Στα περισσότερα έργα του προσπαθεί να συνδυάσει την αποκατάσταση του παλιού με καινούργια στοιχεία που φέρνουν σε επαφή το παρελθόν με την σύγχρονη ζωή. Το αρχιτεκτονικό Γραφείο Κίζη είναι συνυφασμένο εδώ και τέσσερις δεκαετίες με τις αναστηλώσεις ιστορικών κτιρίων, τις αποκαταστάσεις μνημείων, με τα θεματικά μουσεία της χώρας.
Ένας από τους χώρους που έχουν την υπογραφή του -πρόσφατα διακρίθηκε στην κατηγορία «Καλύτερο πραγματοποιημένο έργο των ετών 2014-2018» των βραβείων ΔΟΜΕΣ- είναι το Μουσείο Μαστίχας Χίου που στοχεύει στο να αποτυπώσει την τεχνική της παραδοσιακής καλλιέργειας και την εκμηχάνιση της επεξεργασίας της μαστίχας, καθώς και να αναδείξει την πορεία της εκμετάλλευσής της μέσα στον χρόνο.
Βρίσκεται σε μια πλαγιά απέναντι από το μεσαιωνικό μαστιχοχώρι Πυργί μέσα σε ένα περιβόλι πρότυπης καλλιέργειας μαστιχόδεντρων. Το περιβόλι περιλαμβάνει μια στέρνα, ένα μικρό μαντρί, κι ένα καλυβάκι, αποτυπώματα δηλαδή της προβιομηχανικής και μακραίωνης παραδοσιακής μαστιχοκαλλιέργειας. Τοπίο πολύ ευαίσθητο, στο όριο της εξαφάνισης.
«Ο φόβος για την καταστροφή του είχε κάνει τους ντόπιους καλλιεργητές να εκφράσουν την επιθυμία τους για ένα κτίριο κρυμμένο, ει δυνατόν ανύπαρκτο. Αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια επιδιώχθηκε η ένταξη στο τοπίο έργων εκτεταμένου κτιριολογικού προγράμματος με υποσκαφή». Είναι όμως η απόκρυψη η μόνη απάντηση στο αίτημα σεβασμού του τοπίου; Πρόκειται για ένα ερώτημα που έθεσε το γραφείο κατά τη διάρκεια του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του μουσείου.
Αντιθέτως, το Γραφείο Κίζη πιστεύει ότι η αρχιτεκτονική συνδιαμορφώνει, μαζί με τη φύση, το τοπίο μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί ο άνθρωπος. «Η αρχιτεκτονική ρυθμίζει τις χωρικές σχέσεις σε ένα τοπίο σύνθετο, φυσικό όσο και τεχνητό. Ως συντεταγμένη πράξη πολιτισμού, εγγράφει γεωμετρικές μορφές και πάει ένα βήμα παραπέρα από την εμπειρική κάλυψη των πρωτογενών αναγκών», εξηγούν ο Γιάννης Κίζης και ο Κωσταντής Κίζης μιλώντας για το έργο τους που ολοκληρώθηκε το 2016.
Στον ευαίσθητο λοιπόν τόπο του Μουσείου, τόσο στη μικροκλίμακα (μαστιχώνας, μποστάνι, στέρνα, καλυβάκι), όσο και στη μακροκλίμακα (φυσικό ανάγλυφο, κορυφογραμμή, θέες μακρινές προς το Πυργί και τη θάλασσα) δεν είχαν λόγο, όπως λένε, να επιβάλουν την αρχιτεκτονική, αλλά ούτε να την «κρύψουν». «Επιδιώξαμε να στεγάσουμε ένα σύγχρονο μουσείο, που θα βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τη γη, αλλά και ένα μουσείο – μάτι στον ορίζοντα».
Θέλοντας το έργο να βοηθά τον επισκέπτη να απολαύσει το τοπίο, πέρασαν τη βιωματική επίσκεψή του προς στο αγρόκτημα κάτω από δύο μεγάλες σκεπές: τα δύο ξύλινα μονόριχτα στέγαστρα που γέρνουν αντίθετα στην κλίση του εδάφους και πλαισιώνουν τη μοναδική θέα που εκτείνεται μπροστά τους. Τα μακρά τους δοκάρια «ξεφυτρώνουν» από το χώμα, για να αποκτήσουν, στο βορινό τους άκρο, ικανό ύψος, ώστε να στεγάσουν τις ειδικές απαιτήσεις του μουσειολογικού προγράμματος. Οι δύο αρχιτέκτονες περιγράφουν το έργο κάνοντας μας να νιώθουμε ότι περπατάμε σε αυτό.
Οι πέτρινες βάσεις των δύο πτερύγων συγγενεύουν με τις πεζούλες που οργανώνουν τα επίπεδα των καλλιεργειών, «δένονται μαζί τους, στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του χώρου με τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που επιβάλλει η νέα ανάγνωση του τοπίου, ως σύνθετου αποτελέσματος της φύσης, των επεμβάσεων των παλιότερων κοινοτήτων και της νεωτερικής ανασύνθεσης της σημερινής κοινωνίας».
Ένας αγροτικός δρόμος φτάνει στο υψηλότερο άκρο του κτήματος, όπου διαμορφώθηκαν χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Από εκεί αρχίζει η περιήγηση στο Μουσείο και στον τόπο του, σε μια διαδρομή μέσω διαδοχικών στεγασμένων, κλειστών και υπαιθρίων χώρων.
Το κτίριο του Μουσείου αποτελείται από δύο παράλληλες πτέρυγες, μισοχωμένες στο έδαφος βαθμιδωτά, με διαφορά ενός ορόφου, ενσωματωμένες στο κατηφορικό πρανές. Μπαίνει κανείς από την άνω πτέρυγα, μέσα από το σκεπαστό πέρασμα μεταξύ Εκδοτηρίου και Αίθουσας Πολλαπλών Χρήσεων. Από κάτω τους εντάσσονται Εκπαιδευτικά Προγράμματα, Γραφεία, Αρχείο και βοηθητικοί χώροι. Στην κάτω πτέρυγα αναπτύσσεται η Μόνιμη Έκθεση, που επεκτείνεται υπαίθρια, στον τόπο της μαστιχοκαλλιέργειας. Η επίσκεψη ακολουθεί συγκεκριμένη διαδρομή, η οποία σιγά σιγά ανηφορίζει προς το Κυλικείο, το Πωλητήριο και την έξοδο στο δρόμο και τους χώρους στάθμευσης.
Ο τόπος της καλλιέργειας των μαστιχόδεντρων δέχτηκε μικρές επεμβάσεις καθαρισμού, προκειμένου να γίνει επισκέψιμος. «Οι ξερολιθιές συντηρήθηκαν, κι όπου προβλέπεται πέρασμα των επισκεπτών κατασκευάστηκαν βαθμίδες και κεκλιμένα επίπεδα. Η στέρνα κι οι ταπεινές αγροτικές κατασκευές από ξερολιθιά στερεώθηκαν, προκειμένου να διατηρηθούν τα τεκμήρια του τρόπου της δουλειάς και της υπαίθριας ζωής των παλιότερων χρόνων. Οι υπόλοιπες επισκέψιμες υπαίθριες περιοχές διαμορφώθηκαν με χαμηλές πέτρινες μάντρες, με ράμπες και σκαλοπάτια, που παρακολουθούν το φυσικό έδαφος, τις κλίσεις και την φύτευσή του, με αποφυγή κάθε τεχνητής αλλοίωσης ή και “ωραιοποίησης” του αυθεντικού αγροτικού τοπίου».
Κατά τους αρχιτέκτονες, το κτίριο του μουσείου έπρεπε να είναι ένα ουδέτερο κέλυφος, που να παρέχει ευελιξία στη διαμόρφωση των χώρων του, εξυπηρετώντας το μουσειολογικό πρόγραμμα της έκθεσης κι έτσι διαμορφώθηκε. Οι αναγκαίοι για την επαρκή λειτουργία του Μουσείου χώροι κατανέμονται σε δύο πτέρυγες, «έτσι ώστε τα κτίσματα να μην επιβάλλονται με τον όγκο τους, αλλά να εντάσσονται πιο αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον». Η άνω πτέρυγα στεγάζει όλες τις εισαγωγικές και συμπληρωματικές λειτουργίες του μουσείου [εκδοτήριο εισιτηρίων, κυλικείο, café και Mastiha shop, πωλητήριο, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, «Ερευνητικό Κέντρο Μαστίχας», λοιποί βοηθητικοί χώροι] ενώ η κάτω πτέρυγα στεγάζει τη μόνιμη έκθεση.
Ο χώρος της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου (κάτω πτέρυγα) διαμορφώνεται έτσι ώστε να προσφέρει μια διαφορετική ατμόσφαιρα για κάθε μια από τις θεματικές ενότητες. «Όπου το περιεχόμενο της έκθεσης το ζητεί, επιδιώκεται η ελεύθερη θέαση προς τον εξωτερικό φυσικό χώρο. Ένα σημαντικό τμήμα υποβαθμίζεται σε χαμηλότερο επίπεδο από την κύρια αίθουσα, όπου τοποθετείται ο πρώτος μηχανολογικός εξοπλισμός επεξεργασίας μαστίχας της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών, σε πανοραμική θέασή του από τον επισκέπτη».
Η επίσκεψη στο μουσείο ολοκληρώνεται με την περιήγηση υπαίθριου χώρου, στον οποίο έχει διαμορφωθεί, με μονοπάτια και κατάλληλα εποπτικά μέσα, μια διαδρομή μέσα από το μαστιχοχώραφο, όπου ο επισκέπτης βρίσκεται σε άμεση επαφή με την ιδιοτυπία της μαστιχοκαλλιέργειας και το αγροτικό τοπίο της.