Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΠΡΟΦΙΛ

In Memoriam: Sir Christopher Lee (1922 – 2015)

«Δεν θυμάμαι ποτέ τον κόσμο ως τίποτε άλλο από ένα ιδιαίτερα ζοφερό μέρος, έχω δει τον Hitler και τις φρικαλεότητές του. Οι ταινίες φαντασίας είναι τόσο δημοφιλείς, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι θέλουν να δραπετεύουν απ’ αυτόν τον κόσμο».
Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή
©_popaganda_Christofer Lee_katerina_karali

Γιος βρετανού αξιωματικού και ιταλίδας κοντέσας, και με το βασιλικό αίμα του Καρλομάγνου στις φλέβες του, ο Sir Christopher Lee δεν ήταν ποτέ αυτό ακριβώς που θα περίμενε κανείς από έναν ηθοποιό της μεταπολεμικής οθόνης. Δεν ήταν μόνο η εξωτερική του εμφάνιση που τον έκανε να ξεχωρίζει απ’ όλους τους φιλόδοξους νέους που διεκδικούσαν μια θέση στα κινηματογραφικά καρέ της εποχής — αν και τα 1,95 μέτρα της κορμοστασιάς του αποτελούσαν μια κάποια ανωμαλία για τις μέρες εκείνες, και τις επόμενες εξίσου. Δεν ήταν ούτε η δυνατή, μπάσα φωνή του, η οποία παρ’ ολίγον να τον οδηγήσει σε μια καριέρα στην όπερα, αυτό που τον έκανε να μοιάζει με εξωτικό πτηνό ανάμεσα στους συναδέλφους του. Ο Christopher Frank Carandini Lee, όπως ήταν το πλήρες του όνομα, είχε στο αστραφτερό βλέμμα του, στον τρόπο που κουβαλούσε το κορμί του, στον τρόπο που άρθρωνε τις εύγλωττες προτάσεις του, στην αύρα και την ύπαρξή του εν γένει έναν αέρα διαφορετικότητας, έναν μαγνητισμό που τον έκανε ελκυστικό κι εκφοβιστικό ταυτόχρονα. Ήταν η ζωή που τον είχε οδηγήσει εκεί, που ήταν τόσο διαφορετική.

Κάτοχος του ρεκόρ Γκίνες για τις περισσότερες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες ever, ο Christopher Lee δεν ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς γεννημένος αστέρι, αν και μια έφεση στην υποκριτική θα πρέπει να την είχε πολύ πριν το καταλάβει κι ο ίδιος. Πρωταγωνιστής των συλλογικών εφιαλτών γενεών ολόκληρων μάλλον από σύμπτωση, ο Lee πέρασε την καρδιά της εφηβείας του στον σπαραγμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν καν συμπληρώσει τα 20, στρατολογήθηκε στη Βασιλική Αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας, κι επειδή η αδύναμη όρασή του δεν του επέτρεψε μια θέση στα πιλοτήρια των συμμαχικών δυνάμεων, βρέθηκε στη Βόρειο Αφρική, να υπηρετεί στο σώμα που αργότερα θα συγκροτείτο ως Special Air Service (SAS). Μυστικές αποστολές αναγνώρισης, εντοπισμού κι εξολόθρευσης στόχων υψηλής αξίας και φυσικά συλλογή και διαχείριση πληροφοριών, ο Christopher Lee ανδρώθηκε ως κατάσκοπος στον πιο βίαιο πόλεμο που γνώρισε η ανθρωπότητα, σε μια θητεία όπου ανέβηκε στην κορυφή του Βεζούβιου τρεις μέρες πριν την έκρηξη, επιβίωσε από έξι κρούσματα μαλάριας σε έναν χρόνο, απέτρεψε ανταρσία στη μονάδα του και βοήθησε στην επανάκτηση της Σικελίας. Όχι, όταν γύρισε απ’ τον πόλεμο, δεν θα επέστρεφε στην ήσυχη ζωή του υπαλλήλου γραφείου που είχε πριν, για μια λίρα τη βδομάδα.

«οι ταινίες ήταν απαίσιες, δεν ήθελα να τις κάνω, το έκανα μόνο γιατί το συνεργείο και οι συντελεστές, άνθρωποι που τους έβλεπα ως οικογένειά μου, θα έμεναν χωρίς δουλειά αν δεν επέστρεφα στο ρόλο του Κόμη Δράκουλα»

