Έχω φτάσει πλέον τα 28, και είναι αναμενόμενο ορισμένοι όροι της Gen Z να μην μου είναι τόσο οικείοι. Πριν από λίγες μέρες, μια μικρότερη φίλη μου, μας χαρακτήρισε “delulu” όταν συζητούσαμε πως ακόμη περιμένουμε να μας στείλει εκείνο το πολυπόθητο μήνυμα, και αποδίδαμε το γεγονός πως δεν το έκανε στο ότι «θα είχε δύσκολη μέρα» ή «κακή διάθεση». Οι μέρες περνούσαν και το μήνυμα δεν ερχόταν, κι εμείς γινόμασταν ακόμα πιο delulu.
Είστε delulu, αν νομίζετε ότι θα σας στείλει μήνυμα ενώ έχουν περάσει δέκα μέρες. Είστε delulu αν εξακολουθείτε να σκέφτεστε κάποιον που γνωρίσατε μια φορά πριν από χρόνια. Εάν έχετε μια ροπή στις ψευδαισθήσεις, τότε κατοικείτε στο delululand.
Επιχειρώντας να αναλύσουμε τον όρο που έχει κατακλείσει την εποχή μας όσο λίγοι – μετά το gaslighting και το ghosting – το delulu αρχικά προέρχεται από τη λέξη “delusion” που στα ελληνικά σημαίνει αυταπάτη/ψευδαίσθηση. Πρωτοεμφανίστηκε το 2014 για να χαρακτηρίσει τους ανεκπλήρωτους έρωτες μεταξύ fangirls και καλλιτεχνών της K-pop, αλλά εξαπλώθηκε ταχύτατα εκφράζοντας πολλές γυναίκες ανά τον κόσμο.
Η δημοτικότητα του όρου οφείλεται μάλλον στη δυσαρέσκεια που χαρακτηρίζει τους καιρούς μας, σχετικά με τα περιστασιακά ραντεβού που δεν εξελίσσονται σε κάτι παραπάνω – αλλά εμείς εξακολουθούμε να προσπαθούμε και να ελπίζουμε.
Εάν το πρόσωπο για το οποίο ενδιαφερόμαστε μας έχει ξεκαθαρίσει πως δεν είναι διαθέσιμο για σχέση, το να συνεχίζουμε να είμαστε delulu θα μπορούσε να οδηγήσει σίγουρα στην υπέρμετρη απογοήτευση.
Με μια αναλυτικότερη ματιά, ο όρος μοιάζει αρκετά σεξιστικός αφού επικεντρώνεται στο πώς αισθάνονται οι γυναίκες όταν οι άντρες εν ολίγοις τις απορρίπτουν – εκείνες όμως εξακολουθούν να τρέφουν αυταπάτες και να πιστεύουν πως τα πράγματα θα αλλάξουν. Θα μπορούσε και θα έπρεπε να χαρακτηρίζει εξίσου τις αυταπάτες που, για παράδειγμα, ένα αγόρι τρέφει για ένα κορίτσι, όταν εκείνη θα του κάνει τη ζωή δύσκολη με την αναποφασιστικότητά της και, τελικά, θα εξαφανιστεί. Τι, δεν το κάνουμε κι εμείς αυτό;
Όπως έχει συμβεί όμως προηγουμένως με δεκάδες ακόμα slang words που υπερεκτίθενται και ανακυκλώνονται στο διαδίκτυο, πολλές νεαρές γυναίκες έχουν αναγκαστεί να συμμορφωθούν σε πατριαρχικά πρότυπα που στον πυρήνα τους έχουν την αδυναμία του γυναικείου φύλου και την προσπάθεια των γυναικών να υπερισχύσουν έναντι του άντρα.
Girlboss, clean girl, the girlfailure girl, messy girl, delulu girl: είναι μόνο μερικές από τις περιγραφές που κανονικοποιούνται ακόμα και μεταξύ των ίδιων των γυναικών, παρά την υποτιμητική χροιά τους. Ενώ ένα κορίτσι μπορεί να συμμετάσχει ένθερμα στην εκδήλωση των συναισθημάτων του, η αποτυχημένη έκβαση μιας γνωριμίας συνηθίζεται να πιστεύεται πως καταλήγει στην αυταπάτη και την εμμονή για το μη διαθέσιμο συναισθηματικά αγόρι που διεκδικεί – κάτι το οποίο εκείνος «δεν θα έκανε ποτέ».
Παρά το γεγονός ότι η χρήση του όρου καταλήγει να γίνεται στερεοτυπική και υποτιμητική για τις γυναίκες, στο TikTok,το hashtag #delulu έχει επί του παρόντος 3,2 δισεκατομμύρια προβολές, με τους χρήστες να δημιουργούν συχνά βίντεο και να γράφουν σχόλια τύπου: “Delulu is the solulu” (από το solution=λύση).
Μία από τις πιο δημοφιλείς χρήστριες της πλατφόρμας με περιεχόμενο κατάλληλο για “delulu girls”, είναι η δημιουργός @isabelunhinged. Το προφίλ της έχει πάνω από 52,5 εκατομμύρια likes και πάνω από 336.7000 followers. Στο βιογραφικό της αυτοαποκαλείται «Αυτοκράτειρα της Delululand» και μόλις τον περασμένο Ιούλιο δημοσίευσε το πρώτο της βίντεο σχετικά με τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που τρέφουν τα κορίτσια. Η περιγραφή του βίντεο έγραφε: «Είμαι στα DM του και τον παρακολουθώ στο Spotify και ψάχνω τους στίχους σε κάθε τραγούδι που ανέβασε πρόσφατα και πείθομαι ότι αφορά εμένα».
Κανείς δεν λέει πως δεν το κάνουμε αυτό. Θα ήταν ψέμα άλλωστε. Εξίσου όμως μπορεί να τo κάνει κι ένα αγόρι, που θα έβρισκε παρηγοριά μαζί με κάποιον φίλο του αναπαράγοντας τον όρο “delulu” και γελώντας μεταξύ τους. Τα πρότυπα της αρρενωπότητας όμως τους θέλουν «σκληρούς», «αδιάφορους» και «μη ευάλωτους».
Υ.Γ.: Ένας από τους όρους που συχνά αποδίδεται λανθασμένα ως νόημα στο delulu, είναι εκείνος του/της παραληρηματικού/ης. Πρόκειται για έναν κλινικό όρο που χρησιμοποιείται στον κλάδο της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής για να περιγράψει κάποιον που πιστεύει ότι βλέπει, ακούει ή βιώνει κάτι που δεν έχει τις ρίζες του στην πραγματικότητα και αποτελεί βασικό σύμπτωμα ψυχωσικών διαταραχών όπως η σχιζοφρένεια. Αντιθέτως, οι αυταπάτες χαρακτηρίζουν μια σταθερή και στρεβλή πεποίθηση για κάτι, παρά τις αποδείξεις για το αντίθετο, η οποία όμως είναι συνειδητή, σε αντίθεση με το παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις.
Επίσης, στο TikTok ορισμένοι περιγράφουν τα συμπτώματα της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής (OCD) που αντιμετωπίζουν, χρησιμοποιώντας τη λέξη delulu – αλλά οι αυταπάτες δεν είναι σύμπτωμα της ΙΨΔ. Παρά την ελαφρότητα και τη χιουμοριστική χροιά με την οποία χρησιμοποιείται συχνά ο όρος, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέεται με τις επαναλαμβανόμενες, εμμονικές και επίπονες για τον/την ασθενή σκέψεις που χαρακτηρίζουν την ΙΨΔ.
Μπορεί να είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι η νέα γενιά μιλάει για την ψυχική υγεία με τρόπους που καμία άλλη γενιά δεν έχει κάνει, αλλά μερικές φορές αυτή η τάση οδηγεί στην υπεργενίκευση και τη λανθασμένη χρήση των όρων, που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά και προσβλητικά για ανθρώπους που έρχονται πραγματικά αντιμέτωποι με ζητήματα ψυχικής υγείας, ενώ ταυτόχρονα ψυχιατρικοποιεί άτομα που δεν έχουν διαγνωστεί με κάποια διαταραχή.