεται με τα θέματα άμυνας, ενώ σύντομα αποκτά τη φήμη του αξεπέραστου ρήτορα, αποτελώντας το «σοσιαλδημοκρατικό ανάλογο» του Φραντς Γιόσεφ Στράους, του ακροδεξιού Υπουργού Εθνικής Άμυνας και στελέχους της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU). Παρά τις ρητορικές του ικανότητες, ο Στράους είναι ασταθής και ως εκ τούτου «υδραργυρικά» επιρρεπής σε σκάνδαλα, αχίλλειος πτέρνα που δίνει στον πάντοτε πράο και πειθαρχημένο Σμιτ τη δυνατότητα να κερδίζει τις μεταξύ τους κοινοβουλευτικές μονομαχίες. Ο Σμιτ αποκτά το παρατσούκλι «Schmidt-Schnauze», «Σμιτ το χείλος», το οποίο και επιβεβαιώνει το 1980, όταν και «καθαρίζει» τον Στράους στις εθνικές εκλογές για την ανάδειξη κυβερνώντος κόμματος και Καγκελαρίου. Την ίδια τύχη είχε τέσσερα χρόνια νωρίτερα και ο μετέπειτα Καγκελάριος της Επανένωσης με τους Χριστιανοδημοκράτες, Χέλμουτ Κολ.
Όταν οι Σοσιαλδημοκράτες αποτυγχάνουν να επικρατήσουν στις εκλογές του 1961 του Κόνραντ Αντενάουερ, του πρώτου μεταπολεμικού Καγκελάριου, ο Σμιτ εγκαταλείπει την Ομοσπονδιακή Βουλή και επιστρέφει στο Κρατίδιο του Αμβούργου, όπου και υπηρετεί ως Υπουργός Μεταφορών και κατόπιν Εσωτερικών στην τοπική Κυβέρνηση.
Το 1962, ο ποταμός Έλβας ξεχειλίζει και προκαλεί το θάνατο 300 και πλέον ανθρώπων. Είναι η τραγωδία που «προσφέρει» στον Σμιτ την ευκαιρία να αποδείξει πως ήταν περισσότερο ένας άνθρωπος πολιτικής δράσης, παρά ένας πολιτικός αντιπολιτευόμενου περιθωρίου. Το σχέδιο διάσωσης και αποκατάστασης των ζημιών στην πόλη του Αμβούργου τον φέρνουν στον «κυβερνητικό πυρήνα» του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Το SPD ηττάται εκ νέου το 1965, όμως ο Σμιτ επιστρέφει στην κεντρική πολιτική σκηνή, ως αναπληρωτής επικεφαλής της ΚΟ των Σοσιαλδημοκρατών.
Δύο χρόνια αργότερα εκλέγεται επικεφαλής της ΚΟ του SPD και το 1968 αναδεινύεται αντιπρόεδρος του Κόμματος. Αυτό πρόκειται να είναι το ανώτερο αξίωμα που θα λάβει στους κόλπους των Σοσιαλδημοκρατών, καθώς δε θα γίνει ποτέ πρόεδρος του SPD, ακόμη και την περίοδο που θα διατελέσει Καγκελάριος. Το 1966, SPD και CDU σχηματίζουν τον πρώτο μεταπολεμικά «Μεγάλο Συνασπισμό», υπό την Καγκελαρία του Κουρτ Γκέοργκ Κίσινγκερ. Ο Σμιτ παραμένει επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, συνεργαζόμενος με όσους πριν από λίγο καιρό είχαν γίνει στόχος του πύρινου αντιπολιτευτικού του λόγου.
Η ιστορία θέτει με πειρασμό ένα ερώτημα: τι θα είχε πετύχει ο Σμιτ, αν είχε διατελέσει Καγκελάριος σε μία περίοδο «επέκτασης» και όχι «διαχείρισης»; Τι θα είχε πετύχει, αν ήταν εκείνος Καγκελάριος την περίοδο 1989-1991, όταν και ο Μιχαήλ Κορμπατσόφ προωθούσε ρεαλιστικά το τέλος της ΕΣΣΔ, η οικονομική αποσάρθρωση της οποίας είχε ήδη επέλθει;
Το 1969, ο πρώτος μεταπολεμικός Σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος, Βίλι Μπραντ, διορίζει τον Σμιτ, στο ευαίσθητο για την εποχή, Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο Σμιτ θέτει σε εφαρμογή σχέδιο μεταρρύθμισης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. 22 Στρατηγοί και στελέχη του Ναυτικού παραιτούνται. Ο λόγος είναι η περίφημη German Hair Force – αγγλικό λογοπαίγνιο του ίδιου του Σμιτ – η οποία από στρατιωτικό σώμα με «πρωσική πειθαρχία» γίνεται – για τους πολέμιους της μεταρρύθμισης – ένα σώμα από «hippies με στολή». Χωρίς να χάσει τίποτα σε αποτελεσματικότητα, η Bundeswehr καθίσταται ένα πιο ανθρώπινο στρατιωτικό περιβάλλον για όσους εκτελούν τη στρατιωτική τους θητεία.
