Είμαι αρκετά καχύποπτος ώστε να μη μου αρκεί από μόνο του ως εχέγγυο ποιότητας ενός νεόκοπου πολιτικού το γεγονός ότι είναι «μη πολιτικός», ότι δεν είναι «παιδί κομματικού σωλήνα» και άλλα τέτοια κλισέ που χρησιμοποιεί εσχάτως κατά κόρον (και) η «σχολή Μπέπε Γκρίλο». Δεν είναι κακό να είσαι πολιτικός. Κακό είναι να είσαι κακός, για τη χώρα σου, πολιτικός. Και δε θεωρώ ικανή και αναγκαία συνθήκη ποιοτικής υπεροχής ενός πολιτικού φορέα έναντι των υπολοίπων – που επαγωγικά οδηγεί και σε γενικότερη ποιοτική αναβάθμιση της εν πολλοίς δικαίως καταβαραθρωμένης στη συνείδηση του κόσμου πολιτικής ζωής αυτού του τόπου, ειδικά αυτή τη ζόρικη ώρα – το να έχει στις τάξεις του κυρίως ανθρώπους με κάποια, μικρότερη ή μεγαλύτερη δεν έχει σημασία, πάντως μη αμφισβητήσιμης εγκυρότητας επαγγελματική πορεία μέχρι τη στιγμή που αποφάσισαν να ασχοληθούν επισήμως με τα κοινά. Άλλωστε όλοι οι πολιτικοί κάποια στιγμή αποφασίζουν να ασχοληθούν με το «σπορ», κανείς δε γεννιέται πολιτικός με τη «βούλα» (εντάξει, κάποιοι γεννιούνται ακριβώς έτσι). Όλο αυτό είναι ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί κατά κόρον το κόμμα με το οποίο επέλεξε να κατέβει στις ευρωεκλογές ο Γιώργος Γραμματικάκης για να κερδίσει στο παιχνίδι των εντυπώσεων (και η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, δεν τα καταφέρνει άσχημα). Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Γιώργος Γραμματικάκης όχι τόσο για τον εαυτό του, αλλά περισσότερο για το κόμμα με το οποίο επέλεξε να πολιτευτεί.
Από την άλλη, είμαι αρκετά ψύχραιμος (το παθαίνεις αυτό όταν το κοντέρ γράφει 35) ώστε να αναγνωρίζω τη λογική βάση αυτού του σκεπτικού, η οποία, όπως και να το κάνουμε, «αποθεώνεται» στο πρόσωπο του Γραμματικάκη, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Γιάννη Μπουτάρη, για να αναφέρω άλλο ένα, ακόμη πιο τρανταχτό ανάλογο παράδειγμα. Δε μπορώ να ξέρω αν σε περίπτωση εκλογής του η παρουσία του στο ευρωκοινοβούλιο θα έχει επί του πρακτέου θετικό αντίκρυσμα για όλους, όσους θα τον έχουν ψηφίσει και τους πολλούς περισσότερους που θα έχουν ψηφίσει κάποιον άλλο. Δε μπορώ όμως παρά να αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να έχει αρνητικό, η παρουσία στο ευρωκοινοβούλιο ενός συγγραφέα, ακαδημαϊκού, ενός διανοούμενου τέλος πάντων, που εκτός όλων των άλλων, προτίμησε να δηλώσει «παρών», όπως μου είπε, από το να γίνει έστω και συμβολικά τρομοκράτης, όπως είχε πει όχι και τόσο παλιά.
Όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά σας, έτυχε να βρεθώ σε μια παρέα που κανένας δεν έχει περί πολλού το Ποτάμι. Σας μεταφέρω αυτολεξεί το – μεταξύ σοβαρού κι αστείου – σχόλιο ενός: «Ο Γραμματικάκης είναι σοβαρός άνθρωπος. Μήπως να πάρουμε στα σοβαρά και αυτό που πάει να κάνει ο Θεοδωράκης;» Πώς σας φαίνεται που το όνομά σας προσδίδει μία μεγάλη δόση κύρους στο Ποτάμι, το οποίο, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι λίγοι αυτοί που το βλέπουν με μισό μάτι; Η αλήθεια είναι ότι έχω καταλάβει πως έχει δημιουργηθεί μία τέτοια εντύπωση. Και μου προκαλεί δέος – θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής ως προς αυτό – ότι ο κόσμος με εμπιστεύεται τόσο πολύ. Εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δε θα τον διαψεύσω. Το Ποτάμι προσφέρει μερικά πράγματα που δεν τα βρίσκεις εύκολα. Καταρχήν είναι αποκομμένο από ένα πολύ διαβλητό πολιτικό παρελθόν. Είναι κάτι καινούριο, φρέσκο. Ακούει τον κόσμο και προσπαθεί να προχωρήσει μαζί του. Είναι ένας πολιτικός σχηματισμός με ανοιχτούς ορίζοντες. Κι εκεί νομίζω ότι μπορεί να παίξω κι εγώ κάποιο ρόλο. Ένας κομματικός μηχανισμός με δογματικές θέσεις, δε θα με αντιπροσώπευε καθόλου. Στη ζωή μου δεν υπήρξα ποτέ δογματικός και δεν πρόκειται να γίνω τώρα.
Το Ποτάμι εν γένει αλλά και γενικά οι «πρωτάρηδες» υποψήφιοι με άλλα κόμματα, εν προκειμένω για την Ευρωβουλή, λένε και ξαναλένε ότι δεν έχουν τις ίδιες αγκυλώσεις με τον «παλιό πολιτικό κόσμο». Μήπως αυτό το σκεπτικό οδηγεί τον κόσμο σε ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση της πολιτικής; Το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι πρότινος ήταν μία λέσχη συζητήσεων και χαβαλέ. Αλλά τώρα, με τη συνθήκη της Λισαβόνας, κερδίζει αρμοδιότητες. Μερικά θέματα θέλουν απαραιτήτως τη συναίνεση του ευρωκοινοβουλίου. Και αυτό είναι καλό, οδηγεί σε μια πορεία ακόμη μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού της Ευρώπης. Γι’ αυτό πρέπει να πάμε όλοι να ψηφίσουμε και να διαλέξουμε σοβαρούς ανθρώπους. Ας κοιτάξουμε και κανένα βιογραφικό ρε παιδί μου, τι να πω πια. Σε όλα τα ψηφοδέλτια υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι. Όχι τον ξάδερφο ή τον φανατισμένο. Λίγοι άνθρωποι σοβαροί είναι αρκετοί για να κάνουν καλή δουλειά. Μερικές φορές θυμάμαι τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Ένας άνθρωπος ήταν και αναστάτωνε το σύμπαν.
Θέλω να υπογραμμίσω ότι δε με ενδιαφέρει η προσωπική μου επιτυχία. Εγώ έχω τα βιβλία μου, τις ομιλίες μου, είμαι ευτυχής κατά βάση. Πολλές φορές θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: «αφού ήσουν τόσο καλά, είχες και την αγάπη του κόσμου, γιατί να δημιουργήσεις εχθρούς, γιατί να εξαντλείσαι;» Θα πω τη μεγάλη λέξη. Το αισθάνθηκα χρέος μου.
