Λένε ότι τα ντέρμπι είναι για τους μεγάλους παίκτες, ή έστω ότι αναδεικνύουν τέτοιους. Έχουν υπάρξει πάντως κι αρκετές περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα κρίθηκε από κάποιους ελάσσονες, που άρπαξαν την ευκαιρία από τα μαλλιά. Ιδού μια λίστα 10 παικτών που η καριέρα τους σηματοδοτήθηκε από ένα και μοναδικό, ωστόσο καθοριστικό γκολ, σε ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού.
Γιάννης Ιωάννου (17.7.1955, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 1-2)
Ίσως αυτός που αδικείται περισσότερο από τον χαρακτηρισμό «ελάσσονας», καθώς υπήρξε βασικό μέλος της χρυσής φουρνιάς του Ολυμπιακού τη δεκαετία του ’50, ωστόσο το όνομα Ιωάννου σπάνια μνημονεύεται δίπλα στα Κοτρίδης, Μπέμπης, Δαρίβας, Ρωσσίδης κ.λπ, ίσως επειδή είναι πολύ συνηθισμένο. Ήταν η 10η και τελευταία αγωνιστική του λεγόμενου τότε Πανελληνίου Πρωταθλήματος, που συνήθως ολοκληρωνόταν με κόπους, βάσανα, θρίλερ και αυστριακούς διαιτητές μέσα στο κατακαλόκαιρο. Ο Παναθηναϊκός ήθελε μόνο νίκη, ο Ολυμπιακός βολευόταν και με την ισοπαλία που κρατούσε από το 36’, όταν ο Ασημακόπουλος ισοφάρισε το 0-1 του Υφαντή. Εγκεφαλικός χαφ για την εποχή, εξού και αποκαλούμενος «δάσκαλος», ο Ιωάννου σκόραρε στο 70′ χαρίζοντας, μέσα στο σπίτι του αιώνιου, νίκη και πρωτάθλημα στον Ολυμπιακό, το 2ο από τα 6 συνολικά τού «θρυλικού» σερί. Σχεδόν τρία χρόνια νωρίτερα (15-7-1952), σε ηλικία 21 ετών, είχε αγωνιστεί στο περίφημο παιχνίδι της Ελλάδας με τη Δανία στο Τάμπερε (που αν και προκριματικό έχει καταχωρηθεί επίσημα στα αποτελέσματα των Ολυμπιακών Αγώνων του Ελσίνκι), ίσως την πιο καλοδεχούμενη ήττα στην ιστορία της εθνικής (1-2, όπως όμως γράφτηκε το κοντέρ θα μπορούσε να είχε σταματήσει μέχρι και σε διψήφιο). Έπαιζε ακόμα τότε στον Εθνικό Πειραιά.
Μίμης Μπενάρδος (25.6.1961, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 1-0)
Ήταν ένας άλλος Μίμης που είχε ήδη αρχίσει να συνεπαίρνει τις καρδιές των πράσινων οπαδών, ωστόσο ο Μπενάρδος, που είχε έρθει στον Παναθηναϊκό την ίδια χρονιά με τον Δομάζο (1959), ήταν μάλιστα κατά 5 χρόνια μεγαλύτερος και σίγουρα πιο αναγνωρίσιμος αφού προερχόταν από τον Εθνικό, κατάφερε να πετύχει το πρώτο γκολ σε ντέρμπι στη Λεωφόρο, από τη στιγμή που το πρωτάθλημα ξεκίνησε να παίζεται σε επίπεδο Α’ Εθνικής. Στα πρώτα αυτά χρόνια, το αιώνιο ντέρμπι οριζόταν για την τελευταία αγωνιστική, αποκτώντας, κάπως με το στανιό είναι η αλήθεια, χαρακτήρα τελικού (εξού και το κομφούζιο από την περιγραφή στο videolink, όπου ο κλασικός σπίκερ των επικαίρων χρησιμοποιεί τον όρο «τελικός αγών πρωταθλήματος»). Το πρωτάθλημα αυτό πάντως ο Παναθηναϊκός το είχε