Broken Sword: The Serpent’s Curse
Φαν της νοσταλγίας ενωθείτε! Το Broken Sword επιστρέφει στις ρίζες του και ετοιμάζεται για ένα ακόμη classic point and click adventure. Στο τιμόνι φυσικά ο Charles Cecil και η Revolution Software, που προσπαθούν έπειτα από δυο, δε τα λες κακά αλλά δε τα λες και ιστορικής σημασίας, παιχνίδια να φέρουν τη σειρά στο μέλλον, κοιτώντας στο παρελθόν. Χρησιμοποίησαν High Definition 2d σκίτσα, τα οποία συνδύασαν με τα προσχεδιασμένα σε 3d μοντέλα των χαρακτήρων και τα επανένταξαν σε 2d περιβάλλον. Για το στόρι, δε χρειάζεται να πούμε πολλά, όλοι οι γνώριμοι χαρακτήρες θα είναι εκεί, απλά το ότι θα περιλαμβάνει μια ληστεία, ένα φόνος και από κει και πέρα ολόκληρες συνομωσίες αναμένουν τη λύση τους από τον George Stobbart. To Kickstarter πρότζεκτ απέφερε 770.000 δολλάρια, ενώ το αρχικό ενδιαφέρον ήταν για 400.000. Φαίνεται πώς η δίψα του κοινού για ένα ακόμα παιχνίδι, με την προϋπόθεση πως θα γίνει σωστά, “εξανάγκασε” τους υπεύθυνους στο να παραδώσουν έναν τίτλο αντάξιο των πρώτων δυο και να αφήσουν τους υπερβολικούς νεωτερισμούς του τρίτου και τέταρτου παιχνιδιού κατά μέρους. Αυτό υποδηλώνει άλλωστε το μεράκι με το οποίο κατασκευάζεται αυτή τη φορά καθιστώντας μας συγκρατημένα αισιόδοξους. Στην άλλη όψη του νομίσματος, υπάρχει καθυστέρηση της κυκλοφορίας από την αρχή της χρονιάς στο κλείσιμό της, με πιθανότερο το Νοέμβρη.Αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα κυκλοφορήσει για PC, MAC, Linux, iOS, Android και PSVita.
Amnesia: A Machine for Pigs
“Πώς είναι ρε παιδιά το Amnesia”; “Τρόμος, αίσχος, αηδία, κάτι γουρούνια δολοφόνοι κλπ κλπ”. “Ε, τότε θα το παίξω οπωσδήποτε”. Αυτός είναι ο διάλογος που θα έκανα είτε στο μυαλό μου είτε εκτός, αλλά ευτυχώς για μένα ξέρω πολύ καλά τι είναι αυτός ο survival horror πρώτου προσώπου τίτλος της εταιρίας The Chinese Room και της Frictional Games εξαιτίας του προκατόχου του, Amnesia The Dark Descent, του παιχνιδιού που έκανε ορισμένους gamer να ουρλιάζουν κάτι ακατάληπτα στην οθόνη από τρόμο. Για όσους δε γνωρίζουν, η βασική ιδέα του Amnesia στηρίζεται στην εξής Αγία Τριάδα: Εσύ (προφανώς), η αμνησία σου (προφανώς νο.2) και κάμποσα τέρατα (ε σιγά μη λείπανε) τα οποία προσπαθείς να αποφύγεις και όχι να σκοτώσεις καθώς δεν υπάρχουν όπλα, παρα μόνο ένα πιστό φανάρι για να φωτίζεις εκεί που φοβάσαι. Αυτή τη φορά, βρισκόμαστε στο Λονδίνο του 1899, Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ξεδιπλώνουμε ανάποδα το κουβάρι, όπως και στο πρώτο, για να ανακαλύψουμε εκ νέου τη φρικτή κοινωνία στην οποία βρισκόμαστε. Η λαβκραφτική κοινωνία, στην οποία υπάρχουν ανθρωπόμορφα γουρούνια (άμεση κριτική στην εκβιομηχάνιση των πόλεων) και μια μηχανή μεταξύ άλλων, περιμένει να σε κατασπαράξει σε κάθε γωνιά της. Και η μηχανή του τίτλου που κολλάει; Θα σας κάνω μια πάσα: Γουρούνια και μηχανή ίσον κρεατομηχανή, αλλά δε θα επεκταθώ περαιτέρω μπας και κάνω spoilers και χάσουμε το νόημα.