Ο Σμιτ εργάζεται ως Υπουργός 18 ώρες την ημέρα, οργανώνοντας εξοντωτικά υπηρεσιακά ταξίδια. Σύντομα μπαίνει στο στόχαστρο της αριστερής πτέρυγας του SPD εξαιτίας της κεντρώας κοπής προσήλωσης του στο ΝΑΤΟ και της διατήρησης πυρηνικών όπλων σε γερμανικό έδαφος. Στις αρχές του 1972 καταρρέει από υπερκόπωση και μπαίνει στο νοσοκομείο. Αιτία της ατελείωτης ενέργειάς του είναι ο υπερθυρεοειδισμός.
Ο Σμιτ έχει και άλλα πάθη εκτός από την πολιτική. Το ένα είναι ο καπνός, σε όποια μορφή και αν κυκλοφορεί. Πάντοτε κουβαλάει μαζί του καπνό sniff, ώστε να αντέχει την απουσία του απολαυστικού καπνίσματους τις ώρες που βρίσκεται εντός του γερμανικού κοινοβουλίου. Το άλλο είναι η κόκα-κόλα, την οποία ευχαρίστως ανταλλάσσει με οποιοδήποτε αλκοολούχο ποτό, κανένα από τα οποία δεν του άσκησε ποτέ στη ζωή του ιδιαίτερη γοητεία. Με μία μικρή εξαίρεση για λίγες γουλιές κονιάκ σε μακρές ημέρες προεκλογικής περιόδου..
Το 1981 ο Σμιτ κόβει το κάπνισμα, γεγονός που βελτιώνει την έτσι κι αλλιώς γερή κράση του. Δεν είναι παρά το 1990, όταν σε ηλικία 71 ετών υφίσταται καρδιακή προσβολή. Θα συνεχίσει την «ερωτική του σχέση» με τον καπνό λίγα χρόνια πριν το τέλος μίας αναπάντεχα μακράς ζωής.
Ο δρόμος προς την ηγεσία του «μισού έθνους» ανοίγει για τον Σμιτ το 1972, όταν ο Βίλι Μπραντ τον διορίζει Υπουργό Οικονομικών και Οικονομίας, αρμοδιότητες που χωρίζονται συνήθως σε δύο Υπουργεία. H αντιπαράθεση γύρω από την Ostpolitik που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μπραντ έναντι της Ανατολικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ προκαλεί απώλεια της πλειοψηφίας και τις πρώτες πρόωρες εκλογές στη συνταγματική ιστορία του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης.
Είναι το πρελούδιο της μεγαλύτερης εκλογικής επιτυχίας που θα πετύχει ποτέ στην ιστορία του το SPD. Οι Δυτικογερμανοί επιλέγουν πολιτική ειρήνης, τους πιο γλυκείς καρπούς της οποίας δεν έχουν γευτεί ακόμη. Ο Σμιτ αναλαμβάνει αυτή τη φορά μόνο το Υπουργείο Οικονομίας, με αυτό των Οικονομικών να παραχωρείται στους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), το έταιρο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού. Η πετρελαιακή κρίση που θα προκύψει ένα χρόνο αργότερα θα επιτρέψει στο Σμιτ να κατακτήσει παγκόσμια φήμη γύρω από την αντιμετώπιση κρίσιμων καταστάσεων.
Το 1973, στενός συνεργάτης του Βίλι Μπραντ κατηγορείται για κατασκοπία για λογαριασμό της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Γκίντερ Γκούιλαμ συλλαμβάνεται και το σκάνδαλο που θα φέρει το όνομά του – Guillaume Affair – θα οδηγήσει τον Βίλι Μπραντ σε παραίτηση, το Μάιο 1974. Ο διάδοχος δεν μπορεί παρά να είναι ένας.
