Το 2014 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για τον Γιάννη Βεσλεμέ. Είδε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία να κάνει τη βόλτα της σε εγχώρια και ξένα φεστιβάλ, μέχρι την αντισυμβατική της έξοδο στις αθηναϊκές αίθουσες που έγινε το talk of the town των τελευταίων 40 ημερών. Προκαλώντας μεταμεσονύχτιο αδιαχώρητο κάθε Σάββατο στο ΑΣΤΥ της Κοραή, επαναφέροντας τη συνήθεια των νυχτερινών προβολών που είχε εκλείψει από το αθηναϊκό κινηματογραφικό ημερολόγιο. Οι προβολές της Νορβηγίας εξελίχθηκαν σε event, στο καλύτερο πάρτι που θα μπορούσε να πάει το κοινό της Rebound (στην οποία άλλωστε μεγάλο μέρος της είναι γυρισμένη) και όχι μόνο, πριν κατευθυνθεί για να το ξημερώσει στην σπηλιά της πλατείας Αμερικής. Υπέροχη ιδέα. Όχι στην τύχη – όποιος μιλήσει με τον Βεσλεμέ έστω και 5 λεπτά (παρότι μέχρι πρότινος, ειδικά για τα μουσικά, ήταν πολύ φειδωλός στις συνεντεύξεις) καταλαβαίνει πόσο καλά τοποθετημένη έχει στο μυαλό του την ποπ κουλτούρα που έχει καταναλώσει. Γνωρίζει τους κώδικές, την ανθρωπολογία, την αιχμή, την υπερβολή και τη ματαιότητά της. Γνωρίζει τη μεγάλη εικόνα στην οποία τοποθετείται, γι’ αυτό του είναι εύκολο να την τιμά την ίδια ώρα που την σαρκάζει. Από τις εποχές των Sportex και των φανταστικών μουσικών ειδών με τα οποία προσδιοριζόταν ως Felizol (ας πούμε tree house, fish ‘n’ clicks ή brutal pop) μέχρι τις πρώτες μικρού μήκους ταινίες, τη σύμπραξη με τους Mary & The Boy στο αξεπέραστο Time Machine και την κοινή πορεία με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη με αποκορύφωμα το περσινό εξαιρετικό άλμπουμ Like Cannibal Father, Like Cannibal Son που κυκλοφόρησε στην σκοτσέζικη Optimo Music και πέρασε αδικαιολόγητα στα ψιλά. Είπαμε, το 2014 ήταν μια καλή χρονιά για τον Γιάννη Βεσλεμέ, μόνο που του έβαλε μια έμμονη ιδέα. Να σκοτώσει τον Felizol…
Η Νορβηγία είναι σκοτεινή ταινία, δε βασίζεται μόνο στο χιούμορ. Η ιδέα για τις σαββατιάτικες νυχτερινές προβολές έπεσε ουσιαστικά με το που τελείωσαν τα γυρίσματα. Προσωπικά μου αρέσουν πολύ, τις έζησα στην Αθήνα από τις αρχές των ‘90s, μακάρι να ξαναέρθουν στη μόδα. Δεν προορίζονταν μόνο για camp θεάματα όπως το Rocky Horror Picture Show, αλλά και για φιλμ όπως το Eraserhead του Λιντς ή το El Topo του Ζοντορόφσκι που έτσι κι αλλιώς μετά τα μεσάνυχτα έχτισαν το μύθο τους. Μπορούν να λειτουργήσουν πολύ «επιμορφωτικά», εγώ, ας πούμε, στο Αλφαβίλ κι αργότερα στη Δεξαμενή γνώρισα τον ιταλικό τρόμο με τα giallo του Ντάριο Αρτζέντο και του Λούτσιο Φούλτσι. Γενικά, πιστεύω ότι οι ελληνικές ταινίες δεν ψάχνουν το κοινό τους, δε γνωρίζουν ακριβώς που απευθύνονται και η επιλογή των μεταμεσονύχτιων προβολών ουσιαστικά αυτό ήθελε να πετύχει: να φτάσει η ταινία εκεί που πρέπει. Τη νύχτα όλοι έχουν την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε κάτι πιο μυσταγωγικό, αυτό σαφώς και δεν μπορεί να στο εξασφαλίσει η τυπική διανομή της Πέμπτης. Ένα τέτοιο λανσάρισμα είναι πιο κουραστικό βέβαια, είναι σαν να είσαι τουρνέ με συγκρότημα, σαν να συμμετέχεις σε ένα ατέλειωτο πάρτι. Από την άλλη, να πω την αλήθεια, μου αρέσει πολύ να βλέπω σινεμά και το μεσημέρι – μια συνήθεια που υπάρχει στο εξωτερικό, εδικά στο arthouse κύκλωμα.
