Απέναντι απ’ τον Ξενύχτη είναι το καφενείο της Βάσως και ενώ φωτογράφιζα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση (αλλά και όχι), γιατί με είχε πιάσει μια μανία καταγραφής του χωριού, άκουγα τους παππούδες να φωνάζουν ο ένας στον άλλον «Απ’ την Αθήνα ορέ πρέπει να γίνει η επανάσταση, εμείς από δω τι να κάνουμε;» Και μετά γύρισαν προς το μέρος μου σαν συνεννοημένοι. «Τζόρναλίστ;» «Ξεκινήστε εσείς αδέρφια, απ’ την Αθήνα μην περιμένετε», τους λέω. Με κάλεσαν για καφέ. Μετά κατέβηκε το κοπάδι δίπλα απ’ τη μάντρα του σπιτιού και μαζί με τα παιδιά χαιρόμουν που τα έβλεπα από κοντά τα ζωντανά, δεν τα βλέπω και κάθε μέρα. Καλά καλά δεν ξέρω να ξεχωρίζω τη γίδα απ’ το πρόβατο. Οδήγησα για την Άσσο, πέρασα από ένα βουνό με άσπρα χώματα που η σκόνη είχε γεμίσει τα δέντρα κι ήταν σα να ήρθαν τα Χριστούγεννα πάνω στον Αύγουστο και κατέβηκα στην παραλία επαναλαμβάνοντας αυτή τη λέξη που έχει χάσει πια το νόημά αλλά καλύτερη της δεν έβρισκα. Τέλεια, τέλεια.