H Ελλάδα είναι 6 θέσεις υψηλότερα στον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων
Προϊόν συνεργασίας του Ομίλου Adecco με το INSEAD και το Human Capital Leadership Institute of Singapore (HCLI), ο Παγκόσμιος Δείκτης Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων (GTCI) αποτελεί μια ετήσια έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης που καταγράφει την ικανότητα των χωρών να ανταγωνίζονται για τα ταλέντα.
Ο δείκτης GTCI μετρά το πώς οι χώρες αναπτύσσουν, προσελκύουν και διατηρούν ταλέντα και αποτελεί σημαντική πηγή για τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων προκειμένου να αναπτύσσουν στρατηγικές με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ταλέντων. Το θέμα της τέταρτης έκδοσης του GTCI είναι «Ταλέντο και Τεχνολογία: Διαμορφώνοντας το Μέλλον της Εργασίας».
Αναλυτικότερα, με εξαίρεση τον πυλώνα «Διατήρησης» ταλέντων, η Ελλάδα αποδίδει γενικότερα κάτω του μέσου όρου της ομάδας εισοδήματος και της περιοχής της σε όλους τους πυλώνες, ενώ μεγάλο μειονέκτημα σε σχέση με τις χώρες στην κορυφή της κατάταξης παρατηρείται στον πυλώνα της «Προσέλκυσης» ταλέντων (-38,65%).
Επιπλέον, η Ελλάδα δυσκολεύεται ιδιαίτερα να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική δεξαμενή ταλέντων με αποτέλεσμα να έχει πολύ χαμηλή απόδοση και στον πυλώνα της «Ενεργοποίησης» (-36,28%). Φαίνεται ότι ευρωπαϊκά κράτη που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις όπως η Ελβετία ή η Δανία θα μπορούσαν να προσφέρουν καλές πρακτικές για τη βελτίωση του κανονιστικού τοπίου και της αγοράς ενώ, η χώρα μας θα μπορούσε να βελτιωθεί και στον τομέα των «Επαγγελματικών δεξιοτήτων» με την Τσεχική Δημοκρατία να προσφέρει κάποιες βέλτιστες πρακτικές στον τομέα αυτό.
Η Ελλάδα φαίνεται επίσης να βραδυπορεί σε ό,τι αφορά στην «Ετοιμότητα των ταλέντων για τη χρήση τεχνολογιών» που δείχνει τον βαθμό εξοικείωσης με πρακτικές που σχετίζονται με την τρέχουσα τεχνολογία. Τέλος, παρόλο που το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και οι πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας θα μπορούσαν σίγουρα να λειτουργούν καλύτερα, σημαντικό περιθώριο βελτίωσης φαίνεται να υπάρχει στα πεδία της προαγωγής της διασύνδεσης των εμπλεκομένων φορέων και της ανάπτυξης ικανοτήτων χρήσης της τεχνολογίας.
Η Ελβετία και η Σιγκαπούρη καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στον δείκτη GTCI 2017, ενώ τέσσερις Σκανδιναβικές χώρες περιλαμβάνονται στην πρώτη δεκάδα (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία και Νορβηγία). Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσονται στην τρίτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα.
Οι χώρες που βρίσκονται υψηλότερα στην κατάταξη μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα εκπαιδευτικά συστήματα που καλύπτουν τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας, οι πολιτικές απασχόλησης που ευνοούν την ευελιξία, την κινητικότητα και την επιχειρηματικότητα, και η υψηλή διασύνδεση/συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων σε επιχειρήσεις και κυβερνήσεις.
Σημειώνεται ότι η πρώτη έκδοση του δείκτη GCTCI περιλαμβάνει 46 πόλεις, με την Κοπεγχάγη να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ενώ ακολουθούν η Ζυρίχη και το Ελσίνκι. Το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες είναι οι δυο αμερικανικές πόλεις που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα, καθώς κατατάσσονται στην τέταρτη και όγδοη θέση αντίστοιχα. Το Σίδνεϊ και η Σιγκαπούρη, στη 12η και 19η θέση αντίστοιχα, είναι ηγέτες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η απόδοση στην ανταγωνιστικότητα ταλέντων σε επίπεδο πόλεων μετρήθηκε με βάση μια σειρά από παραμέτρους, και φαίνεται πως οι πόλεις της πρώτης δεκάδας παρουσιάζουν υψηλή ποιότητα ζωής, υψηλά επίπεδα συνδεσιμότητας, ευκαιρίες για διεθνή προβολή καθώς και επαγγελματικές ευκαιρίες.
