Όταν είδε το πρώτο επεισόδιο της σειράς της, η Αλεξάνδρα Κ* ήταν μεθυσμένη. Στο σημερινό της γύρισμα (φαίνεται να) είναι νηφάλια. Είναι όμως κι ηλεκτρισμένη. Απ’ τις τρεις πρωταγωνίστριες της σειράς, που στο πρώτο της κιόλας επεισόδιο έκανε κατευθείαν hip το να ξαναγυρίσεις στην ελληνική τιβί, η Αλεξάνδρα είναι η μόνη που δεν δηλώνει ευθαρσώς ηθοποιός -παρ’ όλο που οι σπουδές της ξεκίνησαν ακριβώς απ’ την ηθοποιΐα στο ΚΘΒΕ κι αργότερα στην Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου. Ίσως γιατί είναι και τόσα πολλά άλλα μαζί: συγγραφέας παιδικών βιβλίων και θεατρικών έργων, δημοσιογράφος, κειμενογράφος διαφημιστικών κι από πάνω single mom. Η ηθοποιία φέτος, της προέκυψε από ανάγκη. Όχι όμως αυτήν ακριβώς που νομίζεις: “Είχα ανάγκη να κάνω κάτι που να με φέρει σε επαφή με άλλους ανθρώπους”, μου λέει και το σώμα της τινάζεται με το που αρχίζει να μου εξηγεί το πόση ενέργεια παίρνει με το να βλέπει δεκάδες ανθρώπους να τρέχουν γύρω-γύρω από κάτι που έχει ξεκινήσει αυτή. Ως κάποιος που έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του με τις πιτζάμες μπροστά σ’ έναν υπολογιστή στο γραφείο του σπιτιού του, νιώθω μια ταύτιση. Γενικότερη.
Την κοιτάζω απέναντί μου, στραβοκαθισμένη σε μια σιδερένια καρέκλα, όσο της επιτρέπει να κάτσει ένα νοικιασμένο κοστούμι των χιλίων τριακοσίων ευρώ, που ξεχύνεται φουσκωτό κι αραχνοκεντημένο κάτω απ’ το λαιμό της. Στο κεφάλι της ένα σύννεφο από μπούκλες, που γύρω τους ίπταται η στιλίστριά τους προσπαθώντας να τα σμιλέψει. Τα δόντια της οργώνουν μια τα νύχια μια τα χείλη και το βλέμμα της τρέχει διαρκώς. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει πόσο σημαντικό είναι αυτό που έχει καταφέρει, να μπορέσει να φέρει στην ελληνική τιβί μια σειρά με χαρακτήρες που είναι κανονικοί, κι ν’ απευθύνονται σε τηλεθεατές που είναι άλλοι απ’ τον συνήθη μέσο όρο –ή τουλάχιστον τον μέσο όρο που έχουμε στο μυαλό μας. “Δεν ξέρω τελικά ποιος είναι ο μέσος όρος”, μού λέει, αλλά δυσκολεύομαι να την πιστέψω. Τα νούμερα του πρώτου επεισοδίου ήταν πέρα από κάθε προσδοκία του καναλιού, κι απλώς τη ρωτάω αν αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της για το είδος του κόσμου που βλέπει ελληνικές σειρές. Λιγότερο κυνική από ‘μένα όμως, φαίνεται να αισθάνεται περισσότερο σαν ένα κοριτσάκι που βιώνει τη χαρά της αποδοχής του να καταλαβαίνει την ιστορία της ο κόσμος, παρά σαν την Μαρία Αντουανέτα που εκπλήσσεται όταν αρέσει στον κόσμο το παντεσπάνι της. Μάλλον με είχε ξεγελάσει η στολή.
Η σειρά της, μια σειρά για πραγματικούς ανθρώπους, που ζουν πραγματικές ζωές, βγαίνουν απ’ το σπίτι, πάνε στη δουλειά, πίνουν, πηδιούνται και πληγώνονται, είναι μια κάποια αναχώρηση για την ελληνική τιβί, μια αλλαγή σελίδας απ’ το μοντέλο των στουντιακών παραγωγών που δεν έβγαζαν την κάμερα έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού των οικογενειών που κατέκλυζαν τις ελληνικές μικρές οθόνες τα τελευταία χρόνια. Σημεία των καιρών, άλλωστε, που είχαν κλείσει τους ανθρώπους σπίτια τους, και δεν είχαν όρεξη να δουν τίποτε άλλο από ανθρώπους κλεισμένους σπίτια τους. Όμως πόσο καιρό μπορείς να περάσεις στο σπίτι, πριν σε πιάσει cabin fever; “Δεν ξέρω, εμένα με πιάνει κι ένας σταρχιδισμός. Σ’ εμένα κάπως έτσι λειτούργησε όλο αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή αν έκανα το ίδιο πράγμα πέντε χρόνια πριν, θα ήμουν με συνεχείς κρίσεις πανικού. Γιατί είναι υπερέκθεση τώρα όλο αυτό. Δεν θα το τολμούσα πέντε χρόνια πριν. Δεν θα τολμούσα να το παίξω”.
Επιστρέφω σ’ αυτήν την ανάγκη της να βγει απ’ το σπίτι, την κλεισούρα που την έφερε εδώ, να περνάει τρία τέταρτα στο μακιγιάζ, μισή ώρα στο μαλλί κι ένα τέταρτο ακόμη στο κοστουμάρισμα, και τη ρωτάω αν ήταν απαραίτητο να το περάσει όλο αυτό, μόνο και μόνο για να κάνει παρέα με άλλα παιδάκια. Θα μπορούσε, άλλωστε, να έρχεται απλώς στο γύρισμα ως σεναριογράφος, να πειράζει τους διαλόγους και ν’ αλλάζει τις ατάκες —στο Californication έτσι κάνουν ρε παιδί μου. Ρουφάει αέρα και καταλαβαίνω ότι δεν ήταν μόνο η αλλαγή σκηνικού που χρειαζόταν. “Ήτανε στα πλαίσια του ‘τα γαμάω όλα’”, λέει και ξεφυσάει. “Ήταν ένα προσωπικό μου στοίχημα ας πούμε. Ότι θα το πάω all the way. Και η εμπειρία. Είναι πολύ ωραία εμπειρία. Ως σεναριογράφος δεν θα πήγαινα κάθε μέρα στο γύρισμα, θα πήγαινα μια-δυο φορές το μήνα. Εδώ είναι πολύ ωραία εμπειρία. Εντάξει. Θέλω να το ζήσω. Όλο αυτό”.
Αναρωτιέμαι αν μέσα στην εκπλήρωση αυτής της ανάγκης της, ανακάλυψε και κάποιο αίσθημα λανθάνουσας δικαίωσης του δημοσιογραφικού της παρελθόντος, ένα ‘τόσο καιρό γράφω για ‘σάς, τώρα θα σας δείξω και πώς γίνεται’. “Η μέρα που αποφάσισα ότι δεν είμαι πια ηθοποιός, ήταν η πιο απελευθερωτική μέρα της ζωής μου”, μου λέει, “κι ύστερα όταν έγραφα, πραγματικά το χαιρόμουν. Δεν έχω κανένα κενό, ή κανένα απωθημένο τέτοιο”. Λίγο αίμα πίσω όμως, το πήρε: “Αυτό που χάρηκα ήταν ότι, όσο ήμουν ηθοποιός, ενώ με έπαιρναν συνήθως στα casting, τελευταία στιγμή διαφωνούσε το κανάλι ας πούμε. Δεν ήμουν αρκετά όμορφη, ήμουν λίγο χοντρούλα, λίγο κάπως δεν στεκόμουνα καλά… Κάτι συνέβαινε και το κανάλι ήταν πάντα αυτό που έλεγε όχι. Τώρα όμως, το κανάλι ήταν αυτό που επέμενε να το κάνω, να παίξω εγώ. Εγώ τους πήγα το σενάριο, τους είπα ‘θα ήθελα να παίξω, αλλά δεν μου είναι απαραίτητο, βάλτε κάποια φίρμα κάτι τέτοιο’, και αφού το δοκιμάσαμε τελικά το θέλαν αυτοί περισσότερο, να το παίξω εγώ”, διηγείται κι ένα πονηρό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της.