ήδη εξασφαλισμένο, οπότε το συγκεκριμένο ματς είχε πανηγυρικό χαρακτήρα. Από την πρωτόλεια κινηματογράφηση της εποχής δεν βγαίνει άκρη, ωστόσο ο Πάνος Γεραμάνης έγραφε στα Νέα ότι το γκολ του Μπενάρδου μπήκε με διπλή προσπάθεια, πρώτα σουτ και μετά κεφαλιά, ύστερα από την αρχική απόκρουση του τερματοφύλακα Τσανακτσή. Συμπλήρωνε μάλιστα ότι οι πρωταθλητές γλέντησαν το ίδιο βράδυ με Χιώτη-Λίντα στη «Σπηλιά του Παρασκευά» στην Καστέλλα (!). Τη σεζόν εκείνη ο Μπενάρδος διακρίθηκε με συνολικά 17 γκολ, πανηγύρισε το 2ο από τα 3 σερί πρωταθλήματα με τον Παναθηναϊκό, όμως γρήγορα οι συμμετοχές του μειώθηκαν αισθητά (ελέω Δομάζου, Πανάκη, Παπαεμμανουήλ, Τουμπέλη κ.ά. που καπάρωναν τις θέσεις στην επίθεση) και το 1963 αναχώρησε για τον Ολυμπιακό Χαλκίδας.
Σάκης Κουβάς (10.10.1971, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 3-2)
Παίκτης-μύθος, όχι για τον Παναθηναϊκό, αλλά για τον Βύζαντα Μεγάρων, ο Κουβάς μεταγράφηκε στους πράσινους αμέσως μετά το Γουέμπλεϊ. Βέρος μεγαρίτης, υπήρξε ο αρχισκόρερ που οδήγησε τον Βύζαντα στις πιο ένδοξες μέρες του, καθώς για 4 χρόνια βρέθηκε στην Α’ Εθνική (1966-1970). Τον Ιανουάριο του ‘67 μάλιστα, είχε σκοράρει το μοναδικό γκολ σε μια ανέλπιστη και επεισοδιακή νίκη του Βύζαντα κόντρα στον Παναθηναϊκό, έχοντας ως περιστασιακό παρτενέρ τον Κώστα Νεστορίδη. Οι προσδοκίες από τη μετακόμιση στον τριφύλλι φάνηκαν να δικαιώνονται στο συναρπαστικό ντέρμπι της 4ης αγωνιστικής στη Λεωφόρο, όταν ο Κουβάς στο 78′ με κοντινή προβολή έστελνε τη μπάλα στα δίχτυα του άπειρου Καρυπίδη, γράφοντας το τελικό 3-2. Από το βίντεο του αγώνα είναι χαρακτηριστικό για το είδος της μπάλας που παιζόταν ακόμη τότε, ότι όλα τα γκολ μπήκαν από τη μικρή περιοχή (απουσία τεχνητού οφσάιντ, λίγες δυνάμεις για μακρινά σουτ), εκτός από το πέναλτι του Καραβίτη, στο οποίο είναι εντυπωσιακή η έξοδος του Οικονομόπουλου πριν από την εκτέλεση. Στη μετά-Γουέμπλεϊ σεζόν ο Παναθηναϊκός δεν είχε ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, ελέω του κλέους της προηγούμενης, ωστόσο η απόσυρση του Άγιαξ χάρισε στην ομάδα ένα μεγάλο διεθνές ραντεβού, τη συμμετοχή στο Διηπειρωτικό Κύπελλο (Δεκέμβριος 1971) κόντρα στη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο. Στην απώλεια του τροπαίου σταδιακά προστιθόταν το γεγονός ότι ο Αντωνιάδης σκόραρε ακατάπαυστα, ενώ ο Κουβάς έμενε άσφαιρος, με το κοντέρ να γράψει τελικά 39 γκολ για τον ένα και 8 για τον άλλο. Υπήρχε προφανώς θέμα χημείας, και παρά το ότι η ομάδα ξαναπήρε τα πρωτεία στην Ελλάδα, ο μεγαρίτης επιθετικός γύρισε άμεσα στο σπίτι του, τον Βύζαντα, όπου και έμεινε μέχρι το ποδοσφαιρικό του γήρας.