Μέσα από την ανάλυση των χωρών του δείκτη, προκύπτουν διάφορα πρότυπα και τάσεις, που συνοψίζονται ως εξής:
– Η τεχνολογία και η υπερ-συνδεσιμότητα αλλάζουν τη φύση της εργασίας: σε συνδυασμό με δημογραφικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, προωθούν την εμφάνιση ενός πιο ανεξάρτητου ανθρώπινου δυναμικού. Η ευελιξία είναι το σύνθημα της εποχής μας, καθώς μετακινούμαστε από ένα περιβάλλον στο οποίο η εργασία βασιζόταν στην παραδοσιακή απασχόληση (μισθωτή εργασία) σε ένα περιβάλλον όπου το 30% του εργαζόμενου πληθυσμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη είναι ελεύθεροι επαγγελματίες.
– Πρέπει να σκεφτόμαστε πέραν του αυτοματισμού: το ζήτημα δεν αφορά μόνο στην τεχνολογία. Βιώνουμε μια βαθιά μεταμόρφωση της κοινωνίας, των οργανισμών, της καριέρας, της εκπαίδευσης και της απασχόλησης. Οι οργανισμοί γίνονται πιο επίπεδοι και διασυνδεδεμένοι. Τα αποτελέσματα και η συνεργασία επικρατούν έναντι της εξουσίας και της ιεραρχίας και οι συνεχείς εναλλαγές καριέρας έχουν γίνει ο κανόνας.
– Οι τεχνικές δεξιότητες σε συνδυασμό με κοινωνικές ικανότητες είναι κρίσιμες για το νέο προφίλ ταλέντου, δεδομένου ότι η καινοτομία προκύπτει όλο και συχνότερα μέσα από τη συνεργασία. Καθώς ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ιδιαίτερα απρόβλεπτος, οι νέοι άνθρωποι πρέπει να ενδυναμώνονται «μαθαίνοντας πώς να μαθαίνουν», και αποκτώντας δεξιότητες που αφορούν στη δημιουργικότητα, την επίλυση προβλημάτων και την επικοινωνία. Τα προγράμματα εκπαίδευσης πρέπει να είναι προσανατολισμένα στην εμπειρία και την εργασία, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης στον εργασιακό χώρο, μέσω προγραμμάτων μαθητείας και πρακτικής άσκησης. Επιπλέον, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές εναλλαγές καριέρας, η δια βίου μάθηση είναι απαραίτητη.
– Οι πολιτικές που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας αποτελούν τις βασικές προκλήσεις στην προσπάθεια μεταρρυθμιστικών αλλαγών: η συνεργασία μεταξύ κυβερνητικών, επιχειρηματικών και εκπαιδευτικών φορέων είναι απαραίτητη για την επίτευξη της άμεσης μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος και για τον σχεδιασμό πολιτικών απασχόλησης που συνδυάζουν ευελιξία στην αγορά εργασίας και κοινωνική προστασία.
– Η πρώτη έκδοση του GCTCI αναδεικνύει μια μη αναμενόμενη εικόνα όσον αφορά στο πώς οι πόλεις ανταγωνίζονται για τα ταλέντα: υπάρχουν πολλές μικρές πόλεις ανάμεσα σε αυτές με τις υψηλότερες επιδόσεις στον δείκτη GCTCI (οι 7 στις 10 έχουν λιγότερους από 400.000 κατοίκους). Οι πόλεις με τις καλύτερες επιδόσεις έχουν πετύχει να συνδυάσουν την υψηλή ποιότητα ζωής με την προσφορά επαγγελματικών ευκαιριών και ευκαιριών για διεθνή προβολή. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός σκανδιναβικών πόλεων (3) παρουσιάζονται στην πρώτη πεντάδα, καθώς έχουν εφαρμόσει συντονισμένες στρατηγικές προσέλκυσης και διατήρησης ταλέντων.