Αυτή είναι μια συνέντευξη με αφορμή μια συναυλία. O Φοίβος Δεληβοριάς, «με όσα τραγούδια μπόρεσε να σώσει απ’ τους φρουρούς της Τεχνητής Νοημοσύνης», ανεβαίνει στο Θέατρο Βράχων τη Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου.
Τον συνάντησα μια ηλιόλουστη, ήσυχη μέρα, στο Odeon, εκεί, στο Μέτς. Πριν οι καταιγίδες αλλάξουν τη ζωή και φέρουν καταστροφή, θυμό και θλίψη. Οι λέξεις στριμώχτηκαν, οι σκέψεις το ίδιο, τα συναισθήματα ακόμη περισσότερο. Η αναβολή της συναυλίας έγινε ενδεχόμενο – πως να ανέβεις στην σκηνή, όταν όλα αυτά συμβαίνουν γύρω σου; Τι κάνεις όταν η απελπισία διεκδικεί τα πρωτεία στη διαδοχή των ημερών; Ειδικά μάλιστα όταν η ειδησιογραφία γίνεται όλο και περισσότερο ζοφερή, όλο και περισσότερο γεμάτη θάνατο;
Αφήνεις ξεκάθαρα την αλληλεγγύη να δείξει το δρόμο, και επιλέγεις την αγάπη πάνω σε κάθε μαύρη σκέψη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
“Κωπηλατώντας κι εγώ στα νερά της απελπισίας και του θυμού, με το ίδιο ανήμπορο πληκτρολόγιο που έχετε κι εσείς μπροστά σας, σκέφτηκα πολύ μήπως θα έπρεπε να ακυρώσω τη συναυλία της Δευτέρας, δείχνοντας έτσι τη συμπαράστασή μου σ’ εκείνους που δεν πνίγονται μόνο στον θυμό, σ’ εκείνους που έχουν άμεση ανάγκη.
Θα μπορούσε να γίνει κι έτσι.
Μέρα άλλη μπορεί να βρεθεί, το κάναμε άλλωστε και με αφορμή το ναυάγιο της Πύλου – χτες, σχεδόν.
Και μετά σκέφτηκα, τι είδους ευαισθησία είναι αυτή; Η δουλειά που κάνουμε δεν έχει ανάγκη μεσίστιες σημαίες για να δείξει ότι είναι καθημερινά μέσα στους άλλους. Είναι σπουδαίο που μόνο οι καλλιτέχνες δείχνουν να απολογούνται για την εγκληματική ανευθυνότητα των ιθυνόντων. Έχουμε όμως κι άλλα όπλα στην τέχνη αυτή του ενός για τον άλλον.
Ζήτησα λοιπόν από τους συνεργάτες μου στην Prospero, στη Zuma Communications και από τους αγαπητούς ανθρώπους του Φεστιβάλ «Στη σκιά των Βράχων» η συναυλία να γίνει αφορμή να μαζέψουμε νερό, τρόφιμα, κλινοσκεπάσματα, powerbanks και ό,τι άλλο αντέχει και χρειάζεται.
Εμείς -πέρα από τη δική μας οικονομική και υλική συνεισφορά- θα αναλάβουμε με δικά μας έξοδα τη συγκέντρωση, τη φύλαξη, τη μεταφορά και την παράδοση. Ως τη Δευτέρα θα σας πούμε όλες τις λεπτομέρειες και θα σας δώσουμε όλες τις οδηγίες.
Δεν πρόκειται ούτε για πράξη ανωτερότητας, ούτε -προς θεού- για φιλανθρωπία. Στη θέση των ανθρώπων που τώρα πλήττονται θα είμαστε αύριο εμείς. Πρόκειται για δράση, με τα μικρά όπλα που διαθέτουμε, εφόσον την μπορούμε. Και την προτιμούμε χίλιες φορές από την παραίτηση και την αδράνεια – κι εμείς και τα τραγούδια που μας ένωσαν”
«Έχοντας μαζί του το συγκρότημα των πιο αποφασισμένων καταδίκων των φυλακών Σαοσάνκ (Σωτήρης Ντούβας, Κωστής Χριστοδούλου, Κώστας Παντέλης, Γιοέλ Σότο, Χρήστος Λαϊνάς) αλλά και τη μαγική φωνή της Νεφέλης Φασούλη για χάρτη, θα οργανώσει τη μεγαλύτερη μαζική απόδραση που έγινε ποτέ από τη ζαλισμένη πρωτεύουσα. Και θα πει μια σειρά από τραγούδια όμορφα – απ’ όλη τη δισκογραφία του, από το πρόσφατο ΑΝΙΜΕ αλλά και από οτιδήποτε θα ’χει έτοιμο ως τότε. Αποσπάσματα από το ευαγγέλιο της επικαιρότητας, σκηνές από ταινίες που αγάπησε και μια τεράστια αφίσα της Ρίτα Χέιγουορθ που θα τρυπάει τα βράχια. Κι ένα “κροκοδειλάκι” που θα κατασπαράζει αυτομάτως όποιον δεν είναι αρκούντως “νούμερο”».