O Σμιτ, έκπληκτος από τις εξελίξεις, ορκίζεται Καγκελάριος, παίρνοντας παράλληλα την απόφαση να διατηρηθεί ο Βίλι Μπραντ στην ηγεσία του Κόμματος, ώστε να προστατευθεί από την αριστερά. Παρά τη σκληρή δουλειά που επιβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο, πολλοί τον κατηγορούν για έλλειψη σχεδίου και ιδεών. Η ταχύτητα των εξελίξεων πράγματι έφερε τον Σμιτ σε μία θέση «άμυνας», ως έναν άνθρωπο που «αντιδρούσε» σε εξελίξεις αντί να τις προκαλεί. Όμως ο πέμπτος Καγκελάριος στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν περιορίζεται εκεί. Αναπτύσσει στενή φιλία με τον Γάλλο Πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, με τον οποίο και διαμορφώνει τον άξονα «Βόννη-Παρίσι» που θα δώσει νέα πνοή και δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σημαντικότερο κοινό τους επίτευγμα είναι η κοινή νομισματική ένωση του 1978, το πρελούδιο του Ευρώ.
Ο Σμιτ κληρονομεί από τον Μπραντ την νιχιλιστική πληγή τρομοκρατίας της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, που ξεκινά τη δράση της στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα χρόνια διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Μία ομάδα ανθρώπων προερχόμενων από τη μεσαία τάξη και διακατεχόμενων από έναν πνεύμα διεστραμμένου ιδεαλισμού πραγματοποιεί βομβιστικές επιθέσεις και διαπράττει πολλά ακόμη εγκλήματα, ως αντίδραση κατά της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Δυτική Γερμανία και του καπιταλιστικού κράτους της μπουρζουαζίας που την επιτρέπει. Ανάμεσα στα εγκλήματα της Φράξιας είναι και οι δολοφονίες 34 σημαίνοντων προσωπικοτήτων της Δυτικής Γερμανίας.
Το αποτέλεσμα του τρομοκρατικού ακτιβισμού είναι οι εκτεταμένες δράσεις της αστυνομίας, η νομοθέτηση σειράς μέτρων κατά της τρομοκρατίας και ο περιορισμός των ατομικών ελευθεριών. Η πίεση για μέτρα περιοριστικά των ατομικών ελευθεριών υποδαυλίζεται τόσο από τον κυβερνητικό εταίρο του SPD, το FDP, που ελέγχει το γερμανικό ΥΠΕΣ, όσο και από την μαινόμενη στην αντιπολίτευση Χριστιανοδημοκρατική Ένωση. Όμως η παραπάνω πίεση δε θα ήταν αρκετή, αν δεν συνεπικουρούνταν από μία αίσθηση πανικού που κατέβαλε τις γραμμές των Σοσιαλδημοκρατών, συμπεριλαμβανομένου του Σμιτ. Πρόκειται για μία περίοδο δύσκολη και γεμάτη καταπίεση για όποιον ζει στην πόλη της Βόννης.
Μία από τις πολιτικές «αμαρτίες» που θα εξομολογηθεί αργότερα ο ίδιος ο Σμιτ είναι η απόφαση που πήρε το 1975 να ανταλλάξει κρατουμένους της Φράξιας Κόκκινος Στρατός με τον Πίτερ Λόρεντς, τον επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών στο Δυτικό Βερολίνο, που είχε απηχθεί από την τρομοκρατική οργάνωση. Ήδη την επομένη της απόφασής του, ο ίδιος ο Σμιτ – όπως παραδέχθηκε – θα έκρινε πως επρόκειτο για μία λανθασμένη απόφαση που δεν έπρεπε να επαναληφθεί. Πολλοί είδαν την ανταλλαγή ως μία ένδειξη αδυναμίας του Γερμανού Καγκελάριου απέναντι στους τρομοκράτες.
Τον Οκτώβριο του 1977 ο Σμιτ κερδίζει μία σημαντική μάχη απέναντι στην τρομοκρατία. Μία νέα αστυνομική μονάδα, η GSG 9, πραγματοποιεί επιτυχημένη επέμβαση σε αεροσκάφος της Λουφτχάνσα στη Σομαλία, που είχε πέσει στα χέρια Παλαιστινίων τρομοκρατών και μελών της Φράξιας Κόκκινος Στρατός. Επρόκειτο για ένα χτύπημα στην τρομοκρατία που θα γαλβάνιζε όσους πίστευαν ακόμη στο διοικητικό know-how του Χέλμουτ Σμιτ.
