Ο Μένης Κουμανταρέας υπάρχει στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας από το 1962. Πολυγραφότατος, δραστήριος και καταξιωμένος δείχνει να μην επαναπαύεται ούτε στιγμή, ενώ η γραφή του εξακολουθεί να καταγράφει την καθημερινότητα του σήμερα. Άλλωστε όπως λέει ο ίδιος στην Popaganda δεν τον ενδιαφέρει η παρελθοντολογία αλλά αυτό που επιζητά είναι η διατύπωση της προσωπικής οπτικής γιατί «χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα».
Είχατε πει παλαιότερα (2011) σε μια συνέντευξη σας: «Τα χρόνια που έχουν περάσει σε έχουν πλουτίσει με κάτι. Αυτός ο θησαυρός πρέπει να ξοδευτεί στη Γη». Ο τίτλος του καινούριου σας βιβλίου είναι «Ο θησαυρός του χρόνου». Σε ποια φάση της συγγραφής του βιβλίου ήσασταν εκείνη την περίοδο; Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο στα τέλη του 2009. Αλλά δεν είμαι σίγουρος αν τότε είχα βρει τον τίτλο.
Βασικός άξονας του νέου βιβλίου είναι ο χρόνος; Είναι η απουσία ενός ανθρώπου αλλά μαζί με αυτόν τον άνθρωπο και η απουσία άλλων στοιχείων της καθημερινότητας, όπως είναι η έλλειψη στην ποιότητας μιας καθημερινότητας που ζούμε όλοι με την απώλεια ορισμένων πραγμάτων που μας έχουν σημαδέψει, είτε επειδή αυτά δεν υπάρχουν πια είτε επειδή είναι χλωμά. Την απώλεια λοιπόν πραγματεύομαι αν και το στοιχείο του χρόνου παίζει μέσα στο βιβλίο αναγκαστικά. Άλλωστε δεν μιλάει κανείς ποτέ για τον χρόνο γιατί ο χρόνος είναι κάτι άπιαστο, ενώ για ένα θησαυρό μπορεί να μιλήσει κανείς.
Μετράμε τον χρόνο με απώλειες και με κατακτήσεις; Και με τα δύο. Δεν μου αρέσει να παρελθοντολογώ. Το παρελθόν είναι πολύτιμο, είναι κάτι που έχει χτιστεί επάνω μας κι εμείς έχουμε χτιστεί πάνω σε αυτό αλλά δεν είναι απαραίτητο και σκόπιμο να λέμε «αχ, τι ωραία που ήταν η Αθήνα τότε», «αχ, τι όμορφα που ήταν τα παιδικά χρόνια» και άλλα παρόμοια. Νομίζω αυτό είναι μια σαχλαμάρα, πρέπει να κοιτάμε το παρόν και να ρίχνουμε και μια ματιά στο τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Όλα αυτά βέβαια είναι χτισμένα στο παρελθόν αλλά δεν είναι ανάγκη να το επικαλούμεθα και να θρηνολογούμε.
Έχουμε οι Έλληνες μανία με το παρελθόν; Συχνά μας διακρίνει μια αρχαιολατρία που δε συνοδεύεται απαραίτητα από τη γνώση των ιστορικών γεγονότων. Είναι αυτό ένας είδος επανάπαυσης; Κοιτάξτε, η αρχαία Ελλάδα, πέρα από την τουριστική της πλευρά, είναι ένα παρελθόν πάρα πολύ σημαντικό. Όταν διαβάζει κανείς τον Θουκυδίδη σήμερα είναι σα να διαβάζει ένα ρεπορτάζ από το Ιράκ.
Ποιες είναι οι απώλειες της καθημερινότητας; Είναι η απώλεια κάποιας αρχής ή ιδέας. Για παράδειγμα έχουμε ξεχάσει στον δρόμο να είμαστε ευγενικοί απέναντι στους άλλους. Υπάρχει μια μερίδα του πληθυσμού που είναι αγενέστατη, μπορεί να στέκονται οι άνθρωποι κι εσύ να θέλεις να περάσεις και να αδιαφορούν ή ακόμη να θέλουν σε προσπεράσουν.
Αυτό γιατί συμβαίνει; Η ευγένεια θα έπρεπε να είναι κάτι εύκολο. Δεν στοιχίζει καν σε χρόνο. Την ευγένεια την παίρνει κανείς από το σπίτι του αλλά και η κοινωνία συμβάλλει σε αυτό. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να είσαι νέος και να φωνάζεις στη μέση του δρόμου αισχρολογίες. Εγώ δεν είμαι κανένας περίεργος, βρίζω κι εγώ καμιά φορά και στα βιβλία μου έχω μέσα βωμολοχίες αλλά να στέκεσαι στη μέση του δρόμου και να μιλάς έτσι… Νομίζω ότι δεν αγαπούν την πόλη. Έχουν έρθει είτε από την επαρχία είτε από τα ξένα.
Πώς μαθαίνεις να αγαπάς την πόλη; Όταν μένεις σε έναν τόπο δε χτίζεις μια σχέση μαζί του; Μπορούν να μάθουν. Νομίζω ότι τα παιδιά που γεννιούνται εδώ από τους μετανάστες θα την αγαπήσουν την πόλη. Αλλά και η πόλη δεν τους αγαπά. Όταν συμπεριφέρονται στους μετανάστες με αυτό τον τρόπο πώς θα καλυτερεύσουν τα πράγματα; Όταν υπάρχει η Χρυσή Αυγή, τι περιμένουμε;
Είναι εύκολο να πεις ότι η κουβέντα του Γεωργιάδη ότι αν βγει ο Τσίπρας θα πάρει τα λεφτά του από τις τράπεζες ήταν άστοχη, χαζομάρα μέχρι και επικίνδυνη, κι όντως αυτά τα πράγματα δε θα έπρεπε να λέγονται αλλά από την άλλη αυτό είναι ένα κομματάκι τόσο δα, αυτό θα έχει ξεχαστεί αύριο. Δηλαδή δεν αξίζει καν το σχόλιο.
Θα παρατηρείτε, φαντάζομαι, πώς κινείται η κοινωνία άλλωστε ένα από τα βασικά χαρακτηρισμούς ενός συγγραφέα δεν είναι να παρατηρεί; Η παρατήρηση και η φαντασία είναι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται ένας πεζογράφος.
Τι θετικό παρατηρείτε καθώς περπατάτε την πόλη; Είναι ακόμη μια φιλική πόλη παρά τα μνημόνια, τις γκρίνιες και τα αδιέξοδα πολλών ανθρώπων. Αν σκοντάψεις κάποιος άνθρωπος θα βρεθεί να σε σηκώσει, στο εξωτερικό δε γίνεται αυτό πάντα. Νομίζω ότι βοηθάει το κλίμα, η θάλασσα. Υπάρχει ακόμη ένα γελαστό πρόσωπο παρά την όλη κατήφεια. Νομίζω ότι αυτό το γελαστό πρόσωπο είναι σύμφυτο με τις συνθήκες ζωής εδώ λόγω του κλίματος.
Υπάρχουν στιγμές που κυκλοφορείτε στην πόλη και εμπνέεστε από κάτι ώστε να σκεφτείτε «αυτό θα ήταν ωραίο να το αποτυπώσω στο χαρτί»; Πολλές φορές αλλά όχι αμέσως. Το πρώτο πράγμα που μου γεννάται είναι η περιέργεια. Δηλαδή αν δω δύο ή τρεις ανθρώπους σε μια παρέα που εκ πρώτης όψεως είναι αταίριαστοι μπορεί να σκεφτώ τη μεταξύ τους σχέση και να φανταστώ ποια είναι αυτά τα πρόσωπα. Δεν το κάνω με υστεροβουλία αυτό, δεν έχω σκοπό να το γράψω αλλά είναι μια φυσική περιέργεια που έχω. Τώρα αν αυτό το υλικό προκύψει πάνω στη γραφή…
Είναι ένα παιχνίδι που σας αρέσει να παίζετε; Δε θα το έλεγα παιχνίδι. Είναι μια φυσική ροπή να μαθαίνει κανείς πράγματα που δεν ξέρει και να αναλύει σχέσεις που είναι σκοτεινές, που δεν είναι ευδιάκριτες με την πρώτη ματιά. Ας πούμε μια μητέρα με ένα παιδί δε θα μου προκαλέσει το ίδιο ενδιαφέρον όπως αν δω κάτι αταίριαστο ή περίεργο πάνω σε έναν άνθρωπο. Όταν πιάσω να γράψω τότε αυτό το ιδιαίτερο αναδύεται.
Η γραφή είναι μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης ανθρώπινων σχέσεων που δεν είναι κατανοητές; Ένα από τα βασικά στοιχεία της πεζογραφίας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Η λέξη αποκωδικοποίηση μου θυμίζει φιλολογική μελέτη παρά λογοτεχνία.
Μια προσωπική οπτική τότε; Ναι. Πάντα έχεις προσωπική οπτική. Χωρίς προσωπική οπτική δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δηλαδή αν δεν έχεις τη δική σου γνώμη για ένα πράγμα, όταν είσαι ετερόφωτος τότε τι;
Παρατηρείτε ότι αυτό είναι ένα γνώρισμα της εποχής μας; Οι περισσότεροι υιοθετούν γνώμες άλλων αντί να εκφράζουν τη δική τους; Ναι, γιατί υπάρχει ένας φόβος να εκφράσεις την άποψη σου ειδικά αν αυτή είναι αντίθετη με το ρεύμα της κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο υπάρχει κόσμος που φοβάται, που σκέφτεται ότι θα τον κατηγορήσουν οι φίλοι ή οι συγγενείς. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε ανθρώπους που βρίσκονται βυθισμένοι στα μικροπροβλήματά τους, στις σχέσεις ή τις οικογένειες τους. Δεν μπορεί να το κατηγορήσει κανείς αυτό. Συμβαίνει παντού.
Υπάρχει και μια δυσκολία στην αποδοχή ανθρώπων που διαφέρουν; Βέβαια. Οι άνθρωποι που διαφέρουν είναι κόκκινο πανί για την κοινωνία.
Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Τόπος και η αλληλογραφία σας με τον Βασίλη Βασιλικό. Ποιας εποχής είναι; Της δεκαετίας του ’50. Είναι δύο νεαροί που αλληλογραφούν, που ο ένας ξέρει για τον άλλον ότι γράφει και διαβάζουν τα γραπτά τους. Είναι γράμματα που δεν έχουν γραφτεί με την υστεροβουλία ότι κάποια ημέρα θα δημοσιευθούν. Ήμασταν τελείως ανίδεοι τότε. Και νομίζω ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον του βιβλίου.
Έχει αθωότητα; Ναι και ανιδιοτέλεια, θα έλεγα. Γιατί διαβάζει κανείς αλληλογραφία λογοτεχνών ή και άλλων και βλέπει ότι υπάρχει από πίσω η σκέψη ότι μια ημέρα αυτό θα βγει παραέξω. Σε εμένα και στον Βασίλη δεν υπήρχε αυτό.