Θυμάμαι πέρυσι τέτοια εποχή να σκοντάφτω στο Facebook ξανά και ξανά σε αναρτήσεις που εκθείαζαν το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη Ελάχιστο Ίχνος, με τρόπο ορμητικό, με την πιεστική σύσταση «διάβασέ το. Τώρα». Θα μου πείτε κάπως έτσι γινόταν πάντα με τα βιβλία του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Από το πρώτο του ήδη, το Οι Τέσσερις Τοίχοι – προσπαθώ να θυμηθώ άλλη πρώτη εκδοτική προσπάθεια που να σήκωσε τέτοιο κύμα ενθουσιασμού τα τελευταία χρόνια και δυσκολεύομαι. Τα βιβλία του είναι νησιά, τα κείμενά του έχουν κάτι το ερμητικό και εξωφρενικά οικείο και αλλόκοτο μαζί, ναι είναι νησιά, επικράτειες σε έναν χάρτη που έχουμε συνηθίσει τις πεδιάδες. Μια άλλη γλώσσα που αντιλαμβανόμαστε όπως τη μητρική μας.
Το Ελάχιστο Ίχνος φυσικά βρήκε το δρόμο των βραβείων: Βρίσκεται στις βραχείες λίστες του περιοδικού Αναγνώστης, μόλις πήρε το βραβείο Πεζογραφίας του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Ταυτόχρονα τα πρώτα του βιβλία Οι Τέσσερις Τοίχοι και Ο Φιλοξενούμενος συνεχίζουν με επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ισπανικά. Τα τελευταία χρόνια γράφει και θεατρικά κείμενα – το Λα Πουπέ μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Μια συνεχής μετάγγιση από τη λογοτεχνία στο θέατρο, που θα συνεχίσει ως το τέλος της συγγραφικής του πορείας, όπως με διαβεβαιώνει.
Το Κέικ του παίζεται αυτή την εποχή στο Εθνικό Θέατρο, μόλις ολοκλήρωσε ένα νέο εφηβικό θεατρικό έργο για το οποίο θα συνεργαστεί και πάλι με τη Σοφία Βγενοπούλου, ενώ ένα νέο θεατρικό έργο γράφεται ήδη. Μπορεί να μου λέει πως ο συγγραφέας είναι ένας μικρός Θεός, όμως ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι ένα πραγματικός εργάτης, σκάβει και προκαλεί δονήσεις.
Ταυτόχρονα έχει μια βαθιά αίσθηση του χιούμορ και κύτταρα ανατροπής που δεν ξέρεις ποτέ που θα οδηγήσουν ένα κείμενο ή μια συζήτηση – μέχρι να γραφτεί ή ειπωθεί η τελευταία λέξη. «Δεν σου κρύβω τον φόβο μου μήπως κάποια στιγμή σε δω πρωταγωνιστή στην Ντενίση!», είπε κάποτε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος στον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, τότε που ήταν ηθοποιός στο ένδοξο Εμπρός. Η φράση πήρε ζωή από μόνη της, έγινε μια μορφή ανεκδότου. Του λέω πως όταν γκούγκλαρα Χατζηγιαννίδης μου έβγαλε και το όνομα Ντενίση μαζί. «Α, μου αρέσει αυτό», μου λέει. «Μου αρέσει το μπέρδεμα των υλικών».
Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, πιστεύω ότι έχεις ξεγελάσει πολλούς ανθρώπους. Αναγνώστες εννοώ. Σε ακούω…
Νομίζω ότι υπάρχει κάτι το σαρδόνιο πίσω από τις εντάσεις και την εσωτερικότητα των κειμένων σου. Σα να σπας πλάκα σε κάποια σημεία. Κάνω λάθος; Νομίζω ότι είναι πολύ σωστή η παρατήρησή σου. Ίσως με έλκει αυτός ο τρόπος να αντιμετωπίζω τους ήρωες -είτε σε ένα θεατρικό έργο, είτε σε ένα πεζογραφικό κείμενο- γιατί αισθάνομαι ότι αυτό το πράγμα το κάνει ούτως ή άλλως η ζωή σε όλους μας. Ενώ έχουμε τους στόχους, τα όνειρά μας, τις φιλοδοξίες μας, η ζωή με ένα πολύ σαρδόνιο τρόπο τα ακούει, χαμογελάει και είτε μας σπρώχνει προς την επιθυμητή κατεύθυνση, είτε μας παίρνει από το αυτί και μας τραβάει προς μια άλλη κατεύθυνση.
