Απέναντι ακριβώς από το ποδηλατάδικο, στον «κεντρικό» δρόμο της Ιωάννου Μεταξά, (κατοπινή Καραολή και Δημητρίου – έμαθα πολύ αργότερα ότι πρόκειται για Κύπριους «πρωτομάρτυρες» αγωνιστές που απαγχονίστηκαν από τους Άγγλους το 1956 – στην Αθήνα, την προηγούμενη ημέρα σοβαρά επεισόδια με 4 νεκρούς έλαβαν χώρα στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την εκτέλεση της καταδίκης τους σε συνδυασμό με το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα), στο ύψος της στάσης «Λουξ» του λεωφορείου 32 του ΟΑΣΘ στην Ηλιούπολη του δήμου Ευόσμου, βρισκόταν τα «αγγλικά» του Στρατηγάκη. Η τραυματική εμπειρία, του να σβήνει η «αγγλικού» με μανιακές σχεδόν κινήσεις τα σχέδια του Arthur και της Mary, (ένας μισο-loser και μια ξερακιανή – σκύλα όμως – τύπου Όλιβ του Ποπάυ και ένα σαραβαλιασμένο Triumph), των ηρώων στα βιβλία της Oxford Press που μετέφερα με κιμωλία στον πίνακα, με οδήγησαν αφενός να μην πάρω ποτέ το Lower (τα έμαθα εμπειρικά), αφετέρου να παίρνω με το ποδήλατο τους (χωματό)δρομους. Όταν πάθαινα «φούιτ», δλδ «λάστιχο», καθάριζα μόνος. Για τα πιο δύσκολα, ο κύριος της φωτό ήταν ο σωτήρας μας. Προχθές έμαθα και το όνομά του, (όχι από τον ίδιο αλλά από τη σύζυγό του Λίλη, μία σπιρτόζα μικροκαμωμένη κυρία που με αναγνώρισε μετά από τόσα χρόνια – πιο πολύ βέβαια επειδή όσο μεγαλώνουμε μοιάζουμε στους γονείς μας – και της φάνηκα ο πατέρας μου).
Τσορλιανός Αθανάσιος, ο Σάκης, που το ’65 όταν γύρισε από τη Δυτ. Γερμανία που δούλευε από τις αρχές του ’60 στα εργοστάσια της Zundapp, της Sachs και της Florette, μαζί με τη Λίλη πήρε και το μαγαζί. «Όταν σταμάτησαν τα ευρωπαϊκά, εγώ τελείωσα με τα ποδήλατα και με τα μοτοποδήλατα απ’ τα γιαπωνέζικα που δε τα ξέρω καθόλου». Λιγομίλητος, λίγο σκυφτός, με ελαφρύ πάρκινσον και τσιγάρο στο χέρι, περιστρέφει μια ρόδα κάνοντας «ακτινολόγηση». «Μέχρι και από την Αθήνα μας στέλνουν ποδήλατα για επισκευή, μαζεύει και παλιά από το δρόμο, αλλά πάει, θα το κλείσουμε το ρημάδι, ακούς που σε λέω, κι ο Αλέκος μου – σκακιστής στα 6 του – δεν θα συνεχίσει» προσθέτει η συμβία και μαμά τού σχεδόν συνομίληκού μου Αλέκου (σε λίγο κατεβάζει και το κορνιζαρισμένο απόκομμα εφημερίδας με τον εξάχρονο πρωταθλητή Αλέκο – που δυστυχώς εγκατέλειψε το άθλημα). «Να πεις στο Σταύρο (Θεοδωράκη) ότι εμείς οι γυναίκες πέφτουμε κάτω, στη σειρά όλες, στρώμα!», μου πέταξε φεύγοντας.
