Τα κείμενα που ακολουθούν δεν είναι ακριβώς δισκοκριτικές, τουλάχιστον όχι με την πατροπαράδοτη έννοια του όρου – δεν ήταν άλλωστε αυτός ο στόχος μας όταν αποφασίσαμε να ακούσουμε όλοι το World Peace Is None Of Your Business. Τα κείμενα που ακολουθούν, λοιπόν, είναι ψυχωμένες αντιδράσεις, μετά από απανωτές ακροάσεις του νέου δίσκου του «Μεγάλου Αιρετικού». Που ως τέτοιος, μας δίχασε για πολλοστή φορά. Διαλέξτε στρατόπεδο.
Ας γράψει κανένα βιβλίο καλύτερα
Του Σταύρου Διοσκουρίδη
Η ιδέα να κρίνεις ένα δίσκο, αν δεν είναι αυτή η δουλειά σου, αναγκάζει τη σκέψη σου να τρέξει μακριά. Ειδικά αν αυτός είναι του Morrissey. Είναι εύκολο να πεις ότι ένας δίσκος είναι αριστούργημα, καλός, μέτριος. Όταν κρίνεις κάτι θετικά δεν είναι ανάγκη να το αιτιολογήσεις κιόλας. Όταν είσαι αρνητικός, όμως, δεν φτάνει μόνο το υποκειμενικό στοιχείο. Κάτι πρέπει να πεις παραπάνω. Αυτό το παραπάνω έχεις κάπως παρακαμφθεί από τα κοινωνικά δίκτυα. Κάθε καρυδιάς καρύδι ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις και κινήματα χωρίς να μπει καν στον κόπο να μας εξηγήσει γιατί.
Πάνω σε αυτό θεωρώ πως πρέπει να ξεκινάμε μια κριτική με το ποιοι είμαστε. Όχι για να δικαιολογήσουμε αυτό που θα πούμε αλλά για να ξέρει ο άλλος τι σόι άνθρωπος είναι αυτός που μας μιλάει. Οπότε, κάνω μια εκπομπή σε μουσικό ραδιόφωνο που την περισσότερη μουσική (το 99,7%) την επιλέγει εξαίσια το άλλο το παιδί που συνεργαζόμαστε. Από τον Morrissey δεν ξέρω και πολλά πράγματα. Μου αρέσει σαν αμαρτία το «First Of The Gang To Die», το «You Have Killed Me» και το «Dear God Please Help Me». Όσον αφορά τους Smiths τώρα, κάποια τραγούδια με κάνουν να νιώθω τη λαχτάρα για αγάπη και και κάποια άλλα τη λαχτάρα για ύπνο. Μέσα σ΄ όλα αυτά πιστεύω ότι την εποχή του διαδικτύου είναι ανήθικο να πεις ότι εγώ ακούω μόνο το τάδε είδος μουσικής. Ας έχουμε ανοιχτά τα αυτιά μας σύντροφοι.
To World Peace Is None Of Your Business το άκουσα όπως καταλαβαίνετε χωρίς καμία προκατάληψη. Το μόνο που με απασχολούσε είναι μπας και έχει ξεκουτιάνει τελείως ο καλλιτέχνης, πράγμα που δεν έχει συμβεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δίσκος είναι καλός. Ο Morrissey προσπαθεί να μας πείσει ότι έχει κάποιες ιδέες για την παγκόσμια κατάσταση των πραγμάτων πάνω σε αρχάρια μουσικά μοτίβα. Μερικά σόλο στην κιθάρα σε αναγκάζουν να περάσεις στο επόμενο τραγούδι. Το παράξενο είναι και πως η ίδια παραγωγή μοιάζει να είναι μέτρια, φαινόμενο αφύσικο για αυτό το επίπεδο καλλιτέχνη. Η φωνή του είναι σε καλή κατάσταση αν και σε πολλά τραγούδια μας εκβιάζει να τον ακούσουμε. Συνολικά ο δίσκος μας κάνει να σκεφτούμε προσεκτικά αν αυτό του είδους oi μουσικοί πρέπει να σταματούν οποιαδήποτε διαδικασία δημιουργίας μετά από κάποια ηλικία. Μπορούν να το γυρίσουν στην κλασσική ή να το ρίξουν στη λογοτεχνία.