Και βέβαια ο συγγραφέας είναι ένας μικρός Θεός. Περίπου έτσι αισθάνεται μέσα στο συγγραφικό του σύμπαν. Ετσι κι εγώ, μέσα από αυτή τη «θεϊκή μου ιδιότητα» κάνω αυτό που κάνει η ζωή σε όλους μας. Χαμογελώ σαρδόνια.
Κι εσύ έτσι ασκείς μια μορφή εξουσίας. Βέβαια.
Ποιο είναι το συναίσθημα που εισπράττεις από αυτή την εξουσία; Αμηχανία; Δικαίωση; Κάτι άλλο πολύ πιο βασικό: Η χαρά της δημιουργίας. Η χαρά της παντοδυναμίας του συγγραφέα που φτιάχνει ανθρώπους, που φτιάχνει χώρους. Η παντοδυναμία να εξουσιάζει την εξέλιξη των ζωών, κάτι που στην ουσία δεν μπορεί κανείς να κάνει. νας συγγραφέας εξουσιάζει πραγματικά τους ήρωές του κι αυτό μου δίνει απίστευτη χαρά. Ισως για αυτό το λόγο, επειδή εκτονώνεται αυτή η χαρά, δεν θέλω να εξουσιάζω τις ζωές των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά μου.
Όταν βγαίνεις από την κατάσταση της συγγραφής, πόσο απογοητευτική είναι η επιστροφή στην καθημερινότητα; Είναι το αντίθετο: Από την καθημερινότητα και τον κόσμο επιχειρώ μια απόδραση και πηγαίνω σε έναν άλλο που είναι ιδανικός γιατί τον έχω φτιάξει εγώ. Δεν είναι η απογοήτευση όταν αντικρύζω τον πραγματικό κόσμο, είναι η χαρά όταν μπαίνω στον κόσμο των ηρώων μου.
Νιώθεις ότι όλα αυτά μπορεί να είναι μια φάρσα; Από τον κόσμο που φτιάχνεις όπως θες εσύ στα κείμενα στην πραγματική ζωή που πλέον είναι σχεδόν συνθλιπτική. Δεν θεωρώ αρνητικό να ζει κανείς και τα δύο άκρα και να υπάρχει σε κόσμους τελείως διαφορετικούς. Αυτή η πραγματικότητα που μας συνθλίβει, η πραγματικότητα που ζούμε, είναι όπως μια αρρώστια που για δέκα μέρες μπορεί να είμαστε κρεβατωμένοι με πυρετό, να αισθανόμαστε άσχημα, να νιώθουμε ότι έχουμε ακυρωθεί, ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις, αλλά από την άλλη αναγνωρίζουμε ότι αυτό ανήκει στη φυσική νομοτέλεια. Ναι, ο άνθρωπος ανεβάζει πυρετό. Είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να αναπτύσσει μερικές φορές ένα μόρφωμα μέσα του. Αν το πολεμήσουμε αυτό είναι σα να αρνιόμαστε την ανθρώπινη φύση μας. Αυτή η φύση σαν κοινωνία μάς οδήγησε σε μια δυσάρεστη κατάσταση. Εμείς την φτιάξαμε αυτή την κατάσταση. Αν και πολλοί πρέπει να τιμωρηθούν για τις ευθύνες τους, είναι το σύστημά μας τέτοιο που επιτρέπει να έρθουμε σε μια κατάσταση τέτοια. Όμως έχουμε τη δυνατότητα ίασης αυτής της κατάστασης.