Αυτά έλεγε το “μήνυμα” πριν όλα αλλάξουν. Τώρα προσθέτουμε λέξεις όπως δράση και αλληλεγγύη και βαθιά ατόφια ενσυναίσθηση. Τον Φοίβο (ας μου επιτρέψει, έτσι, τον ενικό), τον ξεχωρίζω γιατί πέρα από την σταθερά έντιμη στάση του όταν τα γεγονότα το απαιτούν, μου έδωσε το δικαίωμα να υπερασπίζομαι τη δική μου ελληνική μουσική, έβαλε έναν Καθρέφτη στη ζωή μου και γέμισε τις μπαταρίες μου με ωραίες αναμνήσεις, συναυλιακές στιγμές από έναν παλιό Πλακιώτικο Ζυγό, γεμάτες με γλυκιά, άβολη κινητικότητα. «Ήμουν σαν μετά από έρημο», θα πει. «Είχα πάει φαντάρος, είχα χαθεί από τα πράγματα. Και ξαφνικά βγάζω τον “Καθρέφτη” και ξεκινάμε στον Ζυγό. Παίζαμε Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή και γινόταν πανικός. Πολύ μεγάλο και κλασικό μαγαζί. Η αμηχανία μου, όπως θυμάσαι, ήταν πολύ μεγάλη, δεν πίστευα ότι γίνεται αυτό». Και πάνω απ’ όλα, προσωπικά, μου χάρισε κάποια στιγμή έναν δίσκο που μίλησε για όλα τα χρόνια μου στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τη Χαλκίδα. Με έναν τρόπο αλλόκοτα εύστοχο, καθώς, ενώ αυτός τραγουδούσε για τη δική του Καλλιθέα, εγώ έβλεπα την πόλη της εφηβείας μου να λαμπυρίζει με όλους τους δαίμονες και τους αγγέλους της μπροστά στα μάτια μου.
Όταν τον συνάντησα δύο σχεδόν βδομάδες πριν εκεί στο Odeon, του είπα αμέσως πως ο βασικότερος λόγος που ήθελα να τον βρω ήταν αυτός ο δίσκος κι ας έχουν περάσει χρόνια από τότε που έσκασε σαν κομήτης πάνω μου (το 2015). «Η “Καλλιθέα” είναι ένας δίσκος που μιλάει για έναν συγκεκριμένο τόπο», μου διευκρινίζει. «Για έναν τόπο στον οποίο μεγαλώσαμε εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές του ’80. Για όσους προλάβαμε αυτή την περίοδο του χωροχρόνου. Προσπάθησα να αποτυπώσω ένα αίσθημα, μια φαντασία, μια μαζική φαντασίωση, το οποίο ήταν γεμάτο τραύματα, γεμάτο όμως και από μία αδιόρατη ελπίδα για κάτι καλύτερο, κάτι διαστημικό, κάτι το οποίο θα πάει τα πράγματα μπροστά. Ήθελα μέσα από σπαράγματα, μέσω του ηχητικού τρόπου που κατασκευάστηκε αλλά και τα θέματα που επέλεξα να καταδεχτώ, να το ξανασηκώσω».
Του λέω πως αυτό που «με είχε πάρει και με είχε σηκώσει» ήταν το πόσο καθαρή επαφή είχε με το συναίσθημά του. Ούτε 15 χρόνια ψυχοθεραπεία συνεχόμενα να έχει κάνει κάποιος δεν θα μπορούσε να φτάσει σε αυτό το επίπεδο. «Είχε να κάνει όντως με μία πρώτη δόση ψυχοθεραπείας», συνεχίζει, «που έκανα εκείνη την περίοδο αλλά και με τη γέννηση της κόρης μου, γιατί ξαφνικά απομονώθηκα. Ήταν τέλη του 2012 και τα επόμενα δύο χρόνια είχα κλειστεί στο πατρικό μου στην Καλλιθέα γιατί χρειαζόμουν ώρες να είμαι μόνος μου. Ξαφνικά είχα βρεθεί σε αυτό τον χώρο, με αυτά τα φαντάσματα, με αυτή την ενέργεια και ταυτόχρονα με το ξεκίνημα μιας ψυχοθεραπείας που ούτως ή άλλως είχε ξεκινήσει αργά. Είχα όλο αυτό το πράγμα λοιπόν να αντιμετωπίσω, συν ένα παιδάκι στο οποίο αισθανόμουν ότι έπρεπε να αφηγηθώ κάτι, να φτιάξω την παράδοση με δικά μου μέσα, αυτό που κάνει όλη η ανθρωπότητα από την αρχή.
Θυμάμαι μαζί με τον Χρήστο Λαϊνά να ψάχνουμε αναλογικούς ήχους από βιντεοπαιχνίδια και να φτιάχνουμε ένα ολόκληρο χαλί για να μπορέσουν να μπουν τα λόγια. Αισθάνθηκα σα να φτιάχνω μια μικρή μυθολογία η οποία θα παραδοθεί σε κάποιους νεότερους. Μια μικρή παράδοση μιας ασήμαντης περιόδου, που όμως για μένα είναι σημαντική, με μια πολύ απλή έννοια. Ήταν η περίοδος του μεταίχμιου μεταξύ του ψηφιακού και του αναλογικού κόσμου, δηλαδή μεταξύ του κόσμου των δράσεων, των κοινωνικοτήτων της γειτονιάς, του παλιού τρόπου επικοινωνίας και του κόσμου των λειτουργιών. Εκεί είναι που πρωτομαγευτήκαμε. Θυμάμαι, πηγαίναμε όλοι στις ταινίες του Spielberg, του Roger Moore, βλέπαμε τα γκατζετάκια και είχαμε μια βαθιά πεποίθηση ότι σε 15 χρόνια από τώρα θα τα δούμε και εμείς. Εσύ μεγάλωσες στη Χαλκίδα;».
Εγώ μεγάλωσα στη Χαλκίδα, αλλά ήρθα στην Αθήνα, σπούδασα και έμεινα. «Η Χαλκίδα έχει κάτι αναλλοίωτο σαν την Καλλιθέα. Την αγαπάω», μου λέει. Χαμογελάμε συνωμοτικά. Σκέφτομαι πως άργησα πολύ να τον συναντήσω. Σκέφτομαι πάλι αυτόν τον δίσκο. Τον ρωτάω αν νιώθει τη σπουδαιότητά του. «Ούτε κατά διάνοια», μου απαντά. «Πάντα πιστεύεις ότι στραβοπατάς και ότι το στραβοπάτημά σου αυτό θα το δουν πολλοί και θα σε τιμωρήσουν. Υπάρχει πάντα στην καλλιτεχνική δημιουργία μία συνεχής πάλη με το υπερεγώ. Με κάποιον από πάνω που σου λέει “πάλι δεν τα κατάφερες”. Υπάρχει πάντα ο φόβος του αδέκαστου κριτικού, του πατέρα που δεν καταλαβαίνει, κι αυτό το πράγμα σου δημιουργεί πολλά την ώρα που το αφήνεις. Βάζεις παγίδες στον εαυτό σου. Κάποια στιγμή -όταν αφήσεις την καρδιά σου να τον αγνοήσει- τελειώνει ένα τραγούδι και αισθάνεσαι ότι πράγματι πέτυχες κάτι πολύ ιδιαίτερο, δικό σου. Όταν άκουγα τις πρώτες μίξεις απ’ όλη τη δουλειά που κάναμε μαζί με τον Χρήστο, οδηγούσα με το αμάξι μόνος μου και έκλαιγα».
Άρα ο καλλιτέχνης έχει επίγνωση ότι κάτι είναι ξεχωριστό. Ναι. Βέβαια δεν γνωρίζει αν αυτό θα φτάσει στον κόσμο, αλλά ξέρει. Το σώμα, το πνεύμα του έχουν πάει ένα βήμα παραπέρα – αυτό το αισθάνεται. Για παράδειγμα, τον «Καθρέφτη» ξεκίνησα να τον δουλεύω στη 1:00 και τελείωσα 9:00 το πρωί μιας Κυριακής, θυμάμαι. Έτρεμα τόσο πολύ από τη χαρά και την αίσθηση ότι αυτό το τραγούδι έχει μία δύναμη. Όλοι οι φίλοι μου κοιμόντουσαν και πήγα μόνος μου να δω μια παιδική παράσταση ώστε να μην κοιμηθώ και να περιμένω να ξυπνήσουν για να τους το παίξω!
Δεν παραδίδεσαι ποτέ στην ευκολία της δημιουργίας; Θέλει πάρα πολλή δουλειά, τσάκισμα και πάλη με τον εαυτό σου, για να φτάσει να γίνει κάτι. Θυμάμαι, οι πιο ωραίες συζητήσεις που έχω κάνει και που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ήταν με τον Μάνο Χατζιδάκι το 1989, ο οποίος μου έλεγε: «Εσύ είσαι ένα παιδί 16 χρονών, εγώ είμαι ένας άνθρωπος 65. Εγώ έζησα την κατοχή, την απελευθέρωση, αυτή ήταν η τραυματική περίοδος στην οποία διαμορφώθηκα. Εσύ έζησες μία άλλη. Η ουσία είναι να φτάσεις σε ένα σημείο κι εγώ να το ακούσω αυτό και να με αφορά». Μου μιλούσε για τις δουλειές του με τον Γκάτσο, με τον οποίο είχαν βάλει ένα στοίχημα, να μπορεί δυνητικά να τους ακούσει ένας άνθρωπος 2.000 χρόνια μετά -ή 2000 χρόνια πριν!- και να καταλάβει το τραγούδι τους. Γι’ αυτό με συγκινεί αυτό που μου λες ότι στη Χαλκίδα κατάλαβες την «Καλλιθέα» και αισθάνθηκες «Καλλιθεάτης».
Μετά από τόσα χρόνια, πώς πιστεύεις ότι έγινε τελικά αυτή η συνάντηση; Πώς φτάνει ένας 16χρονος να γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι; Τι του χρωστά η ζωή τόσο νωρίς; Όλοι στα 16 είναι Φρόντο, Άρχοντες των Δαχτυλιδιών. Έχουν μια πολύ περιορισμένη αντίληψη του κόσμου, η οποία όμως είναι αρκετή. Δηλαδή, εγώ τότε άκουγα δέκα πράγματα, τα οποία όμως ήταν τελικά τα σπουδαιότερα. Δεν είχα μπει ακόμη στη φάση των αμφιβολιών, του ψαξίματος. Τότε σκεφτόμουν «Είναι ο Χατζιδάκις, μένει στην ίδια πόλη μ’ εμάς, δίπλα μας, πάμε να τον συναντήσουμε». Πιστεύω ότι αν ήμουν 19, δεν θα το τολμούσα. Όταν είσαι 15-16, είσαι σαν ένα παιδί που βλέπει τη θάλασσα και απλά μπαίνει. «Είναι η θάλασσα: ένα ωραίο μπλε πράγμα, κάνει ζέστη έξω κι εκεί έχει δροσιά». Και ρίχνεις τη βουτιά.
Παρατηρώντας την πορεία σου μετά, νιώθω ότι, σε αντίθεση με άλλους, αυτή τη συνάντηση την πήρες και την έβαλες στον δικό σου κόσμο. Δεν ακολούθησες τον δικό του δρόμο. Ό,τι και να πήρες, ό,τι και να έζησες από αυτή την συνάντηση, το έκανες δικό σου. Μαθήτευσα. Ο δίσκος «Η παρέλαση», που είχα βγάλει τότε με τον Χατζιδάκι, ήταν μία μαθητεία. Όλα τα τραγούδια εκεί είναι σχεδόν μιμητικά του τρόπου του. Μετά ήθελα να εκφράσω πολλά συνομήλικά μου παιδιά μέσω αυτού του υψηλού επιπέδου καφενείου που έζησα μαζί του. Έπρεπε να πάρω ό,τι πήρα και να το επικοινωνήσω σε ένα λαϊκό παιδί από την Καλλιθέα, με πάρα πολλές δυσκολίες επιβίωσης. Έτσι ήταν οι περισσότεροί μου φίλοι. Το «Εκείνη», φέρ’ ειπείν, δεν θα μπορούσα να το γράψω αν ήμουν υπό Χατζιδακική επήρεια αισθητικά. Άφησα λοιπόν το «γράμμα του νόμου» και κράτησα το πνεύμα του. Ήταν άλλωστε τόσο πλούσιος σ’ αυτό.
Κι όλον αυτό τον πλούτο κατάφερε ο Χατζιδάκις και τον έδωσε σε ένα 16χρονο… Μα, αν έμπαινες στην πνευματική του περιοχή, άρχιζες να ανακαλύπτεις από τον Εγγονόπουλο μέχρι τον Χρονά κι από τον Φελίνι μέχρι τη μεταπολεμική Γερμανία. Άρχιζες να καταπίνεις μορφές, πρόσωπα. Καταλάβαινες ότι, όπως εκείνος ήταν ένας συμπαγής κόσμος στη μικρή Αθήνα της δεκαετίας του ’50, έτσι κι άλλοι συμπαγείς κόσμοι, διάφορα μικρά νησιά, ήταν εκεί προς ανακάλυψη. Όταν λοιπόν αρχίζεις και μεταβολίζεις, το αποτέλεσμα είναι αυτό. Φυσικά, εννοείται ότι πλάι σε κάθε καλό τεχνίτη, είτε είναι ο Χατζιδάκις, είτε η Πλάτωνος, είτε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, είτε ένα μεγάλο ροκ συγκρότημα, πάρα πολλοί γίνονται μίμοι, γοητεύονται από το περίβλημα, από το γράμμα του νόμου. Αυτό είναι ένα πρώτο στάδιο.
Πότε αισθάνθηκες ότι βρίσκεσαι σε έναν δρόμο εντελώς δικό σου; Όταν έγραψα το «Αφού δεν μ’ αγαπάς», στα 19 μου. Εκεί έπαιξα για πρώτη φορά με τις έννοιες της καθημερινότητας, όπου μιλούσα πια με τοπωνύμια, με καθημερινές εκφράσεις, χυδαίες καμιά φορά – και έψαχνα να βρω την ποίηση κάτω από αυτά. Ένα πρώιμο παράδειγμα είναι αυτό το τραγούδι και εκεί πραγματικά αισθάνθηκα ότι αυτό ήταν το σημείο που έπρεπε να σκάψω για να βρω τον δικό μου δρόμο. Μετά έγραψα το τραγούδι «Πατήρ, Φοίβος ολομόναχος», που ήταν το πρώτο που είχε αφήγηση. Τα τραγούδια της πρώτης περιόδου της «Παρέλασης» ήταν πιο αφηρημένα, «Σεφερικά». Όταν έγραψα αυτά τα επόμενα τραγούδια, αισθάνθηκα -έστω αδέξια- storyteller και μάλιστα της εποχής μου.
Μπορώ να πω με σιγουριά πως οι «περιγραφικοί» σου στίχοι είναι αυτοί που με κέρδισαν εξ αρχής. Ήξερα από την αρχή ότι πήγαινα προς τα εκεί, ήταν κάτι το οποίο με γοήτευε. Μου άρεσαν πάντα αυτοί οι άνθρωποι. Ο πρώτος δίσκος που μου τράβηξε την προσοχή και μου δημιούργησε πνευματικό έναυσμα ήταν του Σαββόπουλου. Στα 12, ενώ άκουγα όλη την ιστορία της δεκαετίας του ’80. Αυτοί που έλεγαν ιστορίες -ο Peter Gabriel, ο Bruce Springsteen- με γοήτευαν πάρα πολύ. Ήταν το ρεύμα τότε. Οι Κατσιμιχαίοι, ο Βασίλης Νικολαΐδης, ο Θοδωρής Αναστασίου ήταν διάφοροι τραγουδοποιοί που έκαναν ακριβώς αυτό. Η Νικολακοπούλου επίσης, με το δικό της ισχυρό ύφος, βρίσκει τα ίχνη μιας εξιστόρησης ενός μικρού μύθου.
Το δικό σου ύφος είναι πιο καθαρό, πιο στοχευμένο, νομίζω. Διηγείσαι μία ιστορία και το κάνεις να μοιάζει πάρα πολύ εύκολο. Πάντα προσπαθούσα να βρω το δικό μου ύφος. Το βρήκα στην τρέχουσα γλώσσα, κάτι το οποίο δεν ήταν εύκολο, ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο.
Όταν ένιωσες ότι το καταφέρνεις, ένιωσες ότι πλέον είχες βρει τον ρυθμό σου; Αυτό έχει βουνοκορφές και γκρεμούς, πάνω-κάτω. Πολλές φορές βρίσκεις μία καλλιτεχνική, δροσιστική πηγή που σου προσφέρει 5-10 τραγούδια, τα οποία βγαίνουν πολύ εύκολα, το ένα μετά το άλλο, και μετά ερημιά. Πας την επόμενη μέρα να ανοίξεις τη βρύση και δεν πέφτει νερό. Αυτό έχει να κάνει με τις αλλαγές των εποχών, τους έρωτες, τους ανθρώπους που γνωρίζεις, τις πολύ μεγάλες φιλίες. Έτσι είναι και η ζωή, είναι μία έρημος που ξαφνικά σπάει από έναν πολύ μεγάλο έρωτα ή από έναν φίλο που λατρεύεις, έναν καινούργιο δάσκαλο ή από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Και όσο μεγαλώνεις γίνεται δυσκολότερο, ακριβώς γιατί το σώμα και η ψυχή σου έχουν αποκτήσει πολλές εμπειρίες πια. Θέλει ακόμα μεγαλύτερη ευαισθησία και ακόμα μεγαλύτερες κεραίες για να πας μία στάση παραπάνω.
Η πατρότητα πώς εμφανίστηκε μέσα σε όλο αυτό; Όταν έγινες πατέρας μιας κόρης, πώς άλλαξαν τα πράγματα; Άλλαξαν δραστικά. Γίνεσαι ραψωδός, αυτός που φτιάχνει μία αφήγηση για όσα πρόλαβε να δει, γιατί υπάρχει ένας άλλος που περιμένει με το στόμα ανοιχτό να ακούσει την ιστορία σου. Από την άλλη, υπάρχει ένας ανιδιοτελής έρωτας και χρειάζεται μεγάλη πάλη για να είναι σωστός, να μην τον καταστρέψεις. Να μη γίνεις αυτό που μισείς στις τοξικές οικογένειες, στους ανθρώπους που χειραγωγούν τα παιδιά τους ή τα ευνουχίζουν. Οπότε, πέρα από τις καλλιτεχνικές αγωνίες, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια. Ήμουν αυτός που θα έπρεπε να φέρει εις πέρας, μετά από 18 χρόνια, την έξοδο ενός νέου ανθρώπου στη ζωή όσο πιο ελεύθερα γίνεται. Αυτό με άλλαξε και στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Άρχισα να κάνω πράγματα πιο φιλόδοξα, όπως την «Καλλιθέα», την «Ταράτσα». Πράγματα τα οποία ήταν πιο επικίνδυνα να αποτύχουν.
Οι θεματικές της ζωής, της καθημερινότητας, πόσο γρήγορα αλλάζουν; Για εμάς; Για αυτά; Δεν μπορείς να μην ανταποκριθείς όταν η φωτογραφία του κόσμου, έτσι όπως την ξέραμε, αλλάζει τόσο δραστικά. Οι κατεξοχήν ερωτικές γενιές, που είναι τα 20χρονα παιδιά, σκέψου τι έχουν περάσει από κρίσεις πανικού, ναυτίες, άγχος εάν θα είναι ανταποδοτικοί σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο αυτοαναφορική. Τα επαγγέλματα σήμερα πλέον δεν έχουν τίποτα το δημιουργικό. Είναι απλά προσομοίωση μιας ανθρώπινης πράξης, η οποία όμως δεν ξέρουμε τι νόημα έχει. Ήδη από τη δική μου γενιά οι περισσότεροι χρησιμοποιούν υποπαράγωγα του χρήματος για να σου πουν τι δουλειά κάνουν – όπως ο Chandler στα «Φιλαράκια», που κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει. Έτσι, λοιπόν, σήμερα βλέπεις κάτι παιδάκια που πλουτίζουν επειδή κάνουν unboxing: ανοίγουν ένα κουτί και τους βλέπουν αλλά 60.000 παιδάκια από το σπίτι τους. Όλο αυτό φέρει μια αγωνία, γιατί όταν είσαι 20 χρονών κάτι θες να κάνεις, θέλεις να δεις ποιος είσαι. Γίνεται να μην επηρεάζει τον έρωτα, όταν η δουλειά σου είναι ένα υποπαράγωγο και οι συνθήκες όλες βρίσκονται σε έναν καθρέφτη, σε φίλτρα που παραμορφώνουν τη μορφή σου; Είναι βγαλμένο κατευθείαν από το “Brazil” του Terry Gilliam. Κι ας μη μιλήσουμε για τα πολιτικά, γιατί εγώ τα λέω κάθε τόσο και γίνομαι εύκολα θύμα παρεξηγήσεων. Πριν 5 χρόνια είχα πει ότι τα καθεστώτα που θα επικρατήσουν σε 10-15 χρόνια στον κόσμο θα είναι όλα Πουτινικά και Τραμπικά. Θα έχουμε ολοκληρωτικά στοιχεία, θα υπάρχει πολύ μεγάλη παρέμβαση στους θεσμούς, στον τύπο, προπαγάνδα. Και σήμερα πολλοί με βρίζουν γιατί τα βλέπουν στενά, κομματικά, οπαδικά, ελληνικά. Με ρωτάνε πολλοί: «Α, δηλαδή πιστεύεις ότι έχουμε χούντα; Αφού ψηφίζουμε». Όχι βέβαια. Μιλάω για ιδιότυπα καθεστώτα, που προχωρούν σε πράγματα που άλλοτε έκαναν μόνο δικτάτορες, με τη θέληση όμως του λαού. Ο άνθρωπος σιγά-σιγά παραιτείται από δικαιώματα για τα οποία πάλεψε εδώ και πολλά χρόνια.
Μπορείς να μου εξηγήσεις πώς γίνεται; Σαν να έχουμε παραδοθεί σε κάτι που αδυνατούμε να κατανοήσουμε. Ναι, σε μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας. Οι μέρες μας περνούν πάρα πολύ γρήγορα. Σε λίγα χρόνια θα βιώνουμε ένα σκηνικό σαν στο “Ready Player One” του Spielberg, θα είμαστε σε ένα μικρό δωματιάκι μέσα στο τεράστιο παιχνίδι και θα γνωρίζουμε ανθρώπους εκεί μέσα. Αυτό δεν γίνεται να μην το παρατηρήσεις. Αν δεν το παρατηρείς, είσαι ανέντιμος. Αντίθετα, αν θεωρείς ότι όλα είναι καλά και τίποτα από αυτά δεν ισχύει, τότε είσαι πιόνι μιας ύποπτης πολιτικής και σίγουρα όχι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Νομίζω ότι είναι αυτό που σου λέω, ότι ξυπνάς και νομίζεις ότι μπαίνεις σε μία κατάσταση ονείρου. Πολύ γρήγορα, έχει κιόλας νυχτώσει. Λίγο να διαβάσεις 4-5 άρθρα, να δεις μια ταινία, ελαχιστοποιείς τις πραγματικές κοινωνικές σου επαφές. Αν κάνεις κι ένα ποστ και το τσεκάρεις, πάει η μέρα. Και μετά ο άλλος ανακοινώνει 13ωρη εργασία και δεν έχεις πάρει χαμπάρι. Και να το πάρεις, σε 3 μέρες θα ’χει ξεθυμάνει στον ψηφιακό σου μικρόκοσμο.