Ρομέν Αργυρούδης (6.12.1972, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 0-1)
Το ελληνογαλλικό δίδυμο Αργυρούδης-Τριαντάφυλλος που ενθουσίασε τον κόσμο του Ολυμπιακού στα χρόνια από το 1971-1974 πιστώνεται στο δαιμόνιο του Ξενοφώντα Μέξη, ανταποκριτή της Εκίπ στην Αθήνα, ο οποίος φέρεται να πρότεινε τους συγκεκριμένους παίκτες στη φιλόδοξη διοίκηση Γουλανδρή. Η παραμονή του δαντελένιου Αργυρούδη ωστόσο αποδείχτηκε πιο σύντομη, καθώς θεωρήθηκε ότι «εμφορείτο από σοσιαλιστικάς ιδέας» και ψιθύριζε λογάκια εναντίον της χούντας στους Γάλλους, γεγονός που οδήγησε στην εύσχημη αποχώρησή του από τον σύλλογο έπειτα από μόλις δύο σεζόν. Πρόλαβε ωστόσο να πετύχει ένα από τα πιο εντυπωσιακά γκολ σε αιώνιο ντέρμπι στη Λεωφόρο, με εναέριο τακουνάκι έπειτα από σέντρα του Λοσάντα. Ο Αργυρούδης σκόραρε και στο ντέρμπι του β’ γύρου στο Καραϊσκάκη, όμως τα γκολ αυτά έχουν σβηστεί από τα επίσημα κιτάπια, αφού ο συγκεκριμένος αγώνας διακόπηκε στο 83′ σε βάρος του Παναθηναϊκού, που βρισκόταν με 3-2 πίσω στο σκορ, με το περίφημο κυνήγι του Κωνσταντίνου εναντίον του Συνετόπουλου. Ο Ολυμπιακός κυριάρχησε απόλυτα στη σεζόν κατακτώντας το νταμπλ, με τον Αργυρούδη να αναχωρεί για τη Λανς, με τα χρώματα της οποίας επέστρεψε, τον Σεπτέμβριο του 1974, για έναν φιλικό αγώνα κόντρα στην ΑΕΚ. Όπως δήλωνε τότε στο Φως, «είμαι πολύ ευχαριστημένος που έρχομαι ξανά στην Αθήνα, μια Αθήνα διαφορετική από εκείνη που είχα αφήσει, μια Αθήνα δημοκρατική».
Κώστας Βαλλίδης (12.2.1978, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 1-0)
Ένας αποψιλωμένος, με πολλά οικονομικά προβλήματα Παναθηναϊκός, με τους Δομάζο και Αντωνιάδη τσακωμένους με τη διοίκηση και ουσιαστικά εκτός ομάδας, βρήκε απέναντί του έναν εξίσου προβληματικό Ολυμπιακό, που ζούσε δύσκολες μέρες ύστερα από την αποχώρηση του Μιχάλη Γουλανδρή. Αντίθετα ρόλο αφεντικών στο πρωτάθλημα είχαν αναλάβει η ΑΕΚ του Λουκά Μπάρλου και ο ΠΑΟΚ, έστω στο λυκόφως των καλύτερών του χρόνων. Η Λεωφόρος βέβαια ήταν και πάλι ξεχειλισμένη για το ντέρμπι της 21ης αγωνιστικής, το οποίο πήγαινε προς τα τελειώματά του με τον Ολυμπιακό να δείχνει να κυνηγάει περισσότερο το γκολ. Ωστόσο σε μια αντεπίθεση των πράσινων, ο Λιβαθηνός, σε μία από τις αρκετές φορές που βρέθηκε να παίζει με επίδεσμο-«τουρμπάνι» στο κεφάλι, βρήκε με μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά τον εξτρέμ Γιαννακούλα στα αριστερά, εκείνος φάνηκε να κόβεται από τον Καραβίτη, που άθελά του όμως ακινητοποίησε τερματοφύλακα και σέντερ μπακ δίνοντας ουσιαστικά πάσα πάρα-βάλε στον δεξιό εξτρέμ Βαλλίδη, που βρέθηκε στο σωστό σημείο για το χαϊλάιτ της καριέρας του. Παίκτης κυρίως αναπληρωματικός, που πέτυχε δύο όλα κι όλα γκολ με το τριφύλλι, ωστόσο η νίκη στο συγκεκριμένο ντέρμπι είχε ιστορικό χαρακτήρα, μια και σηματοδότησε τη μοναδική φορά που ο ΠΑΟ νικούσε εντός έδρας τον μεγάλο του αντίπαλο για 2η χρονιά σερί. Προερχόμενος από το Μενίδι και τον Αχαρναϊκό, ο Βαλλίδης αγωνίστηκε σε δύο τελικούς Κυπέλλου Ελλάδας, μία με τον Παναθηναϊκό (1975) όταν κατέβασε αναπληρωματικούς στο Καραϊσκάκη κόντρα στον Ολυμπιακό (0-1) και μία με τον Πανιώνιο, στον ανέλπιστο θρίαμβό του απέναντι στην ΑΕΚ (3-1, το 1979).
Χρήστος Υφαντίδης (13.1.1980, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 2-0)
Το χρώμα, έστω και μη ρεαλιστικό, έκανε την πρώτη εμφάνισή του στα τηλεοπτικά στιγμιότυπα, συμπίπτοντας με το ξεκίνημα της επαγγελματικής λίγκας, ωστόσο τα βλέμματα στο συγκεκριμένο ντέρμπι ήταν στραμμένα στον παραδοσιακό στρατηγό των πράσινων, τον οποίο ο νεόκοπος τότε Γιώργος Βαρδινογιάννης έφερε πίσω για να κλείσει την καριέρα του στον Παναθηναϊκό. Και όντως, στα 38 του ο Μίμης Δομάζος έπαιζε στο τελευταίο του ντέρμπι σαν νεανίας δίνοντας την απαραίτητη ώθηση για ένα γρήγορο γκολ που πέτυχε στο 18ο λεπτό, με σκαστό σουτ μέσα από την περιοχή ο Χρήστος Υφαντίδης, ένας δεξιός εξτρέμ που μόλις είχε αποκτηθεί από τη Βέροια όντας ήδη διεθνής. Είχε μάλιστα πετύχει 3 γκολ σε μια τουρνέ της εθνικής στην Αυστραλία τον Ιούνιο του 1978, αποτέλεσμα κυρίως της απαράμιλλης πρακτικής του Αλκέτα Παναγούλια να καλεί και παίκτες από μικρότερες ομάδες. Με αφάνα τύπου Nick Galis σύμφυτη με την εποχή, ο Υφαντίδης είχε λίγο-πολύ τη μοίρα αποκτημάτων της πρώιμης αυτής βαρδινογιαννικής περιόδου (Ζιάκος, Τσιριγώτης, Μπανάσας, Όρε, Κίρισιτς κ.ά.), που δεν κατάφεραν να στεριώσουν, αφού τα αποτελέσματα στο γήπεδο ήταν κατώτερα από το αναμενόμενο. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις δύο εβδομάδες πριν από τον θρίαμβο στο ντέρμπι, που ολοκληρώθηκε με μακρινό σουτ του Όσκαρ Αλβαρέζ στο 85′, ο Παναθηναϊκός είχε γνωρίσει τη βαρύτερη ήττα στην ιστορία του, στο Καυταντζόγλειο από τον Ηρακλή (0-6). Το 1980 ήταν και η χρονιά για το 1ο Euro της Εθνικής Ελλάδας και ο Υφαντίδης, παρόλο που βρισκόταν στην προεπιλογή, έχασε τελικά το ιστορικό ραντεβού της Ιταλίας. Από το 1982 επέστρεψε στη Βόρεια Ελλάδα, πρώτα στη Δόξα Δράμας κι ύστερα στη Νάουσα, όπου και σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1992, στα 39 του.