Τη δυνατότητα της ανατροπής την έχουμε; Ναι. Το πιστεύω απόλυτα. Το μόνο που είναι ανοιχτό είναι το πότε αποφασίζει ο καθένας μας να εξασκήσει τη δύναμη της ανατροπής που έχει. Αυτό παίζει. Αλλά το έχουμε. Είναι βέβαιο.
Έχουν κοινά χαρακτηριστικά οι ήρωές σου; Προσπαθώ να δουλεύω με ποικιλία χαρακτήρων. Αβουλοι άνθρωποι που τους παρασύρει το ρέμα της ζωής, άλλοι αποφασιστικοί που τα κάνουν όλα σμπαράλια. Όπως ακριβώς ακόμα και μέσα σε μια οικογένεια μπορούν να υπάρχουν αυτές οι ποικιλίες. Αυτό που είναι κοινό είναι ο τρόπος που εγώ βλέπω αυτούς τους διαφορετικούς ήρωες. Η απόσταση που κρατάω από αυτούς, μου αρέσει να τους υποσκάπτω. Για παράδειγμα, πάνω που μας έχουν συγκινήσει πολύ για τις επιθυμίες και τα οράματά τους, συνηθίζω να τους βάζω μια τρικλοποδιά και να τους βλέπουμε την επόμενη στιγμή να καταρρέουν.
Το έκανες και στον εαυτό σου – που εμφανίζεται κανονικά με ονοματεπώνυμο και ιδιότητα στο Ελάχιστο Ίχνος. Ναι το έκανα, για να μην αποφύγω το σκληρό μάτι του συγγραφέα. Δεν είδα τον εαυτό μου με διάθεση χαϊδευτική. Καθόλου.
Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί έβαλες τον εαυτό σου στο βιβλίο. Ήταν ένα συγγραφικό παιχνίδι. Το είδα και σαν μια επιθυμία να συμμετέχω ως πραγματικό πρόσωπο. Επειδή ξέρω ότι ποτέ δεν θα γράψω την αυτοβιογραφία μου, μου άρεσε έστω φευγαλέα μέσα σε δέκα σελίδες να περάσω από το βιβλίο ως τριταγωνιστής, όπως περνούσε ο Χίτσκοκ από τις ταινίες του.
Στο Εθνικό έχει ανέβει το έργο σου Κέικ. Όλα ξεκινούν από μια «ιπτάμενη» σακούλα σκουπιδιών… Όλα ξεκινάνε όταν μια ένοικος πηγαίνει στο διαχειριστή και παραπονιέται ότι κάποιος πετάει τη σακούλα με τα σκουπίδια από το μπαλκόνι και είναι ένα αίσχος αυτό. Ζητά να αναζητηθούν ευθύνες και να γίνουν συστάσεις. Ο διαχειριστής καλεί τα ύποπτα άτομα στο διαμέρισμα και μέσα από μία τύπου «αστυνομική» έρευνα που κάνει, κατορθώνει να φέρει κοντά αυτούς τους ανθρώπους. Την ώρα που μέσα στην κουζίνα ψήνεται ένα κέικ – γιατί ο διαχειριστής περιμένει την κόρη του- γίνεται μια περίεργη διεργασία και βγαίνουν απρόσμενα και απροσδόκητα πολλά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όλων. Θα γίνει μια σύρραξη, εξομολογήσεις, μια συμφιλίωση. Όλα αυτά στη διάρκεια ψησίματος ενός κέικ.
Γιατί επέλεξες τον τίτλο Κέικ; Επίσης εκεί υπάρχει μια μικρή ειρωνεία: Το κέικ, όπως το έχω φανταστεί λουσμένο με ένα ροζ γλάσο, λειτουργεί τελείως αντιστικτικά ακόμη και στην αγριότητα που κάποιες στιγμές δημιουργείται μέσα στο διαμέρισμα. Το κέικ είναι ένα παιδικό γλυκό το οποίο σου δημιουργεί μια αίσθηση αθωότητας. Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που υπάρχει στον κόσμο, των ενηλίκων τουλάχιστον.