«Με εξαίρεση τα παιδικά μου χρόνια, ποτέ δεν θυμάμαι τον κόσμο μας ως τίποτε άλλο από ένα πολύ ζοφερό μέρος», θα έλεγε χρόνια αργότερα, όταν τον ρωτούσαν τι ήταν αυτό που έκανε τις ταινίες φαντασίες τόσο ελκυστικές στον κόσμο. «Είμαι αρκετά μεγάλος για να έχω δει τον Hitler και τις φρικαλεότητές του με σάρκα και οστά, και ναι, δεν πρέπει να χάνουμε την πίστη μας, και πρέπει πάντα είμαστε αισιόδοξοι, όμως πρέπει να βλέπουμε και τον κόσμο μας έτσι όπως είναι. Όταν ζεις λοιπόν σ’ έναν τέτοιο κόσμο… Πιστεύω ακράδαντα πως αυτού του τύπου οι ταινίες είναι και θα είναι πάντα τόσο δημοφιλείς, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι θέλουν να δραπετεύουν απ’ αυτόν τον κόσμο». Ίσως ήταν αυτή η ίδια ανάγκη διαφυγής που ώθησε τον Lee στον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου, όταν επέστρεψε απ’ τα ματωμένα χαρακώματα. Αν και δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρει τη θέση του. Και λογικό: ένας νεαρός άντρας χωρίς καμία εμπειρία στην υποκριτική (και μόνη σχέση μαζί της, μια μακρινή του θεία που για να μπορέσει να εκφραστεί καλλιτεχνικά χρειάστηκε να μεταναστεύσει στην Τανζανία), ο Lee πέρασε μήνες στην Ιταλία κι ύστερα χρόνια στο Λονδίνο, ψάχνοντας τον τρόπο για να μπει στα πλατώ. Για έναν άνθρωπο που γύρισε απ’ τη φρίκη όμως, μπορείς να πεις ότι βρήκε ακριβώς αυτό που του ταίριαζε.

popaganda_lee_2

Ο ρόλος με τον οποίο ταυτίστηκε όσο λίγοι ηθοποιοί και ρόλοι έχουν ταυτιστεί, αυτός που τον έκανε παγκόσμιο φαινόμενο ως περσόνα κι ερμηνευτή, ήταν φυσικά ο ρόλος του Κόμη Δράκουλα. Ψηλός, μυστηριώδης κι απειλητικός, ο Lee έγινε η καθοριστική απεικόνιση του σκοτεινού βασιλέα των εφιαλτικών σελίδων του μυθιστορήματος του Bram Stoker, κι ακόμη κι αν (ή, ίσως, ακριβώς επειδή) η ταινία παρείχε ό,τι πιο επιφανειακό και σενσεσιοναλιστικό θα μπορούσες να περιμένεις από μια κινηματογραφική μεταφορά, το Horror of Dracula (1958) έγινε η καθοριστική ταινία τρόμου μιας ολόκληρης εποχής. Ο Lee επανήλθε στο ρόλο άλλες πέντε φορές («οι ταινίες ήταν απαίσιες, δεν ήθελα να τις κάνω, το έκανα μόνο γιατί το συνεργείο και οι συντελεστές, άνθρωποι που τους έβλεπα ως οικογένειά μου, θα έμεναν χωρίς δουλειά αν δεν επέστρεφα στο ρόλο», θα έλεγε αργότερα), και κάθε φορά που επέστρεφε, διέγραφε ό,τι είχε κάνει πριν, και χωνόταν όλο και πιο βαθιά σε ένα απαράλλακτο και τυποποιημένο μετά, μετατρεπόμενος συνειδητά σε ηθοποιό-έμβλημα της ειδικευμένης σε μισοψημένες και φθηνιάρικες (αν και αξιαγάπητα αφελείς για τους κινηματογραφικούς ιστοριολάγνους) παραγωγές της Hammer.

 

Στο πρώτο κομμάτι της καριέρας του, άρρηκτα δέσμιος της εταιρείας παραγωγής με την οποία ξεκίνησε (και στην οποία όφειλε) την πορεία του, ο «άνθρωπος-επιτομή του ψηλού, σκοτεινού, γοητευτικού άνδρα» όπως θα τον χαρακτήριζε αργότερα ο Ian McKellen, τα είχε κάνει όλα. Ζόμπι, μούμιες, τέρατα, δολοφόνους, δαιμόνες και δαιμονισμένους, βρυκόλακες και μάγους, δεν υπήρχε σκοτεινή φιγούρα που να μην έχει στοιχειώσει με τη λάμψη του βλέμματός του ο Christopher Lee. Η μεγαλύτερη στιγμή του όμως, ήρθε όταν κατάφερε αυτό το καλούπι να το ξεφορτωθεί –έστω εν μέρει. Όλοι κουβαλάμε πάνω μας το παρελθόν μας βέβαια, κι ο Lee δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί, ακόμη κι αν είχε μπάρμπα τον ίδιο τον Sir Ian Fleming (!), ο οποίος ήθελε διακαώς να τον καμαρώσει στο ρόλο του James Bond. Κάτι τέτοιο ήταν φυσικά αδιανόητο για τους παραγωγούς ενός κινηματογραφικού σύμπαντος επενδεδυμένου όσο τίποτα στο γυαλιστερό φαίνεσθαι του κοινωνικού στάτους με το οποίο είχαν συνδέσει τον μπον βιβέρ ήρωά τους. Αυτό όμως έδωσε στον Lee την ευκαιρία να ενσαρκώσει μάλλον τον πιο αξιομνημόνευτο απ’ τους αντιπάλους του 007, στο ρόλο του αμείλικτου εκτελεστή, Francisco Scaramanga, του The Man with the Golden Gun / Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Πιστόλι (1974).

