Πίσω από τους ουρανοξύστες του καπιταλισμού, τις πισίνες στους 30ους ορόφους και τους χρυσοποίκιλτους ναούς, η Μπανγκόκ είναι εντελώς διαφορετική.
Μακριά από τα ροζ φώτα με τα ημίγυμνα κορίτσια σε αναμονή και τα χαμογελαστά lady boys, μακριά από τα χιλιάδες στούντιο μασάζ και τα μαγαζιά που πουλάνε νόμιμα κάνναβη, προσελκύοντας εκατομμύρια τουρίστες που έρχονται μέχρι εδώ για να ζήσουν την προσωρινή ‘ελευθερία’ τους, μέσα στο νερό βρίσκεται ένας άλλος κόσμος.
Πλωτές αγορές στην πλευρά αυτή της Μπανγκόκ, εκεί που το χέρι σου απλώνεται από τη βάρκα να πιάσει τα φρούτα, καταπράσινη τροπική φύση, τεράστιες σαύρες μόνιτορ, που μοιάζουν με κροκόδειλους και κολυμπούν δίπλα σου, και σπίτια στηριγμένα σε πασσάλους ή σε τσιμεντένιες κολώνες ανάμεσα από τις μπανανιές και τους Βούδες
Τα πασαλόσπιτα, κάποια έχουν τοίχους από λαμαρίνες και σανίδες και ανάμεσά τους κάποια άλλα θυμίζουν παλιές χλιδές, αποικιοκρατικές, με ξεθωριασμένα χρώματα και τεράστια μπαλκόνια πάνω από το νερό. Κάποια έχουν καταρρεύσει και έχουν μόνιμους κατοίκους μόνο γάτες και σαύρες μόνιτορ κι άλλα στέκονται περήφανα δίπλα τους σαν να τα κοροϊδεύουν.
Αλλά τα χαμογελαστά πρόσωπα στην πλευρά αυτή της Μπανγκόκ, τα βλέπεις μέσα στις φτωχικές καλύβες, ξεπροβάλλουν από τα μόνιμα ανοίγματα που λειτουργούν ως παράθυρα. Καθώς περνάς με το βαρκάκι, θα βγουν όλοι να σε χαιρετήσουν και να σου σκάσουν ένα χαμόγελο.
Θα νιώσεις για λίγο κοντά στα απλά της ζωής, τα σχεδόν τίποτα που είναι τόσα πολλά, και όταν το βαρκάκι σε αφήσει πάλι στη μεγάλη προβλήτα του ποταμού, θα χαθείς ξανά μέσα στα δυνατά φώτα, τη μουσική και τους τουρίστες, καθώς θα δύει ο ήλιος πίσω από τον ουρανοξύστη της HSBC.