“Έχω να δω τηλεόραση πάρα πολύ καιρό”, μου λέει, όταν τη ρωτάω πού τοποθετεί τη σειρά της. “Δεν ξέρω ακριβώς τι παίζει, αλλά απ’ τα όσα μου έχουν περιγράψει, όσα έχω διαβάσει κι ό,τι σποραδικό έχω δει, όλα αυτά που παίζουν είναι πολύ μακριά από ‘μάς”. Τι είναι λοιπόν, αυτό το “εμάς”; Δυο επεισόδια έχουμε δει μονάχα απ’ τα δεκατρία που έχει γράψει, αλλά σίγουρα είναι κατ’ αρχήν μια γυναικεία σειρά. “Ξέρεις, μ’ ενοχλεί όταν το λένε αυτό” μου λέει και με αγριοκοιτάζει λίγο. Σίγουρα όμως, αν την πλησίαζε ένας άντρας και της έλεγε ότι κάθε Τρίτη αράζει σπίτι μόνος του και βλέπει τη σειρά της, θα της προξενούσε μια κάποια -συγκρατημένη έστω-έκπληξη. “Όχι,” επιμένει, “πειράζει;”. Καθόλου, της λέω, αυτή είναι άλλωστε που έχει στο κεφάλι της ολόκληρη τη σειρά. “Εγώ ας πούμε, θα καθόμουν πολύ εύκολα να δω μια dude παρέα ανδρών στην τηλεόραση”, μου λέει, “και δεν νομίζω ότι έχει πολύ μεγάλη διαφορά απ’ αυτό που κάνουμε εμείς”. Πιάνω την Έλενα Μεγγρέλη και τη Ζωή Καραβασίλη, τη Μιμή και την Έλλη της σειράς, μήπως και βρω λίγη girl-power υποστήριξη. Αισθάνομαι δημιουργικός και τις ρωτάω αν είναι μια μεταφεμινιστική οπερέτα. Με κοιτάζουν λίγο περίεργα, αλλά τουλάχιστον η Αλεξάνδρα το βρίσκει αστείο: “Ωραίο, θα μ’ άρεσε πάρα πολύ! Θα ‘ταν πολύ ακριβό. Είχα γράψει μια εκδοχή που ήταν μιούζικαλ! Κόπηκε στο budget αυτή η εκδοχή…”.
“Δεν είναι ούτε κωμωδία, ούτε δράμα. Ή, είναι και τα δύο μαζί”, λέει η Μεγγρέλη για τις περιπέτειες μιας γυναικοπαρέας που “περνάει πράγματα τα οποία μπορεί αυτές να εκλαμβάνονται ως απείρως δραματικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι πιο δραματικά από κάτι συνηθισμένου που μπορεί να ζει ένας άνθρωπος σήμερα, ή και αύριο. Ξέρεις, καμιά φορά τα πολύ μικρά τα δικά σου, σού φαίνονται βουνό, μέχρι να βρεις ένα πραγματικό βουνό και να βάλεις τα πράγματα σε μια τάξη μεγέθους. Νομίζω αυτό που είναι η σειρά στην πραγματικότητα, είναι φέτες ζωής. Νατουραλισμός λοιπόν, αυτό είναι”. Μα νατουραλισμός με κοστούμια Αντουανέτας; “Αυτό είναι το σουρεάλ στοιχείο της πραγματικότητας”, προσθέτει η Καραβασίλη. “Για μένα ο τίτλος στην αρχή ήταν πολύ ειρωνικός”, συμπληρώνει η Αλεξάνδρα, η οποία σημειώνει πως “στην πορεία της σειράς δε θα βλέπετε τόσες γυναίκες συνέχεια”. Όχι ότι χάλασε κανέναν το να βλέπει γυναίκες συνέχεια βέβαια –το Hollywood βοά άλλωστε, απ’ την αγανάκτησή του για την έλλειψη γυναικείου προϊόντος. “Στην πορεία θα βλέπουμε την εξέλιξη μιας παρέας κι όχι τριών γυναικών”, συνεχίζει πάντως η Αλεξάνδρα. “Αρχίζουμε απ’ αυτές, αλλά στην πορεία γίνονται εξίσου σημαντικοί και οι άντρες χαρακτήρες”. Οπότε κάπου εκεί θα σταματήσει να είναι τόσο γυναικεία η σειρά; “Ναι”, με διαβεβαιώνει η Αλεξάνδρα. “Ή αυτό, ή απλώς θα σε κάψω με το τσιγάρο”.
*Η σειρά Ηρωίδες της Αλεξάνδρας Κ*, με την ίδια, την Έλενα Μεγγρέλη και τη Ζωή Καραβασίλη, σε σκηνοθεσία Στέφανου Μπλάτσου, προβάλλεται κάθε Τρίτη στις 23.40 στο MEGA, ενώ μετά την προβολή τους τα επεισόδια διατίθενται για streaming από το site του καναλιού.