Πού είναι το πάθος; Πού είναι η αφετηρία του δράματος;
Tου Παναγιώτη Μένεγου
Πέντε χρόνια μετά το απερίγραπτα αδιάφορο Years Of Refusal, το hands down χειρότερο άλμπουμ της σόλο καριέρας του, ο Moz επιστρέφει όπως πάντα συνθηματικός κι ευρηματικός μαρκέτιστας που αρέσκεται στο να εφαρμόζει, ας πούμε, shocking tactics. World Peace Is None Of Your Business ο τίτλος, πρόμο βίντεο με την Pamela Anderson, συνεχόμενα σκανδαλάκια κι ένα πρόβλημα υγείας να του ακυρώνει πρόσφατα την περιοδεία. Κι όλα αυτά στην σκιά της πολυσυζητημένης αυτοβιογραφίας που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο.
Έγραψε ο Moz στο μεταξύ και κανένα τραγούδι της προκοπής; Μετά τις 5-6 πρώτες ακροάσεις του νέου άλμπουμ, αμφιβάλλω πολύ. Αν εξαιρέσει κανείς το πρώτο ραδιοφωνικό single “Istanbul” που είναι ωραίο τραγούδι γιατί… είναι ωραίο τραγούδι, δηλαδή δε βασίζεται σε εξυπνάδες όπως προσθήκη ισπανικής κιθάρας (“Neal Cassady Drops Dead”) ή σε ρίμες του “t-bone steak” με το “cancer prostate” (“I’m Not A Man”), δε νομίζω ότι έχουμε κάτι αξιομνημόνευτο. Και το λέω με δεδομένες τις υψηλές απαιτήσεις από κάποιον που, για να μείνω μόνο σε όσους γράφουμε σε αυτό το συλλογικό Popaganda thread, έχουμε: χτυπήσει τατού τους στίχους του/ακούσει δεκάδες φορές στη σειρά κάποιο κομμάτι του όντας αδικαιολόγητα συντετριμμένοι/ τραγουδήσει ημίγυμνοι σε κάποιο μπαρ/ αφιερώσει κομμάτι με νόημα ενώ διαλέγουμε μουσική σε κάποιο άλλο/ επιλέξει, τέλος πάντων, να πορευθούμε με αυτόν ως βασικό εκφραστή της drama queen που κρύβουμε μέσα μας εφ’ όρου ζωής, δικής μας και δικής του.
Στο WPINOYB o Moz δε με πείθει να σταθώ ακόμα και στις πραγματικά ευφυείς στιχουργικές του στιγμές (π.χ. τα κόλπα που κάνει με τη λέξη «skin» στο ομώνυμο τραγούδι). Αυτές, αλίμονο, θα υπήρχαν. Αλλά το πλαίσιό τους πού είναι; Μουσικά, έχουμε να κάνουμε με έναν τυπικά λουσάτο, “Viscont-ικά” περιποιημένο, δίσκο όσον αφορά την παραγωγή, κάπως σαν το περσινό του Bowie. Αλλά, πού είναι το πάθος; Πού είναι η αφετηρία του δράματος; Ποια η αφορμή του; Ακόμα ένα ασεξουάλ ή αντικρεατοφαγικό μανιφέστο προσωπικά δε μου χρειάζεται, ειδικά όταν το συνδυάζω με τα τερτίπια ενός τύπου που μπαίνει σιγά σιγά στην τρίτη ηλικία, κι όποτε ανοίγει το στόμα του βγαίνουν μαργαριτάρια. Εγώ, τον Morrissey σόλο, τον θέλω αποφασισμένο να επιστρέψει όπως ήταν στο You Are The Quarry πριν μια δεκαετία και συντελειακά ερωτευμένο όπως στο συγκλονιστικό Ringleader Of The Tormentors του 2006. Να τραγουδάει “I have explosive kegs between my legs” και να καίγονται οι δικοί μου προσαγωγοί.
Ένας δίσκος που ποτέ δεν τελειώνει
Του Γιώργου Μιχαλόπουλου
Μοιάζει με μαραθώνιο η προσπάθεια ακρόασης του καινούργιου δίσκου του «μεγαλοδύναμου», αυτού του πολύπλοκου (και γι’αυτό, αυτόματα συμπαθητικού) καλλιτέχνη που δεν σταματά να φέρεται σαν κακιασμένος, εγωπαθής γέρος. Το World Peace Is None of Your Business είναι αποτέλεσμα ενός τέτοιου τύπου, εστιάζοντας κυρίως στο κομμάτι του «γέρου», αφού μόνο έτσι μπορείς να εξηγήσεις την πρόθεση του να χρησιμοποιήσει σχεδόν εκβιαστικά μερικά ηλεκτρονικά μέρη από δω κι από κει ή να μεταμορφώσει την ερμηνευτική του σφραγίδα σε τραγούδια όπως το φλύαρο «I’m Not a Man». Αυτή η ανανεωτική του πρόθεση μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογική, ακόμα και θεμιτή, αλλά είναι τόσο επιφανειακή που καταντάει γρήγορα ενοχλητική.
