aggelakos

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε;  Θα μπορούσα να μιλήσω για τον «Καπετάν Μιχάλη», αλλά προτιμώ να πω για μια φράση, δυο λέξεις όλες κι όλες που έχουν μια μικρή ιστορία. Θείος, κομμουνιστής, και θεριακλής καπνιστής που κέρναγε Καρέλια, δούλευε σε βιβλιοδετείο. Καθώς μισούσε με συνέπεια όλα του τ’ αφεντικά, φρόντιζε να κλέβει και τον βιβλιοδέτη. Έτσι φτάνανε στα χέρια μας δεκάδες βιβλία χωρίς εξώφυλλο, με τις κλωστές στις ράχες τους και τα ξέφτια που θ’ αναλάμβαναν να τα ξανακάνουν φύλλο και φτερό. Τα υπόλοιπα τα έβαζε σ’ ένα καρότσι και τα πήγαινε στο Μοναστηράκι, όπου τα πούλαγε για χαρτί.

Ένα από τα βιβλία του θείου ήταν και μια βιογραφία της Αυτοκράτειρας Ευδοκίας, συζύγου του Θεοδοσίου Β’. Ο συγγραφέας, του οποίου το όνομα ξεχνώ, ήταν ίσως Γερμανός, και σίγουρα υπαινικτικός όσο πρέπει ώστε να μυήσει έναν προέφηβο στη δημιουργία των πρώτων φαντασιώσεων. Σοφτ πορνό, με άλλα λόγια, η βιογραφία. Κι αφού δυσκολεύτηκα να κατανοήσω το ρόλο του παρακοιμώμενου και τον μετέτρεψα χάριν ευκολίας σε απλό υπασπιστή, έφτασα στη σελίδα όπου βγαίνει νύχτα από τη σκηνή της Ευδοκίας, μπαίνει στη σκηνή του αυτοκράτορα, ξαπλώνει πλάι του, και μετά κάτι που δεν θυμάμαι, και μετά τελεία. Και τέλος, η αινιγματική φράση: «Και ενέδωσε.»

Πήρα ένα λεξικό τσέπης, τόσο μικρό που δεν χωρούσε τη λέξη «ενέδωσε». Αρχαία θα κάναμε σε τρία χρόνια, κι από «ενέ-» το λεξικάκι έδινε μόνο την «ενέδρα». Και όσον αφορά μεν την Ευδοκία το έπιανα το σκηνικό, αλλά με τον Θεοδόσιο; Τι του «ενέδωσε»;

Συχνά νομίζω πως η γραφή, αλλά και η ζωή, είναι μια λέξη που δεν τη γράφουνε τα λεξικά. Τη φαντάζεσαι αόριστα, αλλά δεν την ξέρεις, δεν φαντάζεσαι καν πως την ξέρεις. Μυστήρια πράγματα.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Οι υπογραμμίσεις και οι σημειώσεις στα περιθώρια είναι τόσες πολλές που μπαίνουν ανάμεσα στις τυπωμένες αράδες. Αν έχω ξεκλειδώσει ένα κείμενο είναι αυτό. Ήταν μια εποχή που μπορούσα να πω από στήθους ολόκληρα αποσπάσματα. Έμαθα απέξω το σημείωμα του Μαρωνίτη στο οπισθόφυλλο. Ακόμη θυμάμαι την τελευταία του φράση: «Μετά το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δεν μοιάζει πια αμετάφραστος.» Κι έτσι, αν υποτεθεί πως έμαθα να γράφω, το οφείλω στον Αλεξάνδρου και στο μυθιστόρημά του. Και ακόμα: αν συντρίβομαι στο ίδιο όριο κάθε φορά, αν συνειδητοποιώ την ασημαντότητά μου σε σχέση με τους συγγραφείς που αγαπάω, αν εκμηδενίζομαι από το μέγεθος αυτών που θαυμάζω, όλα τούτα τα οφείλω επίσης στο «Κιβώτιο».  

Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Κι εδώ, η δεύτερη ιστορία –και τελευταία. Τετάρτη Γυμνασίου τότε, καταμεσής της πιο αφόρητης εφηβείας, διαβάζω τη «Χαμένη Άνοιξη» του Τσίρκα. Σήμερα το θεωρώ το πιο αδύναμο μυθιστόρημά του, αλλά στα 15 μου πώς να μην κλάψω με την πολυσέλιδη περιγραφή της κηδείας του Πέτρουλα και πώς να μην εκστασιαστώ με τη Φλόρα που όταν έκανε έρωτα, άκουγε κρωξίματα γλάρων στο κεφάλι της.

Ένα μεσημέρι, ορκισμένος κοπανατζής καθώς ήμουν, μπήκα στον παλιό Κέδρο, στην Πανεπιστημίου. Η Νανά Καλλιανέση, πίσω από ταμείο, και μπροστά της ο Τσίρκας. Είχα πάει ν’ αγοράσω τη «Λέσχη». Δεν πρόλαβα. Ο Τσίρκας βγήκε από το βιβλιοπωλείο και στο κατόπι του εγώ. Τον ακολούθησα μέχρι το σπίτι του. Δεν την ήξερα την περιοχή, ούτε τους δρόμους της ακόμη, αλλά τον παρακολουθούσα από 5-10 μέτρα απόσταση, σταθερά, σε όλη τη διαδρομή. Δεν σκεφτόμουνα τίποτα, δεν είχα κάτι να του πω, το μυαλό μου είχε αδειάσει. Ήμουνα απλώς μαγεμένος. Ο Τσίρκας πρέπει να με είχε καταλάβει, είχαν πείρα από παρακολουθήσεις οι παλιοί, αλλά μάλλον τον διασκέδαζε η εικόνα του άγαρμπου εφήβου που του είχε γίνει σκιά. Έφτασα μέχρι το σπίτι του. Δίπατο το θυμάμαι, έβγαλε το κλειδί κι άνοιξε την πόρτα στο ισόγειο. Την έκλεισε πίσω του και παρόλο που δεν την ξανάδα ποτέ, μπορώ να κλείσω τα μάτια και να πω πώς ήταν.

Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας ; Ναι, το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Λόουρι μ’ έκανε ένα διάστημα αλκοολικό.

Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Όλα τα βιβλία που με κάνουν να γελάω με την καρδιά μου.

Ο Χρήστος Αγγελάκος έχει εκδώσει τη μετάφραση «Τρεις Μανίες» του Jean Starobinski (Εστία, 1992), τα μυθιστορήματα «Η Τελευταία Εικόνα» (Κέδρος, 1998) και «Το Δάσος των Παιδιών» (Μεταίχμιο, 2011), την ποιητική συλλογή «Τα φώτα απέναντι» (Ίκαρος, 2008), καθώς και τα θεατρικά έργα «Οι δυο μας τώρα» και «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» (Ευρασία, 2014 και 2015 αντιστοίχως). Ετοιμάζει για έκδοση το τρίτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ψεύτικοι Δίδυμοι».