Γιώργος Βαΐτσης (16.3.1986, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 1-2)
Ο Παναθηναϊκός πέταγε και ο Ολυμπιακός παρέπαιε, όταν οι δυο τους βρέθηκαν αντίπαλοι στο ΟΑΚΑ για το ντέρμπι του β’ γύρου της σεζόν 1985-86, με μια διαφορά που με τα σημερινά δεδομένα μεταφραζόταν γύρω στους 15 βαθμούς. Οι ερυθρόλευκοι είχαν προβλήματα σε όλες τις γραμμές, ειδικά πάντως στην επίθεση πλην του Αναστόπουλου επικρατούσε το χάος, με τις λύσεις των Λεμονή ή Τόγια να μην αποφέρουν ούτε ένα γκολ. Μέσα στην απελπισία του ο κόουτς Αντώνης Γεωργιάδης ποντάρισε σ’ έναν 18χρονο από την Άρτα, τον Γιώργο Βαΐτση, ο οποίος με όπλο το χτιστό του κορμί και την άγνοια κινδύνου πέτυχε να γίνει ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία των ντέρμπι. Ήταν το 33ο λεπτό όταν ο Αναστόπουλος άδειασε τους Μαυρίδη και Βαμβακούλα από τα αριστερά, και με μια κοντινή σέντρα βρήκε τον Βαΐτση, ο οποίος νίκησε κατά κράτος τον Καρούλια πιάνοντας μια ομολογουμένως δύσκολη κεφαλιά, που έστειλε τη μπάλα στην κλειστή γωνία του Σαργκάνη, γράφοντας το 0-1. Το τελικό 1-2 διαμορφώθηκε στο β’ ημίχρονο από τους Μητρόπουλο και Χαραλαμπίδη, πάντως ο κόσμος δικαιολογημένα ασχολιόταν πιο πολύ με τον Βαΐτση, που από το πουθενά ανέτειλε σαν ο σέντερ φορ του μέλλοντός μας. Ωστόσο, ο φτωχός του απολογισμός (17 συμμετοχές-1 γκολ) στο αμέσως επόμενο, θριαμβευτικό πρωτάθλημα για τον Ολυμπιακό (1986-87) έδειξε ότι το περίσσευμα του αρτινού σε πάθος και δύναμη δεν ισοφάριζε τις ελλείψεις του σε ταχύτητα και τεχνική, με αποτέλεσμα να μετακομίσει στην Παναχαϊκή. Η επιμονή του και οι καλές επιδόσεις εκεί τον έφεραν πάλι πίσω στον Πειραιά, για μια τριετία (1991-1994), εν μέσω πέτρινων χρόνων, όμως οι φίλοι του Ολυμπιακού τον αγαπούν ακόμα κυρίως χάρη στο γκολ που πέτυχε στο Λουί Ντε του Μονακό, που χάρισε την πρώτη πρόκριση στην ιστορία της ομάδας σε προημιτελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης (Κύπελλο Κυπελλούχων 1992-93).
