Κάπου στο 1960, ένα δεκαπεντάχρονο παιδί βλέπει να φέρνουν στο σπίτι του, φορτωμένο σε ένα τρίκυκλο, το πρώτο του πιάνο. Η χαρά του είναι απερίγραπτη. Στα μεταχειρισμένα πλήκτρα του μαθαίνει να βγάζει τις πρώτες μελωδίες, ενώ στο ίδιο πιάνο θα γράψει πολύ αργότερα τις επιτυχίες που θα τον καθιερώσουν ως έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της ελληνικής μουσικής. Ο λόγος για τον Λίνο Κόκοτο.
Με αφορμή τη νέα του δουλειά με τίτλο «Ανεμογιαλός», η Popaganda συνάντησε τον συνθέτη – πλάι σε «εκείνο» το πιάνο με το οποίο επιμένει να δημιουργεί όλα αυτά τα χρόνια.
Γεννήθηκα στο Αγρίνιο. Όταν ήμουν πέντε, ήρθαμε στο Αιγάλεω όπου μεγάλωσα στις γειτονιές και στις αλάνες του. Ήμασταν γείτονες με τον Ζαμπέτα που τον θυμάμαι κάθε Κυριακή να παίζει τάβλι με τον Στράτο Παγιουμτζή, στην πλατεία Δαβάκη, ανάμεσα σε άλλους σπουδαίους, όπως οι Πολυκανδριώτης και Καλδάρας.
Ο πατέρας μου, ένας χαρισματικός πλανόδιος μικροπωλητής, είδε την κλίση μου στις τέχνες και συχνά με πήγαινε σε μουσικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής και θέατρα. Πάντα όμως, φρόντιζε να πάμε κάπου που δεν θα λειτουργούσε απωθητικά για ένα παιδί.
Στη γειτονιά υπήρχαν δύο αδέρφια που έπαιζαν ακορντεόν και κόλλησα μαζί τους. Από την άλλη, ο γιος ενός πελάτη του πατέρα μου, ο Γιώργος Βασσάλος, έπαιζε επίσης ακορντεόν. Πηγαίνοντας στο μαγαζί τους, βρίσκει ένα μεταχειρισμένο ακορντεόν και το βάζει στην αγκαλιά μου. Ο πατέρας μου έδωσε 3.000 δραχμές κι εγώ γέμισα με μια απερίγραπτη χαρά. Ο Βασσάλος θα μου έκανε μαθήματα. Ξεκινήσαμε με τα Κύματα του Δούναβη, αλλά μόλις έπαιξα τις πρώτες νότες, παρασύρθηκα και άρχισα να ξεφεύγω από το μάθημα αυτοσχεδιάζοντας.
Δυο χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου είδε ότι η αγάπη μου για μουσική χρειαζόταν κάτι μεγαλύτερο από ένα ακορντεόν. Έτσι, το 1960, κοντά στο Μπαρουτάδικο όπου μέναμε, είδα να έρχεται το πρώτο μου πιάνο φορτωμένο σε ένα τρίκυκλο. Είναι αυτό που έχω ακόμα στον χώρο μου και ό,τι έχω γράψει, είναι επάνω στα πλήκτρα του.
Έπεσα με ορμή στα μαθήματα. Έπαιζα θέλοντας να βγάλω συναισθήματα ακαθόριστης μελωδικής γραμμής. Φυσικά, ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα γινόμουν συνθέτης. Εξάλλου, αυτό δεν προδιαγράφεται. Απλά, άρχισα να αυτοσχεδιάζω γράφοντας μελωδίες. Μάλιστα, μελοποίησα δύο ποιήματα του Δροσίνη που υπήρχαν στο αναγνωστικό του σχολείου μας, το «Τρεχούμενο νερό» και τα «Άσπρα σπιτάκια» (Το χωριό μας).
Ο θείος μου είχε ραφείο δίπλα από την στοά όπου βρισκόταν το πρώτο κατάστημα του Νάκα και τύπωνε ο Θεοδωράκης τις παρτιτούρες του. Μια μέρα, συναντήθηκαν και του λέει ο θείος: «Μίκη, έχω έναν ανιψιό που μουτζουρώνει το πεντάγραμμο». «Πες του να περάσει από το σπίτι. Κωνσταντινουπόλεως 39, στη Νέα Σμύρνη».