Προκάλεσε αίσθηση η ανακοίνωση πως την παράσταση σκηνοθετεί ο Πέτρος Φιλιππίδης. Δεν τον έχουμε δει να καταπιάνεται με έργα σαν τα δικά σου. Το θέατρο είναι το ίδιο, ο τρόπος που ανεβαίνει μια παράσταση, που ο σκηνοθέτης οδηγεί τους ηθοποιούς, αυτή η λειτουργία είναι ίδια.
Η αισθητική; Οι κώδικες; Είναι ίδιοι; Ο Πέτρος βρήκε κώδικες επικοινωνίας με τους ηθοποιούς που είχε, με το έργο που είχε. Και επειδή θεωρώ ότι είναι ένας άνθρωπος πλασμένος να υπηρετεί το θέατρο, είναι καλλιτέχνης ο Πέτρος, για αυτή τη συνεργασία βρήκε τους κατάλληλους κώδικες. Θα μπορούσε αν ήταν πιο περιορισμένης αντιληπτικότητας ή ελαστικότητας να μην τους βρει, να μην καταλάβει το έργο, να μην μπορέσει να μιλήσει με τους ηθοποιούς. Νομίζω ότι ανέβασε με ένα ιδανικό τρόπο αυτό το έργο. Ίσως ακριβώς και για το λόγο ότι δεν ξεκίνησε έχοντας στερεότυπα μέσα του.
Όταν κυκλοφόρησαν Οι Τέσσερις Τοίχοι ξεσηκώθηκε ένας θόρυβος στην πόλη. Βραβεία, αναγνώσεις, έκπληξη, ένα κοινό που διαμορφώθηκε μέσα σε λίγες μέρες και έμεινε πιστό, ορκισμένο. Είμαι σίγουρη ότι υπήρξαν πολλές προτάσεις από άλλους εκδοτικούς οίκους. Όμως εσύ παραμένει πιστός στο Ροδακιό. Ταυτίστηκες με τις εκδόσεις Ροδακιό. Δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια για αυτό. Τις εκδόσεις αυτές τις αισθάνομαι σαν οικογένεια. Θα κόβαμε τους δεσμούς με το σπίτι μας μόνο αν συνέβαινε κάτι τρομακτικά δυσάρεστο. Τα βιβλία τυπώνονται και μένουν -και το Ροδακιό τα τυπώνει με πολύ καλαίσθητο τρόπο- και θεωρώ ότι το κείμενο είναι το άπαν σε ένα βιβλίο – όχι πόσες συνεντεύξεις θα σου κλείσει ο εκδοτικός οίκος. Η ουσία είναι τα κείμενα. Και τα κείμενά μου λάμπουν στο Ροδακιό, η ουσία τους προβάλλεται πιο ουσιαστικά μέσα από το Ροδακιό.
Ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει τα έργα σου; Γενικά προσπαθώ να τα κρατώ πολύ στο σκοτάδι. Όμως, ο πρώτος άνθρωπος που τα διαβάζει είναι η εκδότριά μου (σ.σ. Τζούλια Τσιακίρη).
Ξαναδιαβάζεις τα βιβλία σου; Ποτέ! Γι’ αυτό μερικές φορές μου λένε «εκεί που γράφεις αυτό…» και δεν το θυμάμαι.
Τι έχεις πάνω στο γραφείο σου όταν γράφεις; Τα απολύτως απαραίτητα για να μην αποσπώμαι από το χαρτί ή την οθόνη – γιατί γράφω και στα δύο.
Έχω την εντύπωση ότι όταν γράφεις θα είσαι εντελώς συγκροτημένος. Χωρίς καμία αμφιβολία. Δεν θα πεταρίζει ούτε το μάτι σου. Έτσι είναι. Γι αυτό είμαι από τους συγγραφείς σκίζουν πολύ λίγο. Γράφω αργά αλλά όταν θα έχω αποτυπώσει κάτι στο χαρτί είναι κοντά στο τελικό κείμενο.
Το Κέικ του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη θα παίζεται στο Εθνικό Θέατρο μέχρι τις 29 Μαΐου. Η σκηνοθεσία είναι του Πέτρου Φιλιππίδη. Τα υπόλοιπα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.