Τα πραγματικά τραγούδια λείπουν και όταν φτάνεις στο τέλος του «Kick the Bride Down the Aisle», είναι η πρώτη φορά που πατάς το στοπ και δεν έχεις φτάσει ακόμα στα μισά (βλέπεις βάλαμε να ακούσουμε την deluxe έκδοση που έχει έξι bonus κομμάτια). Ναι, είναι αλήθεια πως μόλις οι «πέντε μέρες ακούγοντας τον καινούργιο δίσκο του Morrissey» γίνουν πέντε μήνες, η στιχουργική του μαεστρία μπορεί να κρύψει πολλά απ’τα προβλήματα ή απλά να μας κάνει να τα ξεχάσουμε (ειδικά χάρις σε αυτό το έξοχα μίνιμαλ «Mountjoy»). Aλλά η αλήθεια είναι πως η τελευταία φορά που έβγαλε έναν τόσο κακό δίσκο (Maladjusted), αποχώρησε για εφτά χρόνια για να κάνει ακόμα πιο θριαμβευτική την επιστροφή του με το You Are the Quarry. Ραντεβού το 2021 λοιπόν.
Έλα. Κάτσε. Μείνε. Μπράβο!
Του Θεοδόση Μίχου
Δεν το πετυχαίνεις με την πρώτη προσπάθεια. Ούτε με τη δέκατη. Άπαξ όμως και τα καταφέρεις, το επιθυμητό αποτέλεσμα θα παραμείνει εγγυημένο στο διηνεκές, αρκεί αραιά και που να επαναλαμβάνεις το «γυμνάσιο». Κρύβεις στη χούφτα σου ένα κομματάκι ζαμπόν, και μόλις το μυριστεί και έρθει αναπνέοντας αγχωμένα προς το μέρος σου, με τη βρεγμένη γλώσσα του κρεμασμένη, σηκώνεις το χέρι, φέρνεις την παλάμη στο ύψος του στήθους σου, περιμένεις να καθίσει (δηλαδή να βάλει τον κώλο του χάμω), στέκεσαι ανέκφραστος μπροστά του για λίγα βασανιστικά δευτερόλεπτα ακόμη και εφόσον δε γαβγίσει, λυγίζεις τα γόνατα, κατεβάζεις το χέρι, ανοίγεις τη χούφτα και μόνο τότε τον αφήνεις να φάει το treat λαίμαργα, να το απολαύσει με την ψυχή του.
Του πήρε 31 χρόνια, αλλά ο Morrissey κατάφερε επιτέλους να συμπυκνώσει σε ένα εξώφυλλο – με τρόπο τόσο απόλυτο που σε κάνει να απορείς που άργησε τόσο – τη σημειολογία της σχέσης του με τους φανς, που δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τη σχέση που, όπως όλοι όσοι έχουν σκύλους, έχω κι εγώ με τον Ζαχαρία. Για την πένα που κρατάει μπροστά στον «υπάκουο σκύλο» (εμένα κι εσένα) και όσα αυτή συνεπάγεται, είναι που καθόμαστε σούζα κάθε φορά που ο Morrissey επιστρέφει, χωρίς όμως πρωτύτερα να έχει φύγει, χωρίς κιόλας να έχει κάτσει στ’ αυγά του. Αυτό κι αν είναι έξυπνο τρικ.