Κρις Καλαντζής (5.1.1994, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 1-2)
Τα ματς μεταδίδονταν πια ζωντανά στην τηλεόραση (Λεπτό προς Λεπτό), και το μάτι είχε αρχίσει να συνηθίζει τα ντέρμπι με μισογεμάτο ΟΑΚΑ (από τις 73.000 του ‘85 στις 35.000, εννιά χρόνια μετά). Ήταν το τελευταίο λαμπερό φεγγάρι της ΑΕΚ, με τους δύο αιώνιους να την ακολουθούν ασθμαίνοντες, όταν συναντήθηκαν παραμονή των Φώτων του ‘94, για την 1η αγωνιστική του β’ γύρου. Λίγο πριν το ημίχρονο, ο δανός φορ Κρίστενσεν έκανε μια σέντρα από τ’ αριστερά βρίσκοντας τον Κρις Καλαντζή, ο οποίος με εναέριο σουτ, βολ πλανέ κατά τη ρετρό ορολογία, πέτυχε ένα από τα θεαματικότερα γκολ στην ιστορία των ντέρμπι. Ο κόσμος είδε για πρώτη φορά κάποιον παίκτη που μετακόμισε από τον έναν αιώνιο στον άλλο να πανηγυρίζει, έξαλλα μάλιστα, γκολ σε βάρος της πρώην ομάδας του. Παίκτης προερχόμενος από το τελευταίο ρεύμα «ομογενών» που κατέφτασαν ομαδικά στη χώρα, ένα από τα λεγόμενα «καγκουρώ» (βλέπε και Τζίμης Πατίκας, Λούης Χριστοδούλου, Κυριάκος Τοχούρογλου, Τζόνι Αναστασιάδης), μέσος με γρήγορα πόδια και πολύ γερά πνευμόνια για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής, ο Καλαντζής πέταξε το καλοκαίρι του ‘87 από το Σίδνεϊ για την Αθήνα με τα εισιτήρια πληρωμένα από τον Ολυμπιακό, όμως τελικά στο Ελληνικό τον υποδέχτηκε ο Γιάννης Καλογεράς, ο διασημότερος έλληνας ποδοσφαιρικός κατάσκοπος, που με την παραδοσιακή μέθοδο της «απαγωγής» τον πήγε για υπογραφές στη Μότορ Όιλ. Τι Ολυμπιακός τι Παναθηναϊκός, θα είπε προφανώς το παιδί (20 ετών τότε), μεγαλωμένο με μια τόσο διαφορετική κουλτούρα για το ποδόσφαιρο, γι’ αυτό και δεν το σκέφτηκε πολύ, 5 χρόνια αργότερα, και παρά την πετυχημένη παρουσία του στους πράσινους (είχε κάνει επιστήμη το γκολ με κεφαλιά-ψαράκι) να μετακομίσει τελικά στον Πειραιά, όπου έμεινε για άλλα 5 χρόνια, σταθερά πάντως στο ρόλο του 11ου ή 12ου παίκτη, πάντα δηλαδή απαραίτητος δίχως ποτέ να εξελιχθεί σε τοπ όνομα. Πρόσφατα, με το ρόλο πια του επικεφαλής της ακαδημίας του Ολυμπιακού στο Σίδνεϊ (παρέα με τον Τοχούρογλου) χαρακτήρισε το γκολ στο ντέρμπι του ‘94 ως το ωραιότερο της καριέρας του, που γνώρισε αρκετές δόξες και στην Αυστραλία. Στο ίδιο ματς το 0-2 για τους ερυθρόλευκους είχε γράψει ο «γερμανός» Μηνάς Χαντζίδης, άλλος ένας ομογενής δηλαδή, προτού μειώσει προς το τέλος ο Σαραβάκος, με ένα από τα κλασικά του φάουλ.