Ο Χέλμουτ Χάινριχ Βάλντεμαρ Σμιτ πέθανε την 10η Νοεμβρίου 2015, σε ηλικία 96 ετών. Μία ημέρα μετά την επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Η οικονομική ύφεση που προκαλείται από το εμπάργκο πετρελαίου στη Μέση Ανατολή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα καλούνταν ποτέ να αντιμετωπίσει ο Σμιτ και η οποία θα προκαλέσει εν πολλοίς την πτώση του, το 1982. Ο έρωτας των Δυτικογερμανών για το αυτοκίνητο – όπως μάλιστα μου είπε ένας Γερμανός δημοσιογράφος, οι Γερμανοί αγαπούν τα αυτοκίνητά τους περισσότερο από τα παιδιά τους – «πληγώνεται» από το επιβαλλόμενο κυριακάτικο κλείσιμο του οδικού δικτύου. Πρόκειται για μία περίοδο όχι μόνο οικονομικής κάμψης, αλλά συνολικής απώλειας εμπιστοσύνης στις δυνάμεις μίας εξουσίας, η οποία δεν έχει αξιόπιστες απαντήσεις για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, που έβλεπε τον κύκλο του μεταπολεμικού «οικονομικού θαύματος» να κλείνει οριστικά.
Το 1982, ο Συνασπισμός μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Ελεύθερων Δημοκρατών διαλύεται, καθώς, αφενός οι κυβερνητικοί εταίροι αδυνατούν να βρουν σημεία σύγκλισης γύρω από την εφαρμοστέα οικονομική πολιτική, αφετέρου το FDP αποφασίζει να συμμαχήσει με την αναδυόμενη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση.
Οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται στα πράγματα για 16 χρόνια. Κουρασμένοι πολιτικά και με τη δεξαμενή ιδεών τους άδεια, εισέρχονται σε μία περίοδο υπαρξιακής κρίσης, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στην απόφασή του Σμιτ να επιτρέψει την παραμονή των αμερικανικών πυρηνικών όπλων σε γερμανικό έδαφος. Η πορεία του κόμματος προς την αντιπολίτευση έχει ουσιαστικά προδιαγραφεί, όταν τα μέλη του αποφασίζουν να στραφούν κατά της στρατηγικής «δύο ταχυτήτων» του Σμιτ, ο οποίος από τη μία διαπραγματεύεται με την ΕΣΣΔ τη μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών, προετοιμάζοντας από την άλλη με τις ΗΠΑ την αύξηση των πυρηνικών όπλων στη Δυτική Γερμανία, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις με το «αντίπαλον δέος» οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Με τους Πράσινους να αποτελούν πολιτική δύναμη σε εθνικό επίπεδο από τις εκλογές του 1980, στις τάξεις των Σοσιαλδημοκρατών είναι διάχυτη η αίσθηση ότι το Κόμμα θα πρέπει να καλύψει το χαμένο έδαφος στο χώρο της Αριστεράς. Οι Σοσιαλδημοκράτες αποφασίζουν να απομακρύνουν τον Σμιτ από την ηγεσία, ο οποίος αποχωρεί από την πολιτική σκηνή.
Θα χρειαστεί να περάσουν 16 ολόκληρα χρόνια, για να επανέλθουν οι Σοσιαλδημοκράτες στην εξουσία. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Χέλμουτ Κολ και οι Χριστιανοδημοκράτες καθορίζουν τις τύχες της Γερμανίας χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίπαλο.
Η ιστορία θέτει με πειρασμό ένα ερώτημα: τι θα είχε πετύχει ο Σμιτ, αν είχε διατελέσει Καγκελάριος σε μία περίοδο «επέκτασης» και όχι «διαχείρισης»; Τι θα είχε πετύχει, αν ήταν εκείνος Καγκελάριος την περίοδο 1989-1991, όταν και ο Μιχαήλ Κορμπατσόφ προωθούσε ρεαλιστικά το τέλος της ΕΣΣΔ, η οικονομική αποσάρθρωση της οποίας είχε ήδη επέλθει;
Ο Σμιτ ήταν, κατά μία άποψη που δεν απέχει από την πραγματικότητα, ο ικανότερος και εμπειρότερος πολιτικός ηγέτης της γενιάς του. Δεν έφερε το βάρος καμίας υποκριτικής μετριοφροσύνης. Είχε απόλυτη αίσθηση του ποιος ήταν. Κάποτε, ο ίδιος είπε σε κύκλο δημοσιογράφων, κουνώντας χαρακτηριστικά το δάχτυλό του: «Έχω βαρεθεί να διδάσκω Αμερικανούς Προέδρους».