Η Νορβηγία ήθελα κάπως να έχει τα side effects των ναρκωτικών. Μ’ αρέσει που ο κόσμος στο πρώτο μισό γελάει, στη συνέχεια πέφτει σιγά σιγά, για να ανέβει ίσως ξανά στο τέλος. Υπάρχει αυτή η κυκλοθυμική συμπεριφορά που ήταν από την αρχή πρόθεσή μου. Είμαι ευχαριστημένος τώρα που έχουν τελειώσει όλα και θέλω πολύ να έχει και συνέχεια. Να φτιάξουμε ένα κοινό, προφανώς δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Να κάνουμε υβριδικό σινεμά που με το ένα πόδι θα πατάει στο «σινεφίλ» και με το άλλο στο «είδος». Να μιξάρουμε τα είδη – αυτό που έχει συμβεί στη μουσική, αλλά έχει καθυστερήσει να γίνει στον κινηματογράφο.
αυτό που μου αρέσει και με ενδιαφέρει στα ‘80s είναι ότι τα όρια του καλού και του κακού είναι δυσδιάκριτα, μπορείς να πάρεις ευτελή υλικά και να φτιάξεις κάτι όμορφο συνδυάζοντας τα φώτα της ντισκοτέκ με το σκοτάδι του new wave.
Όλοι μιλάνε για τις αναφορές της Νορβηγίας. Το καταλαβαίνω, αλλά κι εγώ μεγαλώνοντας –είμαι στα 35 πια- δε με ενδιαφέρει ο κόσμος να τις αντιλαμβάνεται, αλλά περισσότερο να τις αισθάνεται. Δεν είναι αυτοσκοπός, αν και παραδέχομαι ότι ο Μάρκος Λεζές σε μια σκηνή που βλέπει τον εαυτό του σε μια βιντεοταινία των ‘80s δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας στον θεατή της γενιάς μας. Εδώ θέλω να πω ότι η συνεργασία και με τους τρεις βετεράνους ηθοποιούς, τον Μάρκο Λεζέ, τη Σόφη Ζανίνου και τον Βασίλη Καμίτση ήταν πολύ καλή. Ήθελαν πραγματικά να κάνουν κάτι πολύ διαφορετικό, κι ακόμα κι αν δεν το κατάλαβαν ίσως από την αρχή, μόλις αισθάνθηκαν ασφάλεια ήταν έως πιο εύκολοι από τους συνομήλικούς μου. Η ταινία πάντως έχει λειτουργήσει και στα ξένα φεστιβάλ, όπως έχουμε τσεκάρει παρακολουθώντας σχεδόν όλες τις προβολές. Κάτι που σημαίνει ότι ξεπερνάει τον σκόπελο του inside joke κι επικοινωνεί κυρίως την ατμόσφαιρά της.
Τελικά, μάλλον δεν υπάρχει ακριβώς αυτό που λέμε υποκουλτούρα. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα πάντα. Και να είναι αστεία, κάφρικα και τρυφερά ταυτόχρονα. Όσο μικρότερα είναι τα μπάτζετ, ισχύει ότι είσαι πιο ελεύθερος. Προφανώς κάνεις την ταινία για τον εαυτό σου, αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι εδώ. Μια ταινία, ακόμα και μικρού μεγέθους, ακόμα κι αν πολλοί συνεργάτες είναι τελικά φίλοι σου, είναι μια μικρή επιχείρηση. Δίνει δουλειά σε πολύ κόσμο. Και σταυρόλεξο να έχεις γράψει, αντί για σενάριο, η ταινία θα γίνει. Άρα δεν αφορά μόνο εσένα. Είναι μια επένδυση για κάποιους ανθρώπους.
Θα μπορούσα να γυρίσω και πιο mainstream φιλμ, αν είχα τη δυνατότητα να κρατήσω κάπως ατόφια κάποια προσωπικά χαρακτηριστικά. Έχω μια αληθινή αγάπη για το σινεμά του φανταστικού, για το σινεμά «είδους», όμως όσο κι αν φαίνεται παράξενο θεωρώ ότι η Νορβηγία είναι ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματικότητα τουλάχιστον σε σχέση με τις μικρού μήκους που έχω κάνει.