Πέρσι Ολιβάρες (21.11.1999, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 2-0 )
Είχαν περάσει ήδη τρία χρόνια με σερί κόκκινα πρωταθλήματα και στον Παναθηναϊκό δεν ένιωθαν καλά – πού να ‘ξεραν όσα θα ακολουθούσαν. Ο αθλητικός τύπος της εποχής έσπευσε να χαρακτηρίσει τη σεζόν 1999-2000 ως χρονιά της «λευκής πετσέτας» για την ομάδα, εκτίμηση που διαψεύστηκε από τα πράγματα, καθώς ο ταπεινός Παναθηναϊκός «του Κυράστα» έχει καταχωρηθεί στις πράσινες μνήμες ως η καλύτερη ομάδα στα χρόνια της παρατεταμένης στέρησης πρωταθλημάτων. Στο τελευταίο αιώνιο ντέρμπι του 20ου αιώνα οι πράσινοι κυριάρχησαν από την αρχή και νίκησαν τον Ολυμπιακό ύστερα από 7 σερί αγώνες σε πρωτάθλημα και κύπελλο, όπου μετρούσαν 6 ήττες και μόλις μία ισοπαλία. Κεντρική φιγούρα του ματς ο Πέρσι Ολιβάρες, ο περουβιανός αριστερός μπακ που είχε μεταγραφεί εκείνη τη χρονιά ύστερα από δύο καλά χρόνια στον ΠΑΟΚ. Ο Ολιβάρες άνοιξε το σκορ στο 58′ με άπιαστη σκαστή κεφαλιά ύστερα από κόρνερ του Φλίπσεν, ένω έξι λεπτά αργότερα σέρβιρε την ασίστ στον Βαζέχα, που σκόραρε επίσης με κεφαλιά. Ξεχωριστός μέσα στο γήπεδο κυρίως χάρη στον μόνιμο, μυστηριώδη επίδεσμο στο αριστερό του χέρι, που ο μύθος λέει ότι δεν οφειλόταν σε κάποιον τραυματισμό, ο Ολιβάρες θα πρόσφερε καλό υλικό για ντοκιμαντέρ αν υπήρχε τρόπος να κινηματογραφηθεί η συνύπαρξή του με τον Άγγελο Αναστασιάδη, τόσο στον ΠΑΟΚ όσο και τον Παναθηναϊκό (2000-2001). «Το καταλαβαίνω το παιδί αυτό, το μυαλό του λειτουργεί διαφορετικά από το κανονικό, όπως και το δικό μου», συνήθιζε να λέει ο Άγγελος, που του έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια, ακόμα και σε στιγμές που τον τρέλαινε, όπως τη μέρα που εμφανίστηκε στην προπόνηση με ράστα ποστίς. Ο Ολιβάρες τρέλανε ομαδικά τους Παναθηναϊκούς και στο α’ ματς της επώδυνης διπλής κόντρας με τον Ολυμπιακό το 2001 για το κύπελλο, όταν χωρίς προφανή λόγο άρπαξε τη μπάλα με τα χέρια ύστερα από ακίνδυνη σέντρα του Τζόρτζεβιτς, χαρίζοντας ένα πέναλτι –και το προβάδισμα- στον αιώνιο αντίπαλο. «Με τύφλωσε ο ήλιος», δικαιολογήθηκε στις κάμερες εννοώντας τους προβολείς, και το κακό τελείωμα εκείνης της σεζόν τον οδήγησε να συνεχίσει την περιπλάνησή του, καθώς έπαιξε ποδόσφαιρο σε 9 συνολικά χώρες. Τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει στο Περού, όπου απολαμβάνει στάτους τηλεπερσόνας.