Τα τελευταία χρόνια είσαι από τους λίγους που έχουν βγει μπροστά και μιλάνε. Σε άλλες εποχές, οι καλλιτέχνες ήταν οι πρώτοι που έτρεχαν να υπερασπιστούν τα δικαιώματα. Τώρα άντε να βγουν να μιλήσουν τρεις-τέσσερις. Εσύ το κάνεις χωρίς δεύτερη σκέψη; Δεν ήθελα ποτέ να το κάνω. Κάποια στιγμή ερωτήθηκα για κάτι ή κάποιος μου είπε να πάρω θέση για κάποιο θέμα και σκέφτηκα ότι, ναι, πρέπει και αξίζει τον κόπο να το κάνω. Αυτό σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος εκείνη τη στιγμή και ότι δεν είσαι τρελός και ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γύρω σου που αγωνιούν και συζητάνε όπως εσύ. Από την άλλη, βεβαίως, είναι και ψυχοφθόρο.
Ψυχοφθόρο λόγω των σόσιαλ; Μα περνάς μια μέρα εκεί, στα όρια της παράκρουσης. Ένας κομματικός στρατός σε βρίζει απ’ το πρωί ως το βράδυ κι έρχονται άλλοι τρελοί και λένε τα δικά τους. Κάποιοι άλλοι σε ηρωοποιούν, το οποίο επίσης είναι παρά πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο.
Το φοβάσαι; Πιστεύω ότι κάθε μέρα που περνάει, η ειλικρινής κουβέντα ενός απλού πολίτη που θέλει να μιλήσει, η δύναμή του, αλγοριθμικά, ποιοτικά γραφικοποιείται πολύ γρήγορα, και στο τέλος θα γελάμε. Αυτό είναι το πιο απογοητευτικό απ’ όλα. Τι να πούμε γι’ αυτό που έγινε στην Πύλο; Προτίμησα να μην κάνω συναυλία εκείνη την ημέρα, γιατί εγώ δεν μπορούσα να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου, όχι για να σεβαστώ το υποκριτικό «εθνικό πένθος». Από τότε που βγήκε το «εθνικό πένθος» χάθηκε το φιλότιμο.
Και πλέον συμπεριφερόμαστε σαν να μη συνέβη ποτέ αυτό. Είναι σοκαριστικό άμα το σκεφτείς. Θα περάσουμε και αυτήν την εποχή των παγετώνων με μερικά αφεψήματα. Τι να πω… Αυτή είναι η κατάσταση.
Παράλληλα, μέσα σε όλα αυτά, αποφασίζεις να ανακαλύψεις την τηλεόραση, δημιουργείς μια σειρά (τα «Νούμερα») που στέφεται και με μεγάλη επιτυχία. Πως είναι όλο αυτό; Πολύ διασκεδαστικό. Κυρίως γιατί εγώ για να μπω σε μία συνθήκη εργασίας πρέπει να φτιάξω μια νέα παρέα πρώτα απ’ όλα. Ήθελα οπωσδήποτε να έρθει ο Αλευράς, ο Σαράντης, ο Γραμμένος, να έρθει η Βάσω, η γυναίκα μου, άνθρωποι που αγαπώ πολύ. Να έχουμε και κάποιους καλλιτέχνες που ξέρω ότι έχουν πολύ χιούμορ. Λόγω του άγνωστου για εμάς τηλεοπτικού φορμά, ήταν ένα παιχνίδι. Ήταν κάτι που με ξεκούρασε, αλλά και με έβγαλε καθαρό.
Είσαι πλέον ένας τηλεοπτικός σταρ; Η αναγνωρισιμότητα που σου προκαλεί η τηλεόραση είναι τεράστια. Πας πλέον μέχρι το τελευταίο χωριό και συναντάς παππούδες που θέλουν να σε κεράσουν. Εγώ είχα πάντα επαφή με τα λεγόμενα δυναμικά κοινά. Αυτό όμως φέρνει και πολλά κακά. Ε, αυτά τα ξεπερνάω με την παρέα. Θέλω παρέα, θέλω να το ζήσουμε, να πάμε με καράβι όλοι μαζί σε αυτό που πάμε να κάνουμε. «Ή θα πετύχουμε ή θα αποτύχουμε».
Θα συνεχίσετε; Είμαστε σε διαπραγματεύσεις με την ΕΡΤ, αλλά είμαι πολύ απαισιόδοξος. Δεν μας θέλουν στ’ αλήθεια, είναι προφανές. Μπορώ να φανταστώ πολλούς λόγους, αλλά τελικά δεν έχει σημασία. Ο καθένας στηρίζει αυτό που θέλει να στηρίξει. Δεν είχα άλλωστε σκεφτεί ποτέ να κάνω τηλεόραση, μετά από την πρότασή τους κάθισα να τους παραδώσω κάτι πρωτότυπο. Αυτό που ξέρω επί της ουσίας είναι ότι θα κάνω πρωτότυπα τραγούδια δικά μου πάνω στο έργο του Lorca “Perlimplín y Belissa” για την παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία. Το ανεβάζει με έναν φοβερό θίασο και με τον Άγγελο Μέντη στα σκηνικά. Πιστεύω ότι θα είναι πάρα πολύ ωραίο γιατί έχουμε μπει και οι τρεις με πολύ πάθος. Υπηρετώ πολύ συνειδητά το όραμα του κάθε δημιουργού της παράστασης στην οποία συμμετέχω. Με εμπνέει και ερωτεύομαι αυτόν εκείνη την περίοδο.
Μου άρεσε πολύ η δουλειά σου στις Σέρρες του Γιώργου Καπουτζίδη. Ένιωσα πως ήσουν πολύ «εσύ». Ναι και ήθελα να το ακούσει ο Γιώργος και να συγκινηθεί. Μόλις μου έστειλε το σενάριο, αισθάνθηκα αυτόν τον έρωτα για έναν καινούργιο φίλο. Και ένιωθα ότι θέλω να τον καλέσω σπίτι και να του μαγειρέψω ένα ωραίο φαγητό. Ήθελα να κάνω κάτι πολύ όμορφο, κάτι που να επικοινωνεί με την καρδιά του, με την τρυφερότητά του.
Σου αρέσουν οι συνεργασίες. Το απέδειξες πολύ δυνατά και με την Ταράτσα. Πλέον όμως δεν νιώθεις πως έχει χαθεί η «έκπληξη» πίσω από μια αναπάντεχη συνάντηση; Εννοώ ότι όλα πια μπορείς να τα περιμένεις. Παλιά άκουγες ποπ ή άκουγες ροκ – ήξερες πως αυτά τα δύο δύσκολα θα συναντηθούν. Κάποια στιγμή, ένας τύπος ο οποίος ήταν στην εξορία και έγραφε συμφωνική μουσική, ο Μίκης Θεοδωράκης, γνώρισε έναν λαϊκό τραγουδιστή, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος τραγουδούσε για νταβατζήδες και πόρνες σε κάποια κεντράκια φοβερά κακόφημα. Μετά από 10 χρόνια, ο Μίκης σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραίο να μελοποιήσει Ρίτσο και να το δώσει σε αυτό το νεαρό παιδί να το τραγουδήσει και να βάλει τον Χιώτη να παίξει. Πανικός. Οι μουσικοί της ορχήστρας δεν ήθελαν να παίξουνε με τον Χιώτη, ο Μπιθικώτσης πήγε να λιποθυμήσει όταν βγήκε στη σκηνή. Αυτή η περίεργη συνάντηση δημιούργησε το έντεχνο, όπου ένα πολύ τολμηρό και «βρώμικο» πράγμα έγινε μετά από χρόνο Ευαγγέλιο. Κι όμως έτσι προέκυψε. Έτσι έγινε και με τη ροκ μουσική, που κάποια παιδιά από καλλιτεχνικά κολλέγια στο Λονδίνο άρχισαν να ακούνε μουσικές μαύρων, να αποθεώνουν τον Muddy Waters. Μετά οι αλητείες ξεχνιούνται και δημιουργούνται ορθοδοξίες, και άντε να τις σπάσεις. Εγώ ξέρω ότι στην ίδια πόλη με μένα ζει και ο Μαζωνάκης και, παρά το γεγονός ότι είμαστε διαφορετικά ζώα, αυτός ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης κι αν τύχει εγώ να πετύχω 3 λεπτά ειλικρινούς συνάντησης μαζί του, μπορεί να γίνει το αναπάντεχο.
Απλώς πλέον δεν έχεις την ίδια χαρά όταν σκάνε αυτές τις συνεργασίες, νομίζω. Δυστυχώς έχουμε περάσει στο επόμενο στάδιο, που φτιάξαμε τη σαλάτα, βάλαμε τα υλικά αλλά δεν έχουμε κάποια νέα γεύση να προτείνουμε. Τώρα είναι κλισέ ένα πιάτο που έχει μέσα και σολομό και βοδινό.
Μέσω της κόρης σου διαμορφώνονται αλλιώς πια τα ακούσματά σου; Κάνουμε συχνά αυτοκινητάδες σε όλη την παραλιακή, γυρίζουμε Βουλιαγμένη, Καβούρι, Βάρκιζα και ακούμε μουσικές. Μου βάζει Harry Styles, Taylor Swift, και τα σχολιάζουμε. Πιάνω τον νέο τρόπο ομιλίας, τους καινούργιους ήχους. Τα υπέροχα παιχνίδια της παραγωγής. Στην Ελλάδα, υπάρχουν φουλ ταλέντα σε νέους παραγωγούς, ελάχιστοι τους εκτιμούν ή τους καταλαβαίνουν όμως. Ο Βασίλης Ντοκάκης π.χ. Θα έπρεπε να τον ξέρουν όλοι.