Looking

Για να μη σε απογοητεύσω σε περίπτωση που διαφωνείς, θα σου πω εξαρχής ότι μου αρέσει το Looking. Και το λέω εξαρχής γιατί μετά από πολύ έρευνα, έχω καταλήξει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια κριτικής ή αξιολόγησης της νέας gay σειράς του HBO, πρέπει να ξεκινάει με μια τέτοια δήλωση, προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Δε μπορώ να θυμηθώ άλλη τηλεοπτική σειρά που να έχει προκαλέσει τόσο μεγάλο “πανικό” σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σε πέντε μόλις επεισόδια, κριτικοί και κοινό την έχουν αποκαλέσει αυθεντική, εντυπωσιακή, φιλόδοξη, ειλικρινή, φρέσκια αλλά και αργή, ψεύτικη, άδεια και πολύ μα πολύ βαρετή. Και από ’δω ξεκινάει το πρόβλημα.

Αλλά ας το πιάσουμε το θέμα απ’ την αρχή. Το Looking είναι μια σειρά για τρεις gay φίλους, στα 30κάτι που ζουν στο San Francisco. Μέσα από ημίωρα επεισόδια, παρακολουθούμε διάφορες στιγμές της καθημερινότητάς τους και το πως αντιμετωπίζουν πράγματα και καταστάσεις, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο gay. Είναι σκηνοθετημένη από τους δημιουργούς του Weekend και όπως δήλωσε πρόσφατα ο Andrew Haigh, “αυτό που λείπει απ’ την τηλεόραση είναι η καθημερινή πλευρά του να είσαι gay” (the everyday nature of being gay). Και είναι αυτή ακριβώς η καθημερινότητα που δημιουργεί το πρόβλημα.

Βαρετό. Είναι η λέξη που διαβάζω ξανά και ξανά. Σε κριτικές, σε άρθρα και σε σχόλια, όλοι μοιάζουν να είναι σοκαρισμένοι από την τρομακτική αποκάλυψη: οι gays (στη τηλεόραση) έχουν γίνει βαρετοί. Και θέλω να τους ρωτήσω: πόσους gays γνωρίζουν; Τι νομίζουν ότι κάνουν όλη μέρα; ‘Η όλη νύχτα; Η γενιά του Queer as Folk ξενυχτούσε στο Babylon, θαυμάζοντας γυμνόστηθα αγόρια πασπαλισμένα με glitter. Οι χαρακτήρες του Looking μένουν μέσα τα βράδια, τρώνε πίτσα και βλέπουν τηλεόραση με τον γκόμενό τους. Κι αν θέλουν excitement κάνουν παρτούζες με πλήρη επίγνωση και χωρίς ψευτοενοχές.

http://youtu.be/I1u1CkRFVRs

Η καθημερινότητα, ασχέτως σεξουαλικού προσανατολισμού, μπορεί να κρύβει πολλές μικρές στιγμές που τη κάνουν τόσο λίγο παραπάνω ξεχωριστή. Γι’ αυτό θεωρώ πολύ αβάσιμο το επιχείρημα-εξίσωση ότι καθημερινό ίσον βαρετό. Θα μου πεις, καθημερινότητα στη ζωή μου, καθημερινότητα και στην τηλεόραση; Μα όταν σου δείχνουν υπερβολές στην τηλεόραση παραπονιέσαι πως αυτά δε γίνονται στη πραγματικότητα. Πουθενά δε σε βρίσκω!

Επομένως, είναι ή δεν είναι αντιπροσωπευτικό της gay κοινότητας; Δε νομίζω ότι αυτός είναι ο στόχος της σειράς, αλλά ο σκηνοθέτης Andrew Haigh απαντάει καλύτερα: “Καταλαβαίνω ότι υπάρχει μια επιθυμία των gays να δουν τις ζωές τους στην οθόνη, αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Θα ήταν μια κακή σειρά αν προσπαθούσαμε να αντιπροσωπεύσουμε κάθε gay χαρακτήρα που υπάρχει, επειδή κάθε gay άνθρωπος είναι διαφορετικός. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να πω την ιστορία τριών χαρακτήρων και των φίλων τους”.

Ξεπερνώντας τα σχόλια για το ότι οι πρωταγωνιστές δεν είναι “αρκετά gay”, ή για το ότι συμβάλει στην “σταδιακή εξαφάνιση του queer culture”, καταλήγω στο γιατί μ’ αρέσει το Looking. Γιατί είναι σα μια ημίωρα, κλεφτή ματιά στις γωνιές του San Francisco που δεν θα βρεις σε κανέναν ταξιδιωτικό οδηγό. Ένα San Francisco φωτεινό, με ωραίες γειτονιές και bars και cafés που ξέρεις ότι πολύ πιθανόν να σύχναζες σε αυτά αν ζούσες εκεί. Μ’ αρέσει γιατί είναι τεχνικά άρτιο και έχει μια πολύ προσεγμένη παραγωγή. Γιατί όλα μοιάζουν απολύτως φυσικά: από την φωτογραφία μέχρι τις ερμηνείες και το μοντάζ, που μοιάζει να είναι ανύπαρκτο αφού όλα ρέουν τόσο ομαλά, σα να βγήκαν από μία και μόνο λήψη.

Μ’ αρέσει γιατί δείχνει την οικειότητα που κάνει ξεχωριστή τη σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες και που κρύβεται στα βλέμματα, τα χαμόγελα, τις παύσεις, το πρώτο ραντεβού, το σεξ την πρώτη φορά που σε κάνει να θες τη δεύτερη και την τρίτη. Και τέλος, το Looking μ’ αρέσει γιατί έχει το τέλειο soundtrack για όλα τα βράδια που θες να κάνεις το δωμάτιό σου dancefloor μόνο για σένα. Και για να δανειστώ τους στίχους από το κομμάτι των The 2 Bears που ντύνει με τον καλύτερο τρόπο το τέλος του πρώτου επεισοδίου, take a look around and see / the love that’s in the air.