Τον Σμιτ χαρακτήριζε πλήρως η γερμανική τάση για διδαχή – που πηγάζει από μία εθνική πεποίθηση της «γνώσης των πάντων» – εμποτισμένη με μία προσήλωση προς την αλήθεια και την ειλικρίνια. Η αίσθηση του χιούμορ και το αμφίσημο χαμόγελο του Σμιτ δεν προκαλούσαν ιδιαίτερη γοητεία στο γερμανικό λαό, που γενικά προτιμά τους ηγέτες του σοβαρούς και βλοσυρούς. Η ευφυία του παρέπεμπε περισσότερο σε βρετανικό πνεύμα – το οποίο πάντα λάτρευε – παρά σε γερμανικό.
Το αποκορύφωμα της πολιτικής καριέρας του Σμιτ ήρθε μόλις 30 χρόνια μετά το τέλος του Αδόλφου Χίτλερ. Η κατά τα άλλα πλούσια και ισχυρή βιομηχανικά Δυτική Γερμανία ήταν μία βάση πολύ μικρή, ώστε να καταφέρει ακόμη και ένας τόσο χαρισματικός ηγέτης όσο ο Χέλμουτ Σμιτ να ηγηθεί παγκοσμίως στην προσπάθεια διαχείρισης των προβλημάτων, τα οποία κλήθηκε να επιλύσει όταν ανέλαβε την Καγκελαρία. Οι ιδέες του Σμιτ ήταν εκεί, όμως η δύναμη και οι διεθνείς συσχετισμοί για τη Γερμανία έλειπαν. Το πολιτικό τέλος του Σμιτ ήταν αυτό που πολύ συχνά η ιστορία επιφυλλάσσει σε όσους τολμούν «να το παρακάνουν» στο πολιτικό τους όραμα: ο Χέλμουτ Σμιτ εγκαταλείφθηκε από τους συντρόφους και τους υποστηρικτές του. Ήταν το συνέδριο του SPD, που το 1983 απέρριψε τον ίδιο σχεδόν ομόφωνα, πετώντας στον κάλαθο της ιστορίας το σχέδιό του για νέους πυραύλους στη Δυτική Γερμανία. Αν επιθυμούμε να βρούμε κάτι ανάλογο στην ελληνική ιστορία, το τέλος του Σμιτ θυμίζει την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, όταν ο λαός δεν άντεξε την «υπερβολική δόση» μεγαλοϊδεατικού οράματος.
Ο Σμιτ δεν είχε καμία θρησκευτική πίστη, αλλά κατηγόρησε κληρικούς – Καθολικούς, Προτεστάντες και Ισλαμιστές – για αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνονταν ως έλλειψη αμοιβαίας ανεκτικότητας μεταξύ του χριστιανικού και του μουσουλμανικού κόσμου. Παρά το έντονο ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία και συγκεκριμένα τη διδασκαλία του Κομφούκιου, δεν «αναζητούσε την απόλυτη αλήθεια».Ο Σμιτ δεν υπήρξε ποτέ «ιδεαλιστής» πολιτικός. Ωστόσο, στην κομματική δημοκρατία της Δύσης, κάθε πολιτικός χρειάζεται ένα κόμμα και το SPD ήταν ο καλύτερος δυνατός πολιτικός χώρος για τον ίδιο.
Αρκετοί είναι εκείνοι που, βλέποντας τις μετέπειτα εξελίξεις με την Επανένωση της Γερμανίας, κατηγόρησαν τον Σμιτ για παθητικότητα, επειδή, τάχα, δεν προώθησε τις εξελίξεις για την ενωποίηση των δύο Γερμανιών. Ο Σμιτ ήταν, κατά αυτούς, «ο σωστός άνθρωπος, στο σωστό μέρος, τη λανθασμένη στιγμή». Η εν λόγω επιχειρηματολογία αφενός ξεχνά τα ιστορικά δεδομένα την περίοδο της Καγκελαρίας του Σμιτ. Αφετέρου, υποτιμά το ρόλο του Μιχαήλ Κορμπατσόφ, η πολιτική του οποίου επιτάχυνε ραγδαία τις εξελίξεις στο ανατολικό μπλοκ και, ως εκ τούτου, καθόρισε την πορεία του γερμανικού ζητήματος. Και ας μην ξεχνάμε: ο Χέλμουτ Κολ επέδειξε αξιοσημείωτες ικανότητες στην πορεία προς την Ενοποίηση.
