Στις 7 Ιουλίου του 1936 γεννιέται ο Νίκος Ξυλούρης
Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης, από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Τα πρώτα χρόνια μετά την καταστροφή των Ανωγείων είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική. Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη. Λύρα αρχίζει να παίζει στα 12 του χρόνια …
Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές. Ο δίσκος αγαπήθηκε κι έτσι ο Ξυλούρης ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του, Ουρανίας Ξυλούρη, – όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών Δίφωνο και Μονογραφίες – διαφέρουν από την ιστορία που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη: ότι δηλαδή τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του Χρονικού. Προηγουμένως, ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη, που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, μέχρι που γνώρισε τον Ξυλούρη και του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του Χρονικού.
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).
Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον», με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Νίκος Ξυλούρης στον ρόλο του ντελάλη ξεσήκωνε με τη φωνή του τον κόσμο, που έκανε ουρές για ένα εισιτήριο. Το προσωνύμιο «Αρχάγγελος» του το είχε δώσει η Τζένη Καρέζη, αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…». Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στον χώρο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.
Τον Νοέμβριο του 1973, τις μέρες της εξέγερσης, είναι μέσα στο Πολυτεχνείο και τραγουδά πίσω από τα κάγκελα μαζί με τους φοιτητές, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ο φωτογραφικός φακός καταγράφει τα στιγμιότυπα τα οποία γίνονται πρωτοσέλιδα και αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη χούντα, που λογοκρίνει τα τραγούδια του, απαγορεύει τις συναυλίες του και κλείνει το μαγαζί που τραγουδάει. Η φωνή του είχε γίνει σύμβολο αντίστασης τα χρόνια της χούντας.
Στη βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τηλεοπτική σειρά Έμποροι των εθνών, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, ο Ξυλούρης ερμηνεύει για τους τίτλους το τραγούδι «Ήτανε μια φορά μάτια μου» σε στίχους του σκηνοθέτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλει να αφαιρεθεί η φωνή του και να παίζεται μόνο η μουσική. Πολύ αργότερα και μετά από επίμονη παρέμβαση του Φέρρη, θα ακουστεί και η φωνή του στη σειρά.
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη…
Στην ακμή της καριέρας του, τον Μάιο του 1979, ο Νίκος Ξυλούρης αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μεταβαίνει στο Νοσοκομείο Μεμόριαλ της Νέας Υόρκης για να χειρουργηθεί και επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από αλλεπάλληλες επεμβάσεις, στις αρχές Αυγούστου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, σε «συναυλία αγάπης» που διοργανώνει για εκείνον ο Σταύρος Ξαρχάκος στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, με στόχο την κάλυψη των εξόδων της νοσηλείας του, 25.000 άνθρωποι τραγουδούν και προσεύχονται για να γίνει καλά. Τελικά, τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου του 1980 χάνει τη μάχη σε ηλικία μόλις 43 χρονών.
Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν στο πρώτο νεκροταφείο τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρυα στα μάτια και τραγουδούν:
… Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…
Με πληροφορίες από cretalive.gr και Wikipedia.