Κάποτε δηλώσατε ότι γίνατε φυσικός κατά λάθος. Με την πολιτική όμως αποφασίσατε μία πολύ συγκεκριμένη στιγμή να «μπλέξετε», φαντάζομαι μετά από πολλή σκέψη. Πάντα σε κάποιο βαθμό είχα και έναν πολιτικό εαυτό, που τον εξέφραζα με τα άρθρα μου και με τις εκπομπές μου. Ποτέ δεν είχα κλειστεί στα επιστημονικά μου τείχη. Αυτή η περίοδος, όμως, πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ κρίσιμη για την Ελλάδα. Η χώρα ή θα σταθεί επιτέλους με κάποιο τρόπο στα πόδια της ή θα μπει σε ακόμη πιο μεγάλες περιπέτειες. Κι εκεί νομίζω ότι το Ποτάμι μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης, να φέρει φρέσκιες ιδέες και κυρίως να βοηθήσει σε αυτό που θεωρώ τελείως απαραίτο, δηλαδή στη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων. Κανένας δε μπορεί να κυβερνήσει σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση με το 20, το 25 ή ακόμη και το 30% των ψήφων του ελληνικού λαού. Χρειάζονται, δηλαδή, συνεργασίες. Εκ των πραγμάτων η εποχή του δικομματισμού έχει λήξει, το αισθάνεται και ο κόσμος. Απλώς οι μέχρι τώρα συνεργασίες θα έλεγα ότι είναι λίγο επίπλαστες. Αν το Ποτάμι συνεργαστεί στο μέλλον με κάποιον από τους πολιτικούς σχηματισμούς, θα το κάνει επί τη βάση θέσεων και αυστηρών κριτηρίων. Δε θα είναι μια συνεργασία που την άλλη μέρα θα δημιουργεί προβλήματα, όπως έχουμε δει μέχρι τώρα.
Είναι επίσημη θέση του κόμματος ή έστω του σχηματισμού, όπως λέτε, με τον οποίο αποφασίσατε να πολιτευτείτε, η πιθανότητα μελλοντικών συνεργασιών με άλλα κόμματα; Η προσωπική μου άποψη είναι πως ναι. Αλλά επειδή η προσωπική μου πορεία ήταν πάντα στον ευρύτερο χώρο που λέμε κεντροαριστερά, η ελπίδα μου είναι ότι μέσα σε αυτό το χώρο – και βέβαια χωρίς να αποκλείω καθόλου το μεγάλο κομμάτι που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – θα βρεθούν κάποιες κοινές συντεταγμένες για να προχωρήσουμε συναινετικά.
Διαβάζοντας κανείς την αρθρογραφία σας όλη αυτή την τετραετία του μνημονίου, μπορεί να διακρίνει στην αρχή αυτής της περιόδου μία αποδοχή, έστω και με συγκρατημένη καχυποψία, κινήσεων όπως ήταν για παράδειγμα η κυβέρνηση Παπαδήμου. Η οποία αποδοχή εξελίχθηκε σε πλήρη απογοήτευση. Υπήρξαν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα που σας οδήγησαν σε αυτή; Είναι γεγονός ότι με την κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν η πρώτη φορά που ορισμένες πολιτικές δυνάμεις αποφάσισαν να συνεργαστούν. Γιατί το έκαναν όμως; Για να αρχίσουν να υπονομεύουν την αμέσως επόμενη μέρα, την ίδια την κυβέρνηση που υποτίθεται ότι στήριζαν. Και το ζήσαμε όλοι αυτό. Ο καθένας είχε το μπαϊράκι του. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία όχι τόσο να πραγματοποιηθούν κάποια πράγματα που απαιτούσε η Ευρώπη, αλλά για να προχωρήσει μπροστά αυτή η χώρα. Τότε, λοιπόν, αισθάνθηκα ότι αυτό που λέω εγώ «παλιός πολιτικός κόσμος» – που έχει αξιόλογα στελέχη, δε θέλω να γίνομαι ισοπεδωτικός – ήταν αδύνατο να βαδίσει σε ένα σοβαρό δρόμο. Και καταλήξαμε στις διπλές εκλογές που ήταν μόνο ζημιά για την Ελλάδα. Αισθάνθηκα λοιπόν τότε την απόγνωση του ανθρώπου που έχει μάλλον καλές προθέσεις, μάλλον ουτοπικές, αλλά νομίζω ότι αισθάνθηκα και την πίκρα του ελληνικού λαού, ότι τίποτα πια δε φαινόταν να μας εξασφαλίζει μια ομαλή πορεία. Και δυστυχώς δε διαψεύστηκα.