Η ζωώδης μανία που έκρυβε πίσω απ’ το παιχνιδιάρικο παρουσιαστικό του, το δολοφονικό σκοτάδι που παραφύλαγε πίσω απ’ το λαμπερό του χαμόγελο, κι εκείνο το βλέμμα που άνοιγε τρύπες πιο φονικές απ’ τις σφαίρες του χρυσού του πιστολιού, αυτή η μαστόρικη όσο και απολαυστική ισορροπία αντιθέσεων που έφερε ο Christopher Lee στον ελληνικής καταγωγής αντιήρωά του («το όνομά του ήταν παρμένο από ένα ναυπηγείο στην Αθήνα», θα εξηγούσε στις συνεντεύξεις του ο Lee), πρέπει να ήταν μια απ’ τις πιο διασκεδαστικές ερμηνευτικές εμπειρίες στην καριέρα του βρετανού καρατερίστα, αν όχι κι η πιο απελευθερωτική. Κι ήταν η πιο κοντινή κινηματογραφική του στιγμή στον Fleming, τις σχέσεις του με τον οποίο ο Christopher Lee δεν αρεσκόταν ιδιαίτερα να εξηγεί, ρίχνοντας έτσι μπόλικο λάδι στη φωτιά απ’ τις φήμες που έλεγαν ότι ο βρετανός συγγραφέας (και πρώην μέλος της βρετανικής κατασκοπείας), αντλούσε ιδέες και απ’ τις περιπέτειες του ανιψιού του, όταν ξέμενε απ’ τις δικές του για να γράψει τα μυθιστορήματά του.

Ο Fleming δεν ήταν η μόνη τεράστια λογοτεχνική μορφή με την οποία είχε έρθει ο Lee σε επαφή: πιτσιρικάς όταν ήταν και γύρναγε με τις παρέες του στις pubs, είχε πετύχει τον JRR Tolkien τον ίδιο. «Ήμουν τόσο σοκαρισμένος, που το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν ένα “How do you do”», έλεγε όταν θυμόταν τη σκηνή, ήταν όμως μια συνάντηση καθοριστική. «Διαβάζω και ξαναδιαβάζω όλη την τριλογία τουλάχιστον μια φορά το χρόνο», θα έλεγε στον Ian McKellen όταν θα τον πρωτοσυναντούσε χρόνια αργότερα, στα γυρίσματα της μεταφοράς της εμβληματικής σειράς μυθιστορημάτων του Tolkien στη μεγάλη οθόνη. Όταν είχε μάθει ότι ο Peter Jackson θα ηγούνταν της μεταφοράς, ανέλαβε το ρόλο ενός μάγου στο τηλεοπτικό The Adventures of Robin Hood, μόνο και μόνο για να έχει μια φωτογραφία του με μούσια, ρόμπα και ραβδί να στείλει στον Jackson για να τον πείσει ότι μπορεί να πάρει το ρόλο. Ο ρόλος, βέβαια, που ήθελε, ήταν εκείνος του Gandalf, όμως ο Jackson είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν.

Ο Christopher Lee, ο άνθρωπος με τα εκατοντάδες κινηματογραφικά credits, ο ηθοποιός με το ρεκόρ ταινιών με ξιφομαχίες, ο Count Doοku των Star Wars του George Lucas, η τρομακτική πατρική φιγούρα των πιο παραμυθένιων απ’ τις ταινίες του Tim Burton, ο πιο φονικός απ’ τους αντιπάλους του 007, η Μούμια, ο Ραμσής, το Τέρας του Φράνκενσταϊν κι ο απόλυτος Κόμης Δράκουλας της Hammer, θα αγκάλιαζε το πεπρωμένο του, παίζοντας άλλον έναν κακό: θα ενσάρκωνε τον Saruman, και θα παρέδιδε στον κόσμο την πιο άσβεστη απ’ το συλλογικό υποσυνείδητο εμφάνισή του, επενδύοντας με απέραντο έρεβος και ασίγαστη οργή τον επιβλητικότερο χαρακτήρα της σημαντικότερης τριλογίας στη σύγχρονη ιστορία του κινηματογράφου του φανταστικού. Μπορεί να μην ήταν ο ρόλος που ονειρευόταν, ήταν όμως ο ρόλος που τον χρειαζόταν. Κι αν κάτι μπορεί να πει κανείς για την καριέρα και τη ζωή του Christoper Lee, αυτό είναι μάλλον ότι ποτέ δεν δείλιασε να υπηρετήσει αυτό που τον χρειαζόταν.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.