Μέχρι τότε, ακούγοντας να μιλούν όλοι για τις παραστάσεις του, νόμιζα ότι ο Μίκης ήταν μεγάλος σε ηλικία και ξαφνιάστηκα που τον είδα τόσο νέο. Πήρε τις παρτιτούρες από την μελοποίηση του Δροσίνη και άρχισε να τραγουδά. «Διακρίνω συνθετικό ταλέντο» είπε και με προέτρεψε να πάω στο Ωδείο Αθηνών για να αναβαθμίσω την θεωρητική μου γνώση. Επειδή όμως είχε ολοκληρωθεί η διδακτική χρονιά, μου λέει «Θα σε στείλω σε έναν νέο συνθέτη. Λέγεται Γιάννης Μαρκόπουλος». Θα έκανα μαζί του το πρώτο σολφέζ, το καλοκαίρι, και από Σεπτέμβρη θα προχωρούσα πιο γρήγορα στο Ωδείο.
Από τα μαθήματα με τον Μαρκόπουλο θυμάμαι ότι ήταν πάντα ανήσυχος από τις μελωδίες που στριφογύριζαν στο μυαλό του. Μετά τα μαθήματα διατηρήσαμε φιλική σχέση. Μάλιστα, το «Μικρό παιδί σαν ήμουνα» το πρωτόπαιξα στο σπίτι του Μαρκόπουλου, στην οδό Κερκύρας, στην Κυψέλη. Τους στίχους έγραψε ο Βεργόπουλος. Ο πατέρας του ήταν φίλος με τον δικό μου. Μια μέρα συζητούσαν για τις ασχολίες των γιων τους. Ο δικός μου είπε ότι έγραφα τραγούδια και ο δικός του ότι έγραφε στίχους. Έτσι γνωριστήκαμε με τον Αργύρη και γράψαμε δυο-τρία κομμάτια.
Τριγυρνώντας στα στενά της Πλάκας, έφτασα στις Εσπερίδες όπου τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Μέχρι τότε, είχα συνηθίσει μεγάλες ορχήστρες όπως της Λυρικής ή μεγάλων μαγαζιών. Στη μπουάτ ήταν τελείως διαφορετικά. Ένας μικρός χώρος, ένα πιάνο ή κιθάρα και ο τραγουδιστής. Ήμουν διστακτικός, αλλά ακούγοντας τα τραγούδια, μαζί με ένα όμορφο αστείο που «πέταξε» ο Γιάννης Αργύρης, άλλαξε η διάθεσή αμέσως.
Ένας συνομήλικός μας έπαιξε τρία τραγούδια στο πιάνο. Ήταν ο Γιάννης Γλέζος. Αυτό ήταν αφορμή να με παροτρύνουν να παίξω κι εγώ. Κάποιος φώναξε στον Ζωγράφο «Γιώργο, κι ο φίλος εδώ παίζει πιάνο». Ανάμεσα στα κομμάτια μου ήταν και το «Μικρό παιδί». Τότε με φώναξε ο Αργύρης λέγοντας «Αυτό που έπαιξες, είναι μεγάλο τραγούδι». Ο Ζωγράφος πρότεινε να το πάμε στη Λύρα. Ο Πατσιφάς έβγαζε μια δεκτικότητα και ηχογραφήσαμε αμέσως. Στην κιθάρα ήταν ο Μαυρουδής. Μπουζούκι έπαιζε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με βαλβίδα στο φάρυγγα. Δεν ήξερα τι πενιά θα έβγαζε. Μετά έμαθα ότι ήταν ο Χάρης Λεμονόπουλος και σκεφτόμουν «Να μην το ξέρω νωρίτερα, να του φιλήσω τα χέρια». Μάλιστα, μια κατέντζα από μπουζούκι που ακούγεται στο τέλος του κομματιού, είναι δικός του αυτοσχεδιασμός. Στην άλλη πλευρά του δίσκου υπήρχε το «Απόβραδο» με δικούς μου στίχους. Είναι οι μοναδικοί που έγραψα. Δεν έκανα εγώ για στιχουργός.
https://www.youtube.com/watch?v=c2p3moXIt1U
Ο δίσκος έκανε επιτυχία, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Όταν όμως ακούσαμε το δισκάκι με τον Γιώργο σε ένα δισκοπωλείο, δεν μας άρεσε ο ήχος. Φαινόταν σαν «ψόφιο» γιατί εμείς είχαμε στο αυτί μας τον ήχο του στούντιο που έκανε μεγάλη διαφορά.