Δυσκολεύομαι να μπω στην κουβέντα για το νέο ελληνικό σινεμά, για το greek weird wave κτλ., γιατί θεωρώ πώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αυτό το σινεμά πάντοτε υπήρχε (απλά το βλέμμα από το εξωτερικό δεν ήταν τόσο στραμμένο πάνω του). Αν δεις την παραγωγή της δεκαετίας του ’80, ή ακόμα και του ’70, οι ελληνικές ταινίες ήταν πάντα παράξενες. Μιλάω ακόμα και για τα φιλμ του Πανουσόπουλου ή του Αγγελόπουλου. Το πρόβλημα με το ελληνικό σινεμά είναι ότι υπάρχει μόνο αυτό. Δε δημιουργήθηκαν παρακλάδια, όπως π.χ. το σκεπτόμενο εμπορικό σινεμά. Με ρωτάς γιατί δεν υπάρχει ανθρωποκεντρικό σινεμά στην Ελλάδα, έγινε μια προσπάθεια στη δεκαετία του ’90 αλλά δεν πέτυχε. Αντίθετα, ανατρέχοντας στην αντίστοιχη περίοδο από τα τέλη των ‘70s μέχρι τα μέσα των ‘80s θα βρεις καταπληκτικές ταινίες, συχνά παρεξηγημένες.
Τα ‘80s είναι η παιδική μου ηλικία. Ως έφηβος έφτιαξα –μέσα από δίσκους, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, κόμικ- μια εικόνα τους που ίσως δεν είναι αληθινή. Είναι όμως η δική μου εκδοχή, μια μάλλον κλισέ εκδοχή που όμως διατρέχει όσους πια έχουμε ξεπεράσει τα 30 και μοιραζόμαστε την ίδια (ψευδ)αίσθηση. Προσπαθώ λοιπόν να δω πράγματα που με ενδιαφέρουν τώρα με το φίλτρο του τότε. Δεν τα εξιδανικεύω καθόλου. Στη Νορβηγία οι φιγούρες δεν είναι glossy, είναι άσχημοι, κακοντυμένοι άνθρωποι σε ένα φανταχτερό κόσμο. Για να το συνοψίσω, αυτό που μου αρέσει και με ενδιαφέρει στα ‘80s είναι ότι τα όρια του καλού και του κακού είναι δυσδιάκριτα. Έτσι μπορείς να πάρεις ευτελή υλικά και να φτιάξεις κάτι όμορφο συνδυάζοντας τα φώτα της ντισκοτέκ με το σκοτάδι του new wave.
Το πρόβλημα με το ελληνικό σινεμά είναι ότι υπάρχει μόνο αυτό, μόνο παράξενα φιλμ. Δε δημιουργήθηκαν παρακλάδια, όπως π.χ. το σκεπτόμενο εμπορικό σινεμά.
Δεν ενυπωσιάζομαι και τόσο από τα revivals. Νομίζω ότι γενικά πάντα ήταν στη φύση της ανεξάρτητης σκηνής, ήταν πάντα στο κέντρο της νεανικής κουλτούρας το να ανακαλύπτεις σπάνια πράγματα που στις μέρες τους δεν ήταν και τόσο δημοφιλή. Υπό αυτήν την έννοια, δεν μου φαίνεται και τόσο φοβερή αυτή η όψιμη αναβίωση του ελληνικού punk των ‘80s ή το γεγονός ότι οι Χωρίς Περιδέραιο κάνουν ασφυκτικό sold out στο Six D.O.G.S. Από τότε που συλλέγω δίσκους, πάντα θυμάμαι να γίνεται αυτή η κουβέντα της αναβίωσης. Ίσως τώρα με τα social media να είναι λίγο πιο συνειδητή. Κι εγώ έψαχνα τους Αντί ως έφηβος, τώρα έχουν βγει και 2-3 labels που να ειδικεύονται στις επανεκδόσεις.
Διαβάστε την πρόσφατη συνέντευξη των Χωρίς Περιδέραιο στον Γιώργο Μιχαλόπουλο
Αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να συμπεριφέρομαι δημιουργικά στη νοσταλγία μου. Για μένα είναι πολύ όμορφο να κάτσεις να γράψεις ένα τραγούδι για τη Τζίνα Ρόουλαντς που είδες δέκα ταινίες της και ήταν υπέροχη ή ένα ακόμα για την Τίνα Γουέιμουθ (σ.σ. Talking Heads, Tom Tom Club) γιατί έπαιζε τέλειο μπάσo. Μπορεί και να εκβιάζω συναισθηματικά τον ακροατή, αλλά τι να κάνουμε; Ο καθένας χρησιμοποιεί τα όπλα που διαθέτει (σ.σ. γελάει).
Στην επόμενη σελίδα: Γιατί ο Γιάννης Βεσλεμές θέλει να σκοτώσει τον Felizol;