Ο Πάνος. Που στις αρχές Σεπτεμβρίου, πρόκειται να παντρευτεί, εσπευσμένα, σε ώρα που βρέθηκε με πολλή δυσκολία, στην Παναγίτσα στο Παλαιό Φάληρο. Που όφειλε να το κάνει, διότι το κορίτσι του, μοναχοκόρη Ελλήνων με καταγωγή από την Πόλη, έμεινε έγκυος. Που όχι μόνο έκανε το υπεύθυνο, το αντρίκιο πράγμα, αλλά και πήρε, προίκα, ένα φωτεινό, ευρύχωρο διαμέρισμα, ρετιρέ στη λεωφόρο Ποσειδώνος, καθώς και μερικά εκατομμύρια δραχμές. Που αγόρασε ταξί, άδεια και αυτοκίνητο, μερσεντάρα, με τα χρήματα. Που όλοι έλεγαν, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, ένα θεός ξέρει που θα καταλήξει αυτό το παιδί, τι θα κάνει στη ζωή του, τόσο τεμπέλης, τέτοιος ταραξίας. Που την βόλεψε πολύ καλύτερα, με δικό του ταξί και διαμέρισμα, από όλους τους μαλάκες, τα ψώνια που σπουδάζουν αρχαιολόγοι και γιατροί και δικηγόροι και διοικητές επιχειρήσεων. Που καλά όλα αυτά, αλλά δεν τα αντέχει τα πεθερικά του, ίσως επειδή κατάφεραν να τον εξαγοράσουν με το τριάρι με θέα όλο σχεδόν τον Σαρωνικό, ίσως επειδή θα ήθελε να κατάφερνε να μην τον εξαγοράσουν. Που έχει μείνει στην Αθήνα τον Αύγουστο να δουλέψει, είπε, να μάθει τους δρόμους και τις διαδρομές, είπε, να είναι πιο προετοιμασμένος για το χειμώνα και τη δουλειά, είπε. Που στην πραγματικότητα δεν μπορούσε, δεν άντεχε να περάσει είκοσι μέρες με τους γονείς της μέλλουσας γυναίκας του στο εξοχικό τους στο Λεωνίδιο. Που δεν τους μπορεί όλους μαζί, τον καθένα μόνο του ναι, εντάξει, κάπως αντέχει, αλλά και τους τρεις μαζί, όχι. Που κάνει διαδρομές με τη μερσεντάρα με το δυνατό air condition στην Αθήνα, σε όλη την Αττική, στους άδειους δρόμους, και σκέφτεται ότι είναι 24 ετών και έχει δικό του καινούργιο ταξί, και φωτεινό, ευρύχωρο διαμέρισμα με θέα. Που προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι είναι πολύ τυχερός. Που του είπαν ότι στην Βουλιαγμένη, στην παραλιακή, στα τρίτα Λιμανάκια, στα βράχια από κάτω από την καντίνα, πηγαίνουν οι αδελφές για μπάνιο, και γίνεται παιχνίδι, τα απογεύματα πιο πολύ. Που, τι σύμπτωση, σχεδόν κάθε απόγευμα οι διαδρομές του τον βγάζουν στην Βουλιαγμένη, στην καντίνα.
Ο Ηλίας. Που είναι το τελευταίο του καλοκαίρι στην Αθήνα. Που είναι το τελευταίο του καλοκαίρι. Που μόλις τελείωσε το Λύκειο με απόλυτο άριστα, ο καλύτερος μαθητής της τάξης του 1992, με μόνο 20άρια και 19αρια στον έλεγχο. Που η μητέρα του λέει ότι την έκανε πιο υπερήφανη από όσο η Πατουλίδου και ο Δήμας με τα μετάλλια τους, τα οποία ενθουσίασαν όλη την χώρα. Που σε τρεις εβδομάδες θα φύγει για την Βοστόνη για σπουδές. Που δεν ήθελε να φύγει αλλά η Λόρι, η μάνα του, υπερήφανη και σκληρή, δεν δέχεται ούτε να συζητήσει το «να πάω του χρόνου». Που δεν είναι καν σίγουρος ότι θέλει να σπουδάσει αυτό που θα σπουδάσει. Που φοβάται. Που όλα τα έχει ήδη κανονισμένα η μητέρα του, μακρινούς συγγενείς όπου θα μείνει τον πρώτο καιρό, αυτοκίνητο, δίπλωμα, πρόγραμμα ταξιδιών στην Ελλάδα όποτε έχει διακοπές. Που φοβάται, παρόλα αυτά. Που παίρνει το λεωφορείο από το Ζάππειο, το 117, και ύστερα από μιάμιση ώρα διαδρομή, Συγγρού, Αμφιθέας, Ποσειδώνος, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο, Άλιμος, Ελληνικό, Γλυφάδα, Βούλα, φτάνει στην Βουλιαγμένη, στα τρίτα Λιμανάκια. Που ούτε καταλαβαίνει πως περνάνε αυτά τα ενενήντα λεπτά, όχι μόνο επειδή δεν έχει άλλη επιλογή, από το γεμάτο αστικό λεωφορείο, αλλά και διότι έχει μαζί τις κασέτες και το γουόκμαν του, καμιά δεκαριά κασέτες, εξηντάρες οι περισσότερες και λίγες ενενηντάρες, με τραγούδια διαφόρων pop καλλιτεχνών, ηχογραφημένα με προσοχή, ευλάβεια σχεδόν, από το ραδιόφωνο, αλλά και κάποιες αντιγραμμένες παράνομα, ολόκληρους δίσκους, από το δισκάδικο στην γειτονιά του. Που όταν φτάνει, παίρνει ένα μπουκάλι νερό, πολύ παγωμένο, να έχει πιάσει πάγο, από την καντίνα, και ύστερα κατεβαίνει προσεκτικά τα βράχια, από τα μονοπάτια που έχουν ανοίξει τα εκατοντάδες χιλιάδες περάσματα τόσων χρόνων. Που κρύβεται πίσω από την μουσική του, πίσω από τα ακουστικά του, πίσω από τους Depeche Mode, τους U2, τον Michael Jackson, τους Pet Shop Boys, τον George Michael. Που δεν ελπίζει να γνωρίσει κάποιον, δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρει να ξεπεράσει την ντροπή του και να μιλήσει σε κανένα, όσο και να τον γοητεύσει, του αρκεί όμως να βρίσκεται σε έναν τόπο που βρίσκονται και άλλοι σαν και αυτόν, του αρκεί και τον παρηγορεί, τον ανακουφίζει από την εξαντλητική αδυναμία να ηρεμήσει, να μην είναι αγχωμένος. Που αλλάζει το μαγιό του με την πετσέτα δεμένη γύρω από την μέση, και ας υπάρχουν τόσοι ολόγυμνοι γύρω του. Που όταν βγαίνει από την θάλασσα, πρώτα, βιαστικά, σκουπίζει το νερό από τα αυτιά του, για να μπορέσει να κρυφτεί πάλι πίσω από τα ακουστικά του. Που ενδέχεται να τον φλερτάρουν αλλά του είναι αδύνατον να δείξει ότι το έχει προσέξει. Που το απόγευμα σκαρφαλώνει πάλι τα βράχια μέχρι την λεωφόρο, περιμένει στη στάση του λεωφορείου μπροστά από την καντίνα, φτάνει στο Ζάππειο και πηγαίνει με τα πόδια στο σπίτι του στην Διδότου. Που λέει στην μητέρα του πως ήταν για μπάνιο με τους συμμαθητές του. Που ντρέπεται όταν εκείνη του λέει μπράβο αγόρι μου που διασκεδάζεις, να περνάς και λίγο καλά, τόσο διάβασμα έκανες.
Ο Πάνος και ο Ηλίας μαζί: Που γνωρίστηκαν όταν ο Πάνος είδε τον Ηλία στη στάση, στην καντίνα, και πήγε με το αυτοκίνητο μπροστά του, κατέβασε το ηλεκτρικό παράθυρο και τον ρώτησε, θέλεις να σε πάω κάπου; Που ο Ηλίας τον παρεξήγησε, ότι ψαρεύει κούρσα, και είπε φυσικά όχι, αλλά μετά ο Πάνος είπε θέλεις να πάμε μια βόλτα και αυτός είπε ναι, και μπήκε στη μερσεντάρα, περισσότερο επειδή ντράπηκε να πει όχι, παρά επειδή ο Πάνος ήταν πάρα πολύ όμορφος. Που ήταν πολύ όμορφος. Που σε εκείνη την πρώτη διαδρομή τους ήταν σχεδόν αμίλητοι, ο Πάνος με το ζόρι κέρδιζε καμία κουβέντα από τον Ηλία, αλλά αφού διέσχισαν σχεδόν όλη την Αθήνα, εκείνος ξεπέρασε την αμηχανία του και έφτασε να προτείνει να βάλει μια ωραία κασέτα στο ραδιοκασετόφωνο. Που συναντιόντουσαν σχεδόν κάθε απόγευμα, στην γωνία της Ηρώδου Αττικού με την Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο στάδιο, και κουβέντιαζαν, άκουγαν μουσική, από καινούργιες, φρεσκογραμμένες κασέτες που έφερνε ο Ηλίας. Που πήγαν και μερικές φορές στο ρετιρέ, το άδειο ακόμα, και έστρωσαν την πετσέτα μπάνιου στο πάτωμα. Που πέρασαν μια ολόκληρη νύχτα ξαπλωμένοι, να κοιμούνται, να ξυπνάνε, στην πετσέτα. Που ο Πάνος έτριζε τα δόντια του στον ύπνο του. Που η μάνα του Ηλία είχε γίνει έξαλλη όταν ο γιος της της είπε, από ένα καρτοτηλέφωνο στην Αμφιθέας, απόψε δεν θα έρθω, και το έκλεισε πριν του απαντήσει. Που κύλησαν έτσι, με τις κασέτες, τις διαδρομές και την πετσέτα του μπάνιου, 16 μέρες του Αυγούστου του 1992, και ήταν και για τους δύο σαν να πέρασε μιάμιση ώρα. Που έφτιαξαν μια δική τους, προσωπική, ιδιαίτερη Αθήνα, ειδωμένη μέσα από τα τζάμια της μερσεντάρας. Που αποχαιρετίστηκαν δύο μέρες πριν την αναχώρηση για τις Η.Π.Α. και τρεις πριν την επιστροφή από το Λεωνίδιο αλλά ο Πάνος δεν συγκρατήθηκε και πήγε διαδρομή στο Ανατολικό αεροδρόμιο την ημέρα, την ώρα που αναχωρούσε ο Ηλίας, και τον είδε από μακριά, μαζί με την μητέρα του και κάποιους άλλους που δεν τους γνώριζε, και του φάνηκε ότι τον φίλησαν όλοι πάρα πολύ ψυχρά, πάρα πολύ πεταχτά. Που δανείστηκε χρήματα για να τα παρουσιάσει ως έσοδα από την δουλειά, τις 16 μέρες που δεν έκανε ούτε μια κούρσα, είχε μόνο για τον Ηλία μάτια, χρόνο, ενέργεια, χαρά, θλίψη, ζήλεια, όρεξη, ενοχές, τύψεις, καύλα, σχέδια, σκέψεις, θυμό, επιθυμία. Που ο Ηλίας έκανε ότι δεν τον είδε στο αεροδρόμιο.
*
Ο μοναδικός Αύγουστος που δεν τον πέρασε μόνος στην Αθήνα ήταν εκείνος των Ολυμπιακών Αγώνων. Όλους τους υπόλοιπους, τους 11 πριν και τους 15 μετά, παραμένει. Παραμένει στην πόλη, που έχει αλλάξει πολύ σε αυτά τα χρόνια. Το αεροδρόμιο μεταφέρθηκε. Φτιάχτηκε το μετρό και οι επεκτάσεις του, φτιάχτηκε τραμ. Τα λεωφορεία έγιναν δεύτερης, τρίτης κατηγορίας μέσο. Τα μπουζούκια και τα club στην παραλιακή αυξήθηκαν, μετά σχεδόν εξαφανίστηκαν και ύστερα εμφανίστηκαν ξανά. Η Γλυφάδα γέμισε υποκαταστήματα από αλυσίδες fast food και μαγαζιών ρούχων, ο Φλοίσβος στο Παλαιό Φάληρο έγινε παραθαλάσσιο εμπορικό κέντρο. Έκλεισε και η καντίνα στα τρίτα Λιμανάκια. Εξαφανίστηκε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
*
Θαρρείς πως αυτά που σου συμβαίνουν, σε σένα, στην πόλη σου, στις γειτονιές, στην χώρα σου, στους ανθρώπους σου, στο κορμί και στο μυαλό σου, είναι εξαιρετικά, σημαίνοντα. Δεν είναι. Πληγώνεσαι με όσα χάνεις, πληγώνεσαι με όσα χάνονται, μα συνέρχεσαι. Χαίρεσαι με τους νέους δρόμους, ενθουσιάζεσαι και συγκινείσαι με το νέο μωρό, το τρίτο, μα ησυχάζεις. Γρήγορα, αναπόφευκτα.
Ο γάμος έγινε, όπως ήταν κανονισμένο, στις αρχές του Σεπτέμβρη 1992. Είστε πια οικογένεια με το κορίτσι που, όταν σκέφτεσαι πόσο περισσότερο σε αγαπά από όσο εσύ, το αγαπάς και λίγο πιο πολύ. Είναι και η αδικία, η πρόσκαιρη υποκρισία, συγκολλητική ουσία των ανθρώπων – το έχεις καταλάβει. Σκέφτεσαι τον Ηλία, κάνεις παραστατικές υποθέσεις τι κάνει, πώς είναι, πως περνάει. Πώς προχωρά η ζωή του. «Τι απέγινε», που λένε τα βιβλία. Δεν ξέρεις, δεν έχεις μάθει. Πίστεψες ότι ξεχάστηκε, ότι ξέχασε, ότι ήταν λόγια της στιγμής το θα σου τηλεφωνήσω αμέσως όταν έρθω στην Ελλάδα για διακοπές. Ταξιδεύεις με την μερσεντάρα, όλους αυτούς τους δεκάδες Αύγουστους έκτοτε, τις ίδιες διαδρομές, αλλά με καινούργιο μοντέλο, καινούργιους δρόμους, σε μια άλλη πόλη με το ίδιο όνομα, στην ίδια θέση. Τη Αθήνα που είχατε φτιάξει μαζί την έχασες, δεν την ξαναβρήκες. Είσαι υπόδειγμα οικογενειάρχη, δεν έκανες όλα αυτά τα χρόνια καμία απιστία, ό,τι έγινε έγινε, τις 16 μέρες πριν την γαμήλια τελετή. Υπάρχει ενοχή, ακόμα. Και ας μαθαίνεις για τα ζευγάρια των φίλων και τις απιστίες τους, ιστορίες που σε εκπλήσσουν, τόσο κοινές και τόσο αδιανόητες μαζί. Υπάρχει ενοχή, αλλά αισθάνεσαι και τυχερός για αυτές τις 16 ημέρες, την πόλη και το σώμα που γνώρισες για μια, μοναδική φορά. Μα ήταν καλό που με το τρίτο παιδί μπήκατε σε νέο, μεγαλύτερο διαμέρισμα, γιατί στο παλιό έπιανες τον εαυτό σου να θυμάται τον Ηλία να βγαίνει με βρεγμένα μαλλιά από το μπάνιο, ή να είναι σωριασμένο το εσώρουχό του στο πάτωμα του δωματίου που θα γινόταν το οικογενειακό σαλόνι.
Η Αθήνα που έχει αλλάξει τόσο πολύ σε βοηθά να ξεχάσεις. Η καντίνα που δεν υπάρχει πια, οι αφετηρίες των λεωφορείων στο Ζάππειο που ξηλώθηκαν. Μέχρι και οι κασέτες που εξαφανίστηκαν. Πέθανε και ο George Michael που τόσο του άρεσε. Η ζωή, ναι, σε βοηθά να ξεχάσεις. Αλλά εσύ δεν δύνασαι. Υποψιάζεσαι πως αυτός που δεν δύνασαι να σταματήσεις να νοσταλγείς δεν είναι εκείνος, ο μικρός, ντροπαλός, αμήχανος Ηλίας, αλλά ο εαυτός σου μαζί του.
*
Η ευγενική ηλικιωμένη γυναίκα με τα γαλάζια μάτια, που κάθισε μπροστά και την πήγες σε μια πολυκατοικία στην Διδότου, ήταν πολύ ομιλητική, με έναν ανησυχητικό, ανεξήγητα παρεμβατικό τρόπο. Της μιλούσες με προτάσεις και σου απαντούσε με ασυνάρτητες παραγράφους. Κράτησες απόσταση, σταμάτησες να απαντάς, ένιωθες άβολα. Αν είχε περισσότερη κίνηση, αν κουβεντιάζατε για περισσότερη ώρα θα σου είχε πει για τον γιο της που πήγε στα 18 του να σπουδάσει στην Αμερική και στο μέσο της πρώτης χρονιάς μπήκε σε ένα drag store για να αγοράσει… (ποιος ξέρει τι;), την ώρα που γινόταν ένοπλη ληστεία. Οι δύο νεαροί, τρομαγμένοι ληστές, πανικοβλήθηκαν όταν άκουσαν την πόρτα να ανοίγει και άρχισαν να πυροβολούν σπασμωδικά. Ο υπάλληλος του drag store επέζησε.
*
Αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος της ιστορίας. Αλλά η Αθήνα, και μαζί της εσύ και οι ιστορίες σας, συνεχίζετε να αλλάζετε, κάθε μέρα, από Αύγουστο σε Αύγουστο.