Έκτοτε άρχισαν και οι παραγγελίες από τον Πατσιφά. «Λίνο, θα κάνεις δυο τραγούδια για τον Πουλόπουλο» είπε μια μέρα. Στο μεταξύ, στο σπίτι του Μαρκόπουλου, είχα ήδη γνωρίσει τον Άκο Δασκαλόπουλο και επικοινωνούσαμε με τον Πουλόπουλο. Μάλιστα, είχαμε φτιάξει μόνοι μας το «Ένα μαχαίρι» που το παίξαμε στον Πατσιφά, μόνο με ένα πιάνο και μας έστειλε κατευθείαν για ηχογράφηση. Στην άλλη πλευρά ήταν το «Χάθηκαν οι ώρες».
Αφού κάναμε και δυο κομμάτια για τον Βιολάρη που γινόταν ίνδαλμα, κάποια στιγμή, ο Πατσιφάς είπε ότι ήταν ώρα να κάνουμε ένα LP. Ήταν «Οι ώρες» με Πουλόπουλο, Βιολάρη και Ζωγράφο, ενώ υπήρχαν δύο τραγούδια που χρειάζονταν γυναικεία φωνή, Στην Λύρα όμως δεν έβρισκα την κατάλληλη. Ώσπου μια μέρα, έφερε ο Πατσιφάς μια νέα τραγουδίστρια. Ανεβήκαμε σε ένα καμαράκι όπου κάναμε τις ακροάσεις. Παίζω τα κομμάτια ακούγοντάς την και λέω «Αυτό είναι. Βρήκα την καρφωτή φωνή που ήθελα». Δεν είναι τυχαίο που πολλοί την αποκαλούσαν «Ο θηλυκός Μπιθικώτσης». Ήταν η Ρένα Κουμιώτη. Όταν βγήκε ο δίσκος, μαζευτήκαμε σπίτι του Δασκαλόπουλου, όλη η παρέα -Λοΐζος, Καρούζος, Κοντογιώργος, Άκος κι εγώ- και κάναμε τις κριτικές μας.
Από ‘κείνες τις εποχές, μόνο ωραία πράγματα έχω να θυμηθώ. Υπήρχαν βραδιές που έλεγες «Να μην ξημερώσει». Δεν ήταν όμως «κούφια» ξενύχτια. Γράφαμε, δημιουργούσαμε. Βέβαια, υπάρχει και μια διαφορά. Από τα τέλη 70 και μετά, ο κόσμος άκουγε τα νέα τραγούδια σε δισκοπωλεία. Παλιότερα, οι περισσότεροι έπρεπε να έρθουν στην μπουάτ για να ακούσουν νέα κομμάτια.
Το «Θαλασσινό τριφύλλι» ήταν εξετάσεις για μένα. Μια μέρα, με παίρνει τηλέφωνο ο Πατσιφάς ζητώντας να περάσω από την εταιρεία. Μπαίνω στο γραφείο και μου δίνει δύο ποιήματα, τα Τζιτζίκια και το Ερημονήσι. Όσο διάβαζα τόσο κάτι έτρεχε μέσα μου, δεν έβλεπα υπογραφή του ποιητή. Ο Πατσιφάς δεν ήθελε να μου πει το όνομά του. Τον «σταύρωσα», αλλά δεν έλεγε λέξη. Ζήτησε μόνο να ετοιμάσω τα κομμάτια χωρίς βιασύνη και μόλις νιώσω ότι είναι έτοιμα να πάω να τα ακούσει. Βγαίνοντας από το γραφείο του, να σου και ο Άκος. Περάσαμε όλη την ημέρα μαζί, ψάχνοντας τίνος μπορεί να ήταν τα κομμάτια. Φάγαμε το μεσημέρι σε μια ταβέρνα στο Κολωνάκι, μετά πήγαμε σπίτι του και πάλι έξω. Σκεφτήκαμε τον Γκάτσο, αλλά γιατί να διατηρεί ανωνυμία; Έκανε όμως άγια ο Πατσιφάς και δεν το αποκάλυψε. Αν γνώριζα ότι ήταν του Ελύτη, θα μου προκαλούσε άγχος, παρόλο που είχα ήδη παρευρεθεί παλιότερα σε πρόβες του «Άξιον Εστί» που το είχε ανεβάσει στο θέατρο Κεντρικόν, ο Θεοδωράκης, δυο μέρες πριν το πραξικόπημα. Λίγες μέρες νωρίτερα, βρεθήκαμε στον Πειραιά με τον Γιάννη Γλέζο όπου έκανε πρόβα η χορωδία το «Άξιον Εστί». Μέχρι τότε, είχα διαβάσει όλα τα ποιήματα του Ελύτη.
