Η νύχτα ξεκίνησε με χαμηλές προσδοκίες, σχεδόν μηδενικές. Δεν περιμέναμε τίποτα, δεν ελπίζαμε τίποτα και σίγουρα ήμασταν καθ’ ολοκληρία ανελεύθερες, δέσμιες μιας κολάσεως, ερωτικής κατά πάσα πιθανότητα. Κάτι ατελέσφορο πλανιόταν μέσα μας παρά το καλοκαίρι γύρω μας.
Βαθύ καλοκαίρι, δεκαπενταύγουστος. Πρώτη φορά στην Αθήνα τέτοια εποχή, πρώτη φορά οι δυο μας, κολλητές και σόλο, χωρίς την υπόλοιπη παρέα, χωρίς αντικείμενα πόθου στον ορίζοντα και χωρίς την παραμικρή δύναμη να αντιμετωπίσουμε την ήττα μας. Ερωτευμένες με το ακατανόητο -συμβαίνει αυτό στην άγουρη νεότητα. Η ταινία «Π», που μόλις είχαμε δει στη Ριβιέρα, δεν είχε βοηθήσει. Ίσως ο Αρονόφσκι να ταίριαζε περισσότερο σε κάποιο βράδυ του Δεκέμβρη.
Τέλη 90s, το μιλένιουμ ήταν προ των πυλών, ερχόταν καλπάζοντας μαζί με τον περιβόητο φόβο περί παγκόσμιας κατάρρευσης των υπολογιστών, γνωστός και ως Υ2Κ, με την τρελή λαχτάρα όλων να ζήσουμε την «ημέρα μηδέν» και να βιώσουμε το απόλυτο restart. Στο πίσω μέρος του μυαλού ελπίζαμε σε μία αναγέννηση, κάτι που μας έκανε να πιανόμαστε από κάθε τι νέο με τη λαχτάρα πρωτάρη. Ωραία εποχή, τίγκα στην προσδοκία. Σπαρταριστή.
Τότε, η πόλη άδειαζε κάθε Αύγουστο. Ερημιά. Καθόλου συμβατό σκηνικό με το άτσαλο φτερούγισμα που νιώθαμε στο στήθος. Μόνο η θερμοκρασία, που έδειχνε πάνω από 35 βαθμούς, σιγόνταρε.
-Πάμε Inoteka;
-Και δεν πάμε;
Απέναντι από το κιόσκι των παλιατζίδικων, που βρίσκονταν στη μέση της κλειστής πλατείας, σε ένα ντανταϊστικό σκηνικό, λιτό και ελκυστικό, ταμάμ με μια Αθήνα αισιόδοξη, χωρίς Xanax. Αβησσυνία κυριολεκτικά. Από την αραβική λέξη «χαμπές» που σημαίνει ομάδα λαών και μικτό λαό. Το συνειδητοποιημένο alternative έκανε τα πρώτα του βήματα στην πόλη και ένα πανέμορφο κοινό, με κομψές ανησυχίες, ηλεκτρονικά ακούσματα και αγάπη στο κρασί καθόταν στις καρέκλες παλαιού καφενείου, αυτές τις σιδερένιες με τις πλαστικές, χρωματιστές λωρίδες στο κάθισμα και την πλάτη.
Η μετάβαση έγινε κάπως αστραπιαία, μαγικά και αυτοσχέδια. Από τα έξω τραπέζια με τη χαλαρή κουβέντα και ένα ποτήρι λευκό στο χέρι, βρεθήκαμε μέσα στο μαγαζί, χορεύοντας έξαλλα, χωρίς παπούτσια με ένα ποτήρι νερό, ανά χείρας, σκοπεύοντας να το πετάξουμε ο ένας στον άλλον, άγνωστοι που ενωθήκαμε με ένα άτυπο μπουγέλο αναβίωσης του πικάντικου εθίμου αποχαιρετισμού της σχολικής χρονιάς, βιώνοντας μια ουρανοκατέβατη, όψιμη εφηβεία.
Ο Aphex Twin μπερδευόταν με balearic ήχους, οι Orbital με τους Prodigy και εμείς με όλο το «χαμπές» της Οινοθήκης. Ένα αδοκίμαστο, αξέχαστο πάρτι που στήθηκε με ό,τι είχαμε εύκαιρο εκείνη τη στιγμή: αυγουστιάτικη τρέλα, καύσωνα και μια πόλη που χόρευαν όλοι.