Το οδόστρωμα του «κεντρικού» δρόμου, αυτού που χώριζε τα κάτω από τα πάνω (στην ουσία) χωράφια και μετέπειτα νομιμοποιημένες αυθαίρετες διώροφες οικοδομές των αγροτών της Μακεδονικής (κυρίως) ενδοχώρας, δεν έχει ανανεωθεί τα τελευταία 20-25 χρόνια. Ούτε μπήκε ποτέ κανένα δεντράκι στα πεζοδρόμια, μπας και κάνει το «μικροκλίμα» πιο ανθρώπινο. Τα απογεύματα που πέφτει ο ήλιος, γυαλίζει τόσο πολύ ο δρόμος (και οι τσιμεντόπλακες που ακομπανιάρουν δεξιά αριστερά σαν χαλί, την κάθε λογής πινακίδα, τρόπου παρκαρίσματος και αυτοσχέδια «εμπορική» λύση), η δυτική αυτή πλευρά της Σαλονίκης, σου υπενθυμίζει με τον πιο οδυνηρό τρόπο κάτι αμετάκλητο. Το DNA μας, σαν λαός, καθορίζεται από τον αυτοσχεδιασμό. Δυστυχώς, όχι ενός βιρτουόζου οργανοπαίχτη, αλλά ενός φάλτσου και πονηρού ζητιάνου. Η (μεσογειακή, η βόρεια είναι αχρείαστη και αταίριαστη) μέριμνα έχει προ πολλού εξοριστεί, στα ξερονήσια παλιότερα, στα Mall στις μέρες μας.
Το πρωί πριν την συνάντηση στο ποδηλατάδικο πήγαμε με τον πατέρα μου να επισκεφτούμε ένα από τα τελευταία Χυτήρια. Κατευθυνθήκαμε ακόμα πιο δυτικά, διασχίσαμε τον Εύοσμο και το Κορδελιό (Νέο) και περνώντας τις εγκαταστάσεις της παλιάς Esso Pappas (σημ. ΕΛΠΕ), αφήσαμε τα Διαβατά και τις βιομηχανίες, απ’ όπου το 1912 μπήκε ο Ελληνικός Στρατός (αλλά και ο Σερβικός στον Α’ ΠΠ) για να «απελευθερώσει» τη Σαλονίκη. Πριν τη Νεοχωρούδα, το τοπίο φανέρωνε ένα λοφοειδές ανάγλυφο και ενός ακαθόριστου σχήματος και διάταξης κτίριο στο χρώμα της σκουριάς και του τσιμεντόλιθου, πρόβαλε ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια. Στο μυαλό μου έφερνε το σκηνικό καθώς οδηγούσα, μιας λαϊκής εκδοχής του «Ανεμοδαρμένα Υψη» τοποθετημένο την εποχή των μεταλλείων του Λαυρίου. Σταματώντας στο τέλος του μικρού χωματόδρομου, ψυχή δε φαινόταν, λόγω του έντονουα (κρύου) αέρα τα στάχια κάναν έναν μοναδικό κυματισμό. Κάποια στιγμή η μεγάλη σιδερόπορτα άνοιξε. Και όλα είχαν μια μαύρη πατίνα.
Η χύτευση, ένα από τα αρχαιότερα επαγγέλματα, παραμένει μια αρχετυπική διαδικασία που κατά βάση είναι σαν παιχνίδι στην άμμο (χαλαζιακή, εμποτισμένη με κάποιο λάδι) με κουβαδάκια (καλούπια). Τα αντικείμενα «ξεθάβονται» με τα χέρια από αυτό το μεγάλο – κατάμαυρο – τερέν. (Θα επανέλθω μελλοντικά σε αυτό λόγω κάποιου προτζεκτ με τα μαντεμένια φρεάτια των δρόμων).
Επιστρέφοντας, κατέληξα στην Πλατεία Αριστοτέλους και με τα πόδια έφτασα μέχρι την Καμάρα και το Συντριβάνι. Η παλιά είσοδος στα Τείχη της πόλης στα Ανατολικά, επί της Εγνατίας, στη συμβολή με τη Λεωφ. Χαμιδιέ (σημ. Εθνικής Αμύνης, που καταλήγει στον Λευκό Πύργο), της Αγγελάκη και την βόρεια είσοδο της ΔΕΘ και της Πανεπιστημιούπολης (η έκταση του προπολεμικού Εβραϊκού νεκροταφείου). Στο ενδιάμεσο συνάντησα τα κάτωθι:
Μετά κατηφόρισα την Αγγελάκη, στα πλαϊνά της Εκθεσης με κατεύθυνση την πλατεία ΧΑΝΘ προς το άγαλμα του Μεγ. Αλεξάνδρου και την «ανακατασκευασμένη» Παραλία.
Κατόπιν «ανηφόρισα» προς το Ