004-al_zaatari-unhcr_camp-assad-syria-september_2013-panayis_chrysovergis-popaganda.jpg

Στο χαρτόνι γράφει: “Ελπίζω να τελειώσει η καταπίεση και μαζί μ’ αυτήν οι καταπιεστές μας”.

Στο Ζάταρι της Ιορδανίας, το μεγαλύτερο καταυλισμό Σύριων προσφύγων, καταφεύγουν κυρίως επιζώντες από τις καταστροφές στο νότιο τμήμα της Συρίας, την περιοχή της Νταρά. Εκεί βρέθηκα πριν λίγες εβδομάδες συλλέγοντας μαρτυρίες από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τον Ανουάρ τον συνάντησα στον κεντρικό δρόμο του καταυλισμού, αυτόν που οι κάτοικοι αποκαλούν ευφημιστικά και αυτοσαρκαστικά, «λεωφόρο Σανζ  Ελιζέ». Μου εμπιστεύτηκε το χρονικό του βομβαρδισμού της πόλης του, μου ζήτησε να μεταφέρω την ιστορία του στο ελληνικό κοινό και να βοηθήσω να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι το δράμα των απλών ανθρώπων της Συρίας.

«Με λένε Ανουάρ, έχω επτά παιδιά και ήμουν δικηγόρος στη Συρία, πριν εγκαταλείψουμε το σπίτι μας κι έρθουμε στον προσφυγικό καταυλισμό Ζάταρι, στην Ιορδανία. Το σπίτι μου ήταν σε μια μικρή πόλη 20.000 κατοίκων που λέγεται Αλ Χουράκ, κοντά στη Νταρά, στα νότια της χώρας. Το γραφείο μου ήταν 35 χλμ από το σπίτι μου, δύσκολο το πήγαινε-έλα, αλλά έβγαζα λεφτά, η οικογένειά μου περνούσε καλά, είχαμε χωράφια και υπόληψη στην κοινότητα. Θα γνωρίζετε πως οι εξεγέρσεις που οδήγησαν στον εμφύλιο ξεκίνησαν στη Νταρά, από μια χούφτα μαθητές. Τα παιδιά που έβλεπαν στην τηλεόραση τα γεγονότα στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο, βγήκαν μια μέρα στους δρόμους της πόλης κι άρχισαν να γράφουν στους τοίχους με μαρκαδόρο τα συνθήματα της Αραβικής Άνοιξης για ελευθερία και δημοκρατία. Τα συνέλαβαν αμέσως. Στείλαμε τον αρχηγό της κοινότητας να μιλήσει στις Αρχές, να τα αφήσουν ελεύθερα, αλλά αρνήθηκαν, είπαν ότι θα τα βασανίσουν για παραδειγματισμό. Πράγματι, βασάνισαν τα παιδιά, τους έβγαλαν τα νύχια και διοχέτευσαν ηλεκτρικό ρεύμα στο σώμα και τα γεννητικά τους όργανα. Οι γονείς ήταν σε σοκ. Ο κόσμος άρχισε να θυμώνει.

Κατεβήκαμε στο δρόμο να διαδηλώσουμε την τρίτη μέρα. Μας χτύπησαν και σκότωσαν 11 ανθρώπους, αμάχους. Οι διαδηλώσεις υποστήριξης στους γονείς άρχισαν να φουντώνουν, απ’ άκρη σ’ άκρη, σε όλη τη Συρία. Δύο από τα παιδιά αυτά πέθαναν. Τα υπόλοιπα τα ελευθέρωσαν μετά από 17 μέρες. Αλλά η σπίθα είχε γίνει κιόλας φλόγα, δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει κανείς. Μέσα σε έξι μήνες είχε κιόλας συσταθεί ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός FSA, και σαν “ομπρέλα” συμπεριέλαβε όλες τις δυνάμεις, τα κόμματα, τις ομάδες που αντιμάχονταν την κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ Ασάντ. Στην περιοχή μας άρχισε να μαίνεται ο πόλεμος. Μια μέρα άνθρωποι από τα γύρω χωριά περπατήσαμε 30 χλμ προς τη Νταρά κρατώντας χαρτόνια με συνθήματα ειρήνης στα χέρια. Είχαμε ήδη περάσει από δύο σημεία ελέγχου όταν η κυβέρνηση άρχισε να μας επιτίθεται. 127 από εμάς σκοτώθηκαν, άλλοι 200 τραυματίστηκαν. Κανείς από τους σοβαρά τραυματίες δεν επιβίωσε, γιατί δεν υπήρχε περίθαλψη. Άρχισαν να φέρνουν νεκρούς στα χωριά. Από την πόλη μου είχαν σκοτωθεί 7 άνθρωποι και είχαν τραυματιστεί 73.

Yπήρχαν και υποστηρικτές του Άσαντ στα χωριά μας. Αυτοί βοήθησαν να γίνουν οι μαζικές επιθέσεις. Σκότωναν παιδιά, γυναίκες και ιατρικό προσωπικό. Στην πόλη μας σκότωσαν τον γιατρό γιατί περιέθαλπε τραυματίες, και άφησαν το πτώμα σε κοινή θέα, να μην μπορούμε να τον θάψουμε, με μια ταμπέλα πάνω του: “τρομοκράτης”. “Είναι έγκλημα να περιθάλπεις ανθρώπους”, έλεγε παντού η κυβέρνηση. Η προπαγάνδα ήταν αμείλικτη. Έπαιρναν το παραμικρό γεγονός αντίστασης και το διαστρέβλωναν. Η πόλη μου υπέστη επιθέσεις 5 φορές. Έμεινε αποκλεισμένη για 48 μέρες και βομβαρδιζόταν ανελέητα με βόμβες και βλήματα. Με την οικογένειά μου κατεβήκαμε στο υπόγειο, όπου μείναμε 48 μέρες. Τρόφιμα δεν άφηναν να μπουν στην πόλη. Να ανέβουμε πάνω να μαγειρέψουμε ούτε λόγος, δεν προλαβαίναμε, γινόμασταν στόχος, κι έτσι τρώγαμε ότι έπιανε το χέρι μας από τους φεγγίτες, λίγα σταφύλια από την αυλή και πάλι μέσα. Για ξηρά τροφή και φάρμακα ούτε λόγος, είχαν εξαντληθεί όσα αποθέματα είχαμε.

005-al_zaatari-unhcr_camp-assad-syria-september_2013-panayis_chrysovergis-popaganda.jpg-1280x956

Θυμάμαι εκείνο το τρομερό πρωινό, την 48η μέρα, στις 18 Αυγούστου του ’12, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε φαίνεται να αλλάξει προσέγγιση, και έβαλε αεροπλάνα να ρίξουν ρουκέτες, εκρηκτικά, ΤΝΤ στα σπίτια μας. Ήταν η τελευταία μέρα του Ραμαζανιού, η επόμενη κανονικά θα ήταν μέρα Γιορτής, σαν το δικό σας Πάσχα. Ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο υπόγειο, γυναίκες, άντρες, παιδιά. Εκεί γύρω στη μία το μεσημέρι ακούσαμε ένα αεροπλάνο να πετά πάνω από τα σπίτια μας. Άρχισε να ρίχνει βαρέλια με εκρηκτικά. Το επόμενο λεπτό τα πάντα είχαν γίνει φωτιά, σκόνη και στάχτη. Βγήκα από το υπόγειο, έτρεξα να δω ποια σπίτια είχαν βρεθεί στο στόχο αλλά δεν έβλεπα τίποτα, μόνο ένα κατάμαυρο σύννεφο στάχτης κάλυπτε τα πάντα, παρά τον εκτυφλωτικό ήλιο του καλοκαιριού. Ψηλαφούσα γύρω μου κι άκουγα κάποιον να φωνάζει. Ήταν μια παιδική φωνή που μου έλεγε να τρέξω στο σπίτι του αδελφού μου, στα 300 μέτρα. Ήξερα ότι μέσα κρύβονταν μωρά παιδιά, τα ανίψια μου, οι γονείς τους, η γιαγιά τους, δηλαδή η μητέρα μου.

Ακολουθούσα τη φωνή του παιδιού στα 10 μέτρα, χωρίς να το διακρίνω. Ψηλαφώντας γύρω μου άγγιζα ζεστό αίμα και καταλάβαινα ότι υπήρχαν νεκρά σώματα παντού. Έφτασα στην αυλή. Πανικόβλητος άρχισα να μαζεύω νεκρούς στο σκοτάδι, για μιάμιση ώρα. Φώναζα για βοήθεια αλλά κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει γιατί θα εγκλωβίζονταν και θα μας σκότωναν όλους. Συνέχιζα να μην βλέπω, μπορούσα μόνο να μυρίζω ζεστό, σκοτωμένο αίμα. Όλα έκαιγαν. Καθώς προσπάθησα να μπω στο σπίτι, κατέρρευσε η μια του πλευρά. Αλλά συνέχισα την προσπάθεια, γιατί άκουγα σβησμένες φωνές. Άκουγα ένα 12χρονο ανίψι μου να ζητά νερό από τη μαμά του, αλλά εκείνη την ώρα έπεσε ένα κομμάτι τοίχου και πέθαναν και οι δύο. Η όρασή μου επανερχόταν σιγά σιγά, και τότε άρχισαν να αχνοφαίνονταν φρικτές μορφές, αποκεφαλισμένα παιδιά. Τότε άκουσα μια γνώριμη φωνή που ζητούσε βοήθεια, ήταν η μητέρα μου που είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα σε δύο πεσμένους τοίχους. Προσπάθησα να σηκώσω ένα κομμάτι μπετόν κι από κάτω είδα ένα μωρό 11 μηνών, του αδελφού μου, ο οποίος είχε σκοτωθεί λίγες μέρες πριν από τανκ. Το μωρό ήταν ζωντανό ακόμα. Την μητέρα μου δεν μπορούσα να την απελευθερώσω, αλλά ήρθαν γείτονες αψηφώντας το αεροπλάνο που ακόμη πετούσε από πάνω μας. Απεγκλωβίσαμε την μητέρα μου, το αεροπλάνο απομακρύνθηκε, τη μεταφέραμε σε ένα ρημαγμένο ιατρικό κέντρο εκεί κοντά όπου πέθανε, μισή ώρα μετά. Έπρεπε να γυρίσω πίσω, να βρω άλλα δύο μέλη της οικογένειάς μας. Άρχισα να ψάχνω πάλι, κρατώντας ένα τσουβάλι, μαζεύοντας τα κομμένα ανθρώπινα μέλη των συγγενών μου. Συγκεντρώσαμε τους τραυματίες. Η κατάστασή τους ήταν άθλια, ήταν ματωμένοι, ακρωτηριασμένοι, δεν μπορούσα να τους αναγνωρίσω παρότι ήταν οι δικοί μου άνθρωποι, και είχαμε περάσει όλη μας τη ζωή μαζί. Έκλαιγαν, άλλοι χωρίς χέρια, άλλοι χωρίς αφτιά, χωρίς μύτες. Νοσοκομείο να πάμε τα παιδιά δεν υπήρχε, μόνο μια υποτυπώδης κλινική, αλλά από παντού έριχναν βόμβες. Ζήτησα βοήθεια, έστειλαν από τον FSA ένα όχημα, βάλαμε μέσα τα παιδιά, φτάσαμε, αρχίσαμε να τα βγάζουμε και να τρέχουμε μέσα, αλλά έπεφταν σφαίρες από παντού. Εγώ έτρεχα γρήγορα, τα κατάφερα αλλά ο οδηγός σκοτώθηκε. Στην κλινική παρέδωσα και το τσουβάλι με τα κομμένα μέλη, να τα θάψουν κι αυτά με τους νεκρούς, 40 άνθρωποι, γυναίκες, άντρες και παιδιά. Στην κλινική ήταν ένας γιατρός, δυο νοσοκόμες. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, ούτε φάρμακα, μόνο γάζες είχαν, ούτε καν ιώδιο. Οι ακρωτηριασμένοι άρχισαν κι αυτοί να πεθαίνουν.

Ο καλύτερός μου φίλος κείτονταν εκεί, έχοντας τραυματιστεί από σφαίρα. Τον έβλεπα να πεθαίνει γιατί κανείς δεν του την έβγαζε, κανείς δεν μπορούσε. Κάποια παιδιά, από 5 μηνών έως 12 χρονών είχαν χάσει χέρια και μάτια, είχαν εγκαύματα στα πόδια, φαίνονταν τα κόκκαλά τους. Ήταν ζωντανά, αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τα ανακουφίσει. Τους μίλαγα, προσπαθώντας να τα κρατήσω στη ζωή. “Κάντε κάτι” φώναζα στο γιατρό. “Με τι;” μου απαντούσε κλαίγοντας. Θύμωσα, φώναζα, αποφάσισα να τα πάω στο Εθνικό Νοσοκομείο της Νταρά, ήταν μεσάνυχτα. Έμαθα πως ο FSA θα έφερνε ένα αυτοκίνητο. Όταν έφτασε, βάλαμε μέσα όλα τα παιδιά. Στα 300 μέτρα από το νοσοκομείο ο στρατός άρχισε να πυροβολεί, έτσι γυρίσαμε πίσω κι έμεινα μαζί με τα παιδιά για ώρες. Έξω, στους δρόμους κανείς, έπεφταν ακόμη βόμβες, αν κυκλοφορούσες ήσουν χαμένος. Αποφάσισα να μεταφέρω τα παιδιά σπίτι μου, δύο παιδιά ανά 30 μέτρα. Τα κουβαλούσα, τα έκρυβα, γύριζα, έφερνα άλλα δύο, τα έκρυβα, άλλα τριάντα μέτρα, και ούτω καθεξής, μέχρι που τα μετέφερα όλα στο υπόγειο. Το πρωί έφερα και τις μητέρες τους από το κατεστραμμένο σπίτι, όλες σε κατάσταση σοκ. Τροφή δεν υπήρχε. Τρεις μέρες είχαν περάσει και οι πληγές των παιδιών ήταν ακόμη ανοιχτές. Κάναμε προσπάθεια να βρούμε ποιος θα μπορούσε να τα πάρει από εκεί, να τα πάει κάπου, σε μέρος ασφαλές, να τα φροντίσουν. Και τότε έγινε το απίστευτο: Βρέθηκε ένας στρατιωτικός του Άσαντ που αποφάσισε να μεταφέρει τα παιδιά και τις μαμάδες τους, συνολικά 42 παιδιά. Τα πήραμε ένα ένα, τα βάλαμε σε οχήματα, τα βγάλαμε έξω από τον κλοιό, τα πήγαμε στα σύνορα με την Ιορδανία. Κι από εκεί μεταφέρθηκαν στον καταυλισμό προσφύγων Ζάταρι, εδώ δηλαδή, όπου υπάρχουν νοσοκομεία. Ύστερα έμαθα ότι τον έπιασαν, τον είπαν εγκληματία, τον σκότωσαν. Εγώ δεν έμεινα στον καταυλισμό, γύρισα στην πόλη μου να βρω την οικογένειά μου. Μέσα σε εννιά μέρες έχασα 20 συγγενείς, κι άλλους 500 συγχωριανούς μου. Το σπίτι μας είχε διαλυθεί εντελώς, βρήκαμε ένα άλλο, με λιγότερες ζημιές. Μείναμε λίγο ώσπου αποφασίσαμε κι εμείς να φύγουμε στο Ζάταρι γιατί όλοι πλέον έφευγαν, μόνο κάποιοι άντρες έμεναν να πολεμήσουν.

001-al_zaatari-unhcr_camp-assad-syria-september_2013-panayis_chrysovergis-popaganda.jpg

Φύγαμε μέσα στο σκοτάδι, το κρύο, το χιόνι. Ο καταυλισμός ήταν 24 ώρες από το χωριό. Περπατήσαμε όλη τη νύχτα. Ακόμη και τα δίχρονα παιδιά μας περπατούσαν στο χιόνι. Όταν φτάσαμε στον καταυλισμό ήταν δύο το πρωί. Ήμασταν θυμωμένοι, τρομαγμένοι, παγωμένοι, μας έδωσαν ένα αντίσκηνο, αλλά οι σκηνές λύγιζαν από το χιόνι. Έχουν περάσει μήνες από εκείνη τη μέρα, αλλά εδώ στον καταυλισμό κανείς μας δεν μπορεί να συνηθίσει. Αποχετεύσεις δεν υπάρχουν. Το νερό και η τροφή είναι λιγοστά. Η Ιορδανία έχει πρόβλημα ξηρασίας. Όταν φυσάει, κάθε μέρα δηλαδή, η σκόνη σού προκαλεί άσθμα. Οι άνθρωποι ζούμε συνωστισμένοι σε σκηνές, κάποιοι τυχεροί σε κοντέινερ. Υπάρχει μαύρη αγορά, πορνεία, βία που την προκαλεί ο συνωστισμός. Η πρόβλεψη του καταυλισμού ήταν για 50.000 πρόσφυγες. Τώρα όμως ο αριθμός μας έχει ξεπεράσει τους 160.000, έχουμε γίνει η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ιορδανίας. Προχθές στον δρόμο έπαιζαν παιδιά, πέρασε ένα όχημα του ιορδανικού στρατού και κατά λάθος σκότωσε ένα παιδί. Βλέπεις αυτόν τον κεντρικό δρόμο που έχουν ανοίξει κατά μήκος του καταυλισμού; Είναι η κεντρική μας λεωφόρος την οποία αποκαλούμε Σανζ  Ελιζέ, όπως στο Παρίσι. 3.000 αυτοσχέδια μικρομάγαζα έχουν ανοίξει εδώ, το ένα πιο άθλιο από το άλλο. Αλλά υπάρχουν και καλά πράγματα εδώ: υπάρχουν γιατροί. Υπάρχουν δυο τρία νοσοκομεία, κι όταν αρρωσταίνουν τα παιδιά μας μπορούμε να τα φέρουμε στο παιδιατρικό νοσοκομείο. Εδώ βρίσκουν πρωτοβάθμια φροντίδα και ειδική φροντίδα για τα υποσιτισμένα παιδιά και αν η κατάστασή τους είναι πολύ σοβαρή, φροντίζουν να τα μεταφέρουν σε άλλα νοσοκομεία εκτός καταυλισμού. Πήγαμε εκεί σήμερα τη μικρή μου κόρη, Αμίρα, με σοβαρά συμπτώματα. Αν δεν την είχαμε πάει, θα πέθαινε.

Θυμάμαι τη ζωή πριν τον πόλεμο, στην Νταρά, πόσο όμορφα ήταν, είχαμε μέχρι και μια λίμνη. Εδώ δεν υπάρχει ζωή. Θέλω να γυρίσω πίσω στη Συρία, να πολεμήσω στο πλευρό των συναγωνιστών μου. Δεν νιώθω καλά εδώ, άπραγος. Νιώθω ταπεινωμένος.