Ακούγοντας τα κομμάτια ο Πατσιφάς, λέει: «Μπράβο! Τώρα θα σου πω και ποιου είναι». Μόλις είπε «του Ελύτη», μου κόπηκαν τα γόνατα. Άσε που αμέσως μετά θα τον συναντούσαμε και είχα άγχος για το πώς θα του φαίνονταν. Είχα εμπιστοσύνη όμως στον Πατσιφά.
Συναντιόμαστε και ξεκινάω να παίζω τα Τζιτζίκια. Τελειώνει το πρώτο ρεφρέν, παίζω δεύτερη εισαγωγή και ξανά ρεφρέν. Ένα χέρι ακουμπάει στον ώμο μου και ακούω τον Ελύτη: «Σταμάτα παιδί μου, έβγαλες αυτό που ήθελα. Ολόκληρη τη ζωγραφιά». Δεν το πίστευα.
Μετά, για κάθε καινούργιο τραγούδι πήγαινα σπίτι του, στο Κολωνάκι. Ήμουν συνεσταλμένος τότε και δεν μπορούσα ούτε στα μάτια να τον δω. Εκείνος ήταν μετρημένος. Δεν φλυαρούσε. Απλά, ανέφερε ότι έβρισκε ωραία τα κομμάτια. Μια μέρα πρόσεξε ότι δεν ήμουν χαλαρός και είπε: «Άκου να σου πω νεαρέ. Αυτή την περίοδο είμαστε συνεργάτες». Μου έδωσε τη δυνατότητα να «ξεδιπλωθώ» και, πάντα με σεβασμό, να μπορούμε να επικοινωνήσουμε πιο άμεσα, λόγω συνεργασίας. Έτσι υλοποιήθηκε το Θαλασσινό Τριφύλλι με Μιχάλη Βιολάρη και Ρένα Κουμιώτη. Ο Ελύτης μού είχε πει: «Αυτά τα κομμάτια θέλω να γίνουν σαν τα παραδοσιακά. Ας μην ξέρουν ποιος τα έγραψε. Απλά, να τα τραγουδάνε μικροί-μεγάλοι».
Στην ηχογράφηση έρχονταν διάφοροι στο στούντιο, όπως οι Γκάτσος και Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ήταν η εποχή του ενδιαφέροντος και πολλοί ήθελαν να δουν τις δουλειές των άλλων. Χειροκροτούσαμε ο ένας τον άλλον. Σήμερα σκλήρυναν οι άνθρωποι και αγρίεψαν τα συναισθήματά. Η τεχνολογία έπαιξε ρόλο στην απομάκρυνση των ανθρώπων.
Κατά τη γνώμη μου, μια από τις σημαντικότερες δουλειές μου είναι τα «Αντιπολεμικά» που ερμήνευσε ο Ξυλούρης και μάλιστα ήταν η τελευταία ηχογράφησή του. Με τον Νίκο γνωριζόμασταν γιατί ήταν βασικός συνεργάτης του Μαρκόπουλου. Όταν πήγα σπίτι του για να ακούσει τα τραγούδια, τα αγκάλιασε σαν ψυχούλα. Φυσικά, στο σπίτι του απολάμβανες κρητική φιλοξενία.
Στις 13 του μήνα είχαμε παρουσίαση του νέου cd. Μπορώ να πω ότι έχω μεγαλύτερη αγωνία από ότι είχα για τις Ώρες. Ίσως επειδή είχα καιρό να βγάλω δική μου ολόκληρη δουλειά. Ο τίτλος είναι «Ανεμογιαλός» και περιέχει τραγούδια με ποιητική διάσταση. Οι στίχοι είναι του Κώστα Λάζαρη και ερμηνεύουν οι Νίκος Ανδρουλάκης, Νένα Βενετσάνου και Θέλμα Καραγιάννη.