Ματ Ντάρμπισιρ (21.3.2010, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 0-1)
Μια και οι μνήμες από το ντέρμπι αυτό είναι ακόμα σχετικά νωπές, ρίχνω τις μάσκες και αλλάζω το ύφος προς το πιο προσωπικό, με αφορμή την εμπειρία της συγκεκριμένης μέρας: φίλος, άρρωστος βάζελος, έχει παντρευτεί και μετακομίσει από τριάρι στο Ελληνικό σε μεζονέτα στο Πόρτο Ράφτη. Ψιλοχαμένος από την παρέα, βρίσκει αφορμή να καλέσει τρεις ομόδοξους, συν γυναιξί, στο καινούργιο σπίτι, αρχικά για κοψίδια στον κήπο, ενώ για τη συνέχεια έχει προγραμματίσει μετάβαση σε τοπική παραλιακή καφετέρια για τηλεθέαση του ντέρμπι. Το κλίμα είναι πανηγυρικό, αφού υπάρχει η αύρα της πολυαναμενόμενης επιστροφής της Πανάθας στους τίτλους, που απομένει να επισφραγιστεί και τυπικά το βράδυ. Οι ομόδοξοι θυμούνται χασκογελώντας ότι ο ίδιος φίλος είχε προβεί σε παρόμοια κίνηση και το 2003, κερνώντας την παρέα μια κούτα μπύρες «Θύρα 13» σε μάζωξη που οργανώθηκε ειδικά για το ντέρμπι της Ριζούπολης. «Λες πάλι να… μπάααα… φέτος αποκλείεται», κάνουν μεταξύ τους με νόημα. Τα κοψίδια παίρνουν γεύση από το μπλε οινόπνευμα της ψησταριάς, το κρασί είναι αφύσικα κόκκινο, τα στομάχια φλέγονται, ο ήλιος ζαβλακώνει. Το απόγευμα στο ισόγειο της καφετέριας κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με το ματς. Η τιβί είναι στο αδειανό πατάρι, που η παρέα το καβατζώνει παραγγέλνοντας ομαδικά τζιν τόνικ. Με τη σέντρα έρχονται πίσω μας και κάθονται άλλοι τρεις, δύο συνομήλικοι κι ένας 50άρης, διακριτικοί γάβροι. Πολιτισμός. Ο Σαλπιγγίδης κι ο Ζιλμπέρτο βρίσκουν τα δοκάρια, ο Βύντρα πιάνει αέρα, ο Καραγκούνης πέφτει πάνω στο Νικοπολίδη. Οι γλωσσίτσες αρχίζουν σιγά-σιγά να λύνονται: «ένα φύσημα θέλουνε ρε πούστη μου, αφού τους έχετε γαμήσει, βάλτε το, με τον Ντάτολο παίζετε…». Στο β’ ημίχρονο το σκηνικό αλλάζει: στο γκολ του Ντάρμπισιρ οι γάβροι πίσω μας ξεσπάνε, με σφιγμένα δόντια: «γκολ ρε πούστη, έτσι ρε, γαμήστε τους!». Την ώρα του ριπλέι ο δικός μας τούς υψώνει τέσσερα δάχτυλα, υπονοώντας την υπέρ μας βαθμολογική διαφορά. «Έλα τελείωνε ρε φίλε, κατέβασε το χέρι σου!», του κάνουν αναψοκοκκινισμένοι, και στο υπόλοιπο σχεδόν μισάωρο μέχρι να λήξει το ματς, δοκάρι ο Σισέ, δοκάρι και ο Μήτρογλου, τα μπινελίκια δίνουν και παίρνουν χωρίς ντροπές. Με το που το σφυράει οι γάβροι σηκώνονται να φύγουν και ο δικός μας γυρνάει απλώνοντας το χέρι προς τον 50άρη, τάχατες για συγχαρητήρια. «Ρε άντε φύγε από δω ρε», του κάνει εκείνος. «Συγχαρητήρια σου δίνω», του απαντάει, έχοντας προφανώς έτοιμη την επόμενη, εμπρηστική ατάκα. «Έτσι είναι, εγώ θα σε γαμάω κι εσύ θα έρχεσαι να μου δίνεις συγχαρητήρια», τον φουντώνει ο 50άρης την ώρα που κατεβαίνει τη σκάλα και ο φίλος μας του ορμάει να την κουτρουβαλήσουν μαζί μέχρι το ισόγειο, όπου οι θαμώνες πίνουν απερίσπαστοι το ποτάκι τους. Οι εκατέρωθεν ψύχραιμοι και τα γυναικόπαιδα αποτρέπουν τη συνέχιση της έντασης, οι γάβροι φεύγουν πρώτοι και θριαμβευτές από την καφετέρια και ο μαγαζάτορας πιάνει τον δικό μας και του λέει: «δεν θέλω να σας ξαναδώ στα μάτια μου, ούτε εσένα, ούτε εκείνον». Μας πήρε κάμποση ώρα για να τον ηρεμήσουμε, αφού για κάνα μισάωρο έψαχνε να πετύχει τον 50άρη στα σκοτεινά δρομάκια του Πόρτο Ράφτη.