Τα σκεφτόμουν αυτά Κυριακή πρωί, πριν το ρολόι δείξει οχτώ, καθώς άκουγα το World Peace Is None of Your Business κάτω από μια σκιά, στα πέριξ του Λουμπαρδιάρη, περιμένοντας τον σχεδόν αμολημένο Ζαχαρία να κάνει τα δυο του νούμερα, ώστε να επιστρέψουμε σπίτι και να πιω επιτέλους καφέ – το ίδιο τροπάρι κάθε πρωί, μία ρουτίνα που όμως καταλήγει σε καθοριστική αν όχι και καταπραϋιντική σταθερά του τρόπου ζωής μου (με τον τρόπο που εννοούν τις «σταθερές» στις θετικές επιστήμες). Μπορεί το μπουκέτο με τις γλαδιόλες που έχω «χτυπημένο» στο μπράτσο μου να υπονοεί κάτι άλλο, όμως κάπως έτσι, ως σταθερά, αντιλαμβάνομαι την αέναη επιστροφή του Morrissey. Με συγκινεί χωρίς να με εκπλήσσει. Ένα πράγμα λιγότερο να με αγχώνει σε αυτή τη ζωή, βρε αδερφέ.
Όταν τελικά γυρίσαμε στο σπίτι και πάτησα το play του στερεοφωνικού για να ακούσω το «κατεβασμένο» άλμπουμ από την αρχή, από τα ίδια μεγάλα ηχεία που σε λίγο καιρό θα ακούσω την όχι και τόσο ηχητικά διαφορετική βινυλιακή του εκδοχή που παραγγέλθηκε πριν καν ολοκληρωθεί το downloading, χρειάστηκε να περιμένω δυο-τρεις ώρα για να ξυπνήσουν οι ξενύχτηδες φίλοι μου που δεν έχουν σκύλο, έχουν φάει όμως προ πολλού την πετριά με τον Morrissey, για να σχολιάσουμε στη μικρή, αυτιστική μας παρέα, το κάθε τραγούδι, με ζέση που μόνο στις παρέες μεταλάδων geeks συναντάς – γεγονός από μόνο του πολύ ενδιαφέρον. Τι Morrissey, τι Behemoth τελικά. Αν κάτι μπορεί να μας σώσει τέτοιες μέρες, θα είναι η πλάκα που σπάμε μεταξύ μας τις κρίσιμες εκείνες ώρες που χωρίς να το θέλουμε, κοντεύουμε να πιστέψουμε ότι το «αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι», για άλλη μία χρονιά, αρχίζει να μυρίζει σαν το «καλοκαίρι του Σαμ».
Γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι έχει πλάκα, και το λέω σοβαρά, να βλέπεις ένα τσούρμο μαντράχαλους για μία ώρα να ξεχνάνε παιδιά, σκυλιά, γατιά, απλήρωτους λογιαριασμούς, καύσωνες, γυναίκες, δουλειές, τα πάντα και να πλακώνονται για κάτι τόσο εξ ορισμού ευτελές όσο είναι ένας «ροκ δίσκος», χωρισμένοι σε δύο φράξιες με κοινό, όμως, παρονομαστή. Από τη μία αυτοί που πιστεύουν ότι το World Peace… είναι εξίσου αν όχι περισσότερο κακό από το Maladjusted και από την άλλη εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται το Maladjusted κακό in the first place (αλλά όχι και ως τόσο καλό).
Από τη μία αυτοί που απαξιώνουν το World Peace… ως τον πιο αστείο, στιχουργικά και μουσικά, δίσκο που κυκλοφόρησε ποτέ ο Morrissey, κυρίως λόγω μιας ρίμας που παντρεύει με in your face σεφερλικό «μη-wit»τον καρκίνο του προστάτη με το t-bone steak (ας μην αδικούμε όμως και το ανεπανάληπτο «My life is opera» που σκούζει σαν πριμαντόνα στο «Art-Hounds») και μιας ήσσονος ψύχωσης με τις σπανιόλικες κιθάρες, και από την άλλη εκείνοι που το αποδέχονται ως φυσική δισκογραφική συνέχεια ενός τύπου που δεν έγραψε ποτέ ούτε μισό ρεφρέν το οποίο να μη μπορεί να γίνει αντιληπτό και ως αστείο (με αποκορύφωμα το «I was looking for a job and then I found a job / and heaven knows I’m miserable now»), με τον ίδιο τρόπο που ακόμη και οι πιο τεθλιμμένοι εκ των στενών συγγενών του όποιου εκλιπόντα, θα σκάσουν ένα γελάκι, όταν πια θα έχουν πιει το τρίτο κονιακάκι.
Ανήκω αναφανδόν στους δεύτερους. Μέχρι και ο Ζαχαρίας θα το επιβεβαίωνε. Ειδικά αν του έδινα άλλο ένα treat.
Στην επόμενη σελίδα: Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά, Βύρων Κριτζάς, Λουκάς Χαλανδριτσάνος