Χωρίς αμφιβολία ο Σμιτ ζήλευε τον Κολ, καθώς αυτός έμεινε στην ιστορία ως ο Καγκελάριος της Επανένωσης. Μάλιστα, όταν ο Κολ ήρθε αντιμέτωπος με τις οικονομικές συνέπειες της ενοποίησης, τις οποίες δε θεωρείται ότι αντιμετώπισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο Σμιτ φέρεται να του είπε: «Σε είχα προειδοποιήσει».
Αν και ο Σμιτ ήταν ο Ευρωπαϊστής Μπίσμαρκ της γενιάς του, ο Κολ έμελλε να πετύχει περισσότερα, όχι μόνο όσον αφορά την Επανένωση, αλλά και την προώθηση της ευρωπϊκής ολοκλήρωσης, οδηγώντας την Ευρώπη στην ΟΝΕ.
Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό πολιτική δράση, ο Σμιτ εργάστηκε ως εκδότης για την εφημερίδα Die Zeit, γράφοντας σειρά πεσιμιστικών βιβλίων και άρθρων γύρω από το μέλλον της Ευρώπης και τη διεθνή πολιτική.
Ο Σμιτ αντιπαθούσε τον Κολ, όμως το πολιτικό του αισθητήριο τον έκανε να τον στηρίζει στο ευρωπαϊκό του όραμα. Και αυτό γιατί γνώριζε ότι η δημοκρατία και η ειρήνη στη Γερμανία και την Ευρώπη προϋποθέτουν την συνύπαρξη και συνεργασία των δύο πολιτικών οντοτήτων.
Η προσωπική ζωή του Σμιτ ήταν «σκληρά προσωπική». Η σύζυγός του «Λόκι», δασκάλα στο επάγγελμα, έκανε σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις και έδινε ακόμα σπανιότερα συνεντεύξεις. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έμεινε και η κόρη του, Σουζάνε, η οποία εγκατέλειψε τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, για να αποφύγει τυχόν απαγωγή από τρομοκράτες.
Το φθινόπωρο του 2008, λίγο πριν τα 90ά του γενέθλια, ο Σμιτ έδωσε μία εκτενή συνέντευξη, στο πλαίσιο της έκδοσης του νέου του βιβλίου Ausser Dienst (Εκτός υπηρεσίας). Στη συνέντευξη αυτή, που κατέληξε να διατρέχει το σύνολο της ζωής του, ο Σμιτ όχι μόνο αποκάλυψε ότι δεν είχε καμία θρησκευτική πίστη, αλλά κατηγόρησε κληρικούς – Καθολικούς, Προτεστάντες και Ισλαμιστές – για αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνονταν ως έλλειψη αμοιβαίας ανεκτικότητας μεταξύ του χριστιανικού και του μουσουλμανικού κόσμου. Παραδέχθηκε πως, παρά το έντονο ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία και συγκεκριμένα τη διδασκαλία του Κομφούκιου, δεν «αναζητούσε την απόλυτη αλήθεια». «Πολιτικός ήρωας» του Σμιτ ήταν ο δολοφονημένος Αιγύπτιος Πρόεδρος Άνβαρ Σαντάντ, με τον οποίο είχε αναπτύξει στενή συνεργασία και φιλία.
Ο Σμιτ δεν υπήρξε ποτέ «ιδεαλιστής» πολιτικός. Ωστόσο, στην κομματική δημοκρατία της Δύσης, κάθε πολιτικός χρειάζεται ένα κόμμα και το SPD ήταν ο καλύτερος δυνατός πολιτικός χώρος για τον ίδιο. Για αντάλλαγμα χάρισε στους Σοσιαλδημοκράτες οκτώ χρόνια εξουσίας και δύο εκλογικές νίκες, για να ακολουθήσει η αναπόφευκτη πτώση, που προήλθε από τη ρήξη μεταξύ της ιδεολογικά φορτισμένης αριστεράς και του «μάστορα» της κεντρώας realpolitik.
Ο γιατρός του Σμιτ δήλωσε λίγες ώρες πριν τoν θάνατο του του πως ο πρώην Καγκελάριος «ούτε μπορεί, ούτε θέλει να ζήσει άλλο».
Η σύζυγός του Λόκι έφυγε από τη ζωή το 2010.
Ο Χέλμουτ Χάινριχ Βάλντεμαρ Σμιτ πέθανε την 10η Νοεμβρίου 2015, σε ηλικία 96 ετών. Μία ημέρα μετά την επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.