Πολύ συχνά προσπαθώ να περιγράψω την ενέργεια των live του Larry Gus σε κάποιον που δεν είχε την τύχη να τον δει ή που ακούγοντας τη μουσική του -ένα σύνολο Stitches όνομα και πράμα- προσπαθεί να φανταστεί πώς αυτό μεταφράζεται σε κέφι στη σκηνή, σε αυτό τον αναρχικά καθηλωτικό ρυθμό.
Το κλειδί είναι νομίζω πως τα live αυτού του φανταστικού ανθρώπου συμβαίνουν, όπως τελικά και η μουσική του, κατά βάση μέσα στο κεφάλι του. Το καταλαβαίνεις κοιτώντας τον τόσο την ώρα που παίζει κάποιο κομμάτι όσο κι όταν αποφασίζει να απευθυνθεί στο κοινό. Η μόνη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό, χτες στο Six d.o.g.s., πέρσι στο Plissken, κάθε μα κάθε φορά, η μόνη λέξη που ταιριάζει είναι: χάος. Ένα δημιουργικό, απολαυστικό, χορευτικό-μέχρι-να-σου-ξεκολλήσουν-τα-πλευρά χάος.
Σε κάθε αλλαγή από αυτές που σε κάνουν να θες να τρυπήσεις τον αέρα με τη γροθιά σου (σκέψου στο ⅓ του “Achilleas Kyriakidis” καθώς μπαίνει το βιολί) ο Larry Gus είναι λες και καταπίνει μια μικρή έκρηξη στη σκηνή, χορεύει μόνος του, επιτίθεται στα μηχανήματά του, φωνάζει σιωπηλά με κλειστά τα μάτια. Χτες έσπρωχνε τον πάγκο με τις κονσόλες αφήνοντάς τον να αιωρείται ρυθμικά όσο εκείνος χόρευε, και λίγο μετά απλώς πέρασε από κάτω, βγαίνοντας στο μπροστά μέρος του stage με πλάτη στο κοινό. Ήταν εμφανές πως βρισκόταν κάπου αλλού κι εμείς απλά τυχεροί που γινόμασταν αποδέκτες της εξώκοσμης ενέργειάς του.
Στο κοινό ήταν κι ο ίδιος ο Αχιλλέας Κυριακίδης, κάτι που διασκέδασε όσους παρευρεθήκαμε (καθώς το διαπιστώναμε ο ένας μετά τον άλλον), όσο έκανε τον ίδιο τον Μελίδη να το αναφέρει από σκηνής με μια μίξη ενθουσιασμού και δέους. Για την ακρίβεια οτιδήποτε κι αν λέει ανάμεσα στα τραγούδια του, μοιάζει να έρχεται με αυτή την ίδια μίξη ενθουσιασμού και δέους- δεν φαίνεται ποτέ να απευθύνεται σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό, ούτε να έχει προκατασκευασμένα, έτοιμα αστειάκια σαν ‘γέφυρα επικοινωνίας’. Απλά υπάρχουν οι στιγμές που ξεκινάει να μιλάει, συχνά δίχως να καταλήγει πουθενά. Χτες μας καθοδηγούσε κάποια στιγμή ανάμεσα στα samples για τα οποία πρέπει να πληρωθεί clearance, ξεκίνησε να πει μια-δυο ιστορίες, τόσο off script που σχημάτιζαν μια δική τους αφηρημένη τέχνη.
Καθώς τον χαζεύω πάνω στη σκηνή (υποπτεύομαι παρέα με ένα ανόητο χαμόγελο ζωγραφισμένο συνεχώς στο πρόσωπό μου), σκέφτομαι πως είτε είχε εκείνη τη στιγμή μπροστά του απλώς τρεις φίλους και δυο αγνώστους, είτε ένα ασφυκτικά κατάμεστο Six Dogs Παρασκευής βράδυ όπως το χτεσινό (ιδρώσαμε και λιώσαμε μέχρι να φτάσουμε σε αποδεκτό σημείο), δε θα διέφερε κάτι σε αυτό που κάνει.
Μπαίνει σε ένα νοητικό χώρο, και τον μεταφράζει σε χορό και καθηλωτικό χάος. Όταν όλα κορυφώνονται στο -ποιο άλλο;- “Angelos Kyriou” το κοινό, όλοι μας, είναι σα να έχουμε εναρμονιστεί με την ρυθμική του επίθεση. Το κομμάτι διάρκεια τρία λεπτά, στο live είμαι σχετικά βέβαιος πως κράτησε κάπου τα διπλάσια, και είμαι ακόμα πιο σίγουρος πως θα μπορούσε να κρατάει για άλλη μισή ώρα. Κοινό και καλλιτέχνης σε αυτό το σημείο έχουμε συντονιστεί στο βαθμό που αυτή η αλλόκοτη αρμονία θα μπορούσε να διατηρηθεί στο άπειρο, χορεύοντας με κέφι, νιαουρίζοντας τους στίχους, κινούμενοι άτσαλα στο χώρο. Μέχρι το τέλος, είμαστε όλοι μικροί Larry-γγες, και τα κομμάτια αυτά είναι και δικά μας.