Στα του gameplay, υπάρχουν ορισμένες διαφορές με το προηγούμενο παιχνίδι, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με το σχεδιασμό των επιπέδων που είναι σαφώς μεγαλύτερα και διαθέτουν περισσότερους εξωτερικούς χώρους, ενώ το sanity meter (ελληνιστί: ο μετρητής της παράνοιας) εξαφανίστηκε τελείως στο δεύτερο παιχνίδι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα χρειαστεί να τρέξετε και να κρυφτείτε όπως και πρίν. Καλό για να μαζευτείς με ένα-δυο άτομα (ο κολλητός μου θα την πληρώσει πάλι), αλλά προσοχή: Δεν ενδείκνυται για καρδιοπαθείς και “τρυφερά πόδια”.
Sir, are you being hunted?
Πικραμένη ιστορία αυτό το πολλά υποσχόμενο open world παιχνίδι επιβίωσης, όπου βρίσκεσαι κυνηγημένος από ρομπότ με βικτωριανή περιβολή σε ζοφερά βρετανικά τοπία ή για μεγαλύτερη ακρίβια, ένα βρετανικό νησί από το οποίο προσπαθείς να δραπετεύσεις. Πικραμένη, μιας και η ιστορία περιλαμβάνει ένα εξάμηνο με πολλές ιδέες, περισσότερη δουλειά και ένα ημι-επιτυχημένο Kickstarter πρότζεκτ, το οποίο αρχικά απέφερε πολλά περισσότερα από τον αρχικό στόχο, αλλά στην πορεία αποδείχθηκαν λίγα για την εταιρία Big Robot. Το παιχνίδι άλλωστε, έχει κολλήσει στην open alpha stage και παραμένει άγνωστο πότε θα κυκλοφορήσει ολοκληρωμένο. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι βρίσκεται από τις 19 Αυγούστου διαθέσιμο στο Steam για εκείνους που έδωσαν τον οβολό τους μέσω Kickstarter, με τους δημιουργούς να ζητάνε τη συνδρομή μας εκ νέου, έτσι ώστε να προχωρήσει πιο γρήγορα το στάδιο παραγωγής του τίτλου.
Η ιδέα φαντάζει εξαιρετική, μιας και πατάει πάνω στην ιδέα του κυνηγού και του κυνηγημένου που έχουμε δει αρκετές φορές και στον κινηματογράφο, αλλά ποτέ ομολογώ δεν έχω δει ρομπότ με περιβολή “μυστακοφόρου sir που μόλις γύρισε από τις Ινδίες” να σε καταδιώκουν. Το open-world στοιχείο είναι εμφανές από τα πρώτα δεύτερα ενώ αξίζει να σημειωθεί πώς το σύμπαν του παιχνιδιού είναι τυχαίο, κάτι που σημαίνει πώς κάθε φορά που πατάτε “New Game” θα βρίσκεστε σε διαφορετικα σχηματισμένο χάρτη. Το διασκεδαστικό κομμάτι είναι πως ο κόσμος γύρω σου είναι απειλητικός και φιλόξενος ταυτόχρονα, εννοώντας ότι αυτοί που μπορούν να σε κυνηγήσουν μπορούν πολύ εύκολα να πέσουν θύματα της δικής σου πονηριάς και σκέψης, μιας και έχεις τη δυνατότητα να τους αποφεύγεις αρχικά, μετά να στήνεις παγίδες και τέλος να βρεις όπλα, τα οποία θα πρέπει όμως να χρησιμοποιείς με σύνεση για αντεπίθεση και με φειδώ αφού οι σφαίρες δεν είναι άπειρες (όπως και τα διάφορα αγαθά που βρίσκεις ψάχνοντας την περιοχή). Σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για shooter, οπότε οι επίδοξοι John Wayne ας προσπεράσουν. Εδώ μετράει η πονηριά, η ταχύτητα και η δυνατότητα του να κρύβεσαι και να κάνεις στο σταυρό σου ότι δε θα σε προσέξουν. Αναμένουμε νέα για την επίσημη κυκλοφορία. Μέχρι τότε,φορέστε το καπέλο του σαφάρι, καθαρίστε το μουσκέτο και την πίπα από ελεφαντόδοντο και ετοιμαστείτε για κυνήγι. Το δικό σας. Tally-Ho pip pip!
Foul Play
Το παιχνίδι της Mediatonic, εξίσου βρετανικό με το αποπάνω, είναι 2d side scrolling brawler, που βασίζεται πάνω σε μια πολύ έξυπνη ιδέα. Όλη η δράση εκτυλίσσεται πάνω σε μια σκηνή θεάτρου με το κοινό να καταλαμβάνει το κάτω μέρος της οθόνης. Χειρίζεσαι δυο χαρακτήρες, ένα δαιμονολόγο (ναι καλά ακούσατε) ονόματι Baron Dashforth και το βοηθό του Scampwick, ο οποίος κραδαίνει μια σκούπα. Όπως προείπαμε το σκηνικό είναι θεατρικό, δηλαδή όλα χάρτινα και εσείς πρέπει να “ψυχαγωγήσετε” το κοινό μαζί με τον εαυτό σας. Αυτός είναι και ο σκοπός του παιχνιδιού, μιας και δεν υπάρχει “θάνατος” σ’αυτό το παιχνίδι (είπαμε, όλοι είναι ηθοποιοί και αυτό το κόκκινο κέτσαπ).
Το δυνατό σημείο του παιχνιδιού είναι η αισθητική και το στυλ του, τα οποία ξεχειλίζουν αμφότερα. Οι χαρακτήρες είναι ενδιαφέροντες και καρτουνίστικοι, ενώ το περιβάλλον του θεάτρου ουσιαστικά είναι εκείνο που το διαφοροποιεί από ένα απλό button masher. Το σύστημα μάχης είναι καλά φτιαγμένο, με τα combos να διαδέχονται το ένα το άλλο τα οποία σε βοηθούν να κρατάς τη ροή της μάχης, ανάλογα βέβαια με το πόσο καλά εναλάσσεις τις επιθέσεις σου. Ο μετρητής “ευχαρίστησης κοινού” στο πάνω μέρος της οθόνης, καθορίζει την “πόρωση” του κοινού με τα “έργα” σας επι σκηνής. Σταδιακά θα ξεκλειδώνετε νέες επιθέσεις και όλα θα μοιάζουν ευκολότερα. Εκτός από την έκδοση για PC. Εκεί θα συνιστούσα τη χρήση χειριστηρίου και όχι πληκτρολογίου καθώς ο χειρισμός είναι λιγάκι “αφιλόξενος”. Το πρόβλημα με το παιχνίδι έγκειται στο ότι υπάρχει ελλειψη ανταγωνιστικότητας, μιας και δεν πεθαίνεις, ενώ η ρουτίνα της επανάληψης κάνει την επίσκεψή της έπειτα από κάποια ώρα. Μπορείτε ωστόσο, να πραγματοποιήσετε αγώνα με το χρόνο και τον εαυτό σας για διάφορα ρεκόρ χρόνου ή combo strikes. Παρ’όλα αυτά, ο τίτλος είναι ενδιαφέρων για όσους επιθυμούν ένα απλό, διασκεδαστικό και συνάμα παρεϊστικο παιχνίδι με την ιδιαίτερη βρετανική αισθητική ως γαρνιτούρα.
Το μόνο βέβαιο με αυτά τα οκτώ παιχνίδια και τα υπόλοιπα που θα έρθουν στο μέλλον, είναι πως όταν έχεις μια κραταιά βιομηχανία τότε μοιραία δημιουργείται μια παρα-βιομηχανία, με μικρότερο κεφάλαιο, στοχεύοντας κατευθείαν όμως στην καρδιά των gamer, για ν’ακουστούν οι φωνές εκείνων που θέλουν κάτι άλλο. Όπως έγινε στον κινηματογράφο. Ή στη μουσική, σε κάθε μορφή που θεωρείται ή θέλει να θεωρείται τέχνη. Για τα videogames δεν είμαι σίγουρος αν λογίζονται ως τέχνη, αλλά σίγουρα με τέτοιες κυκλοφορίες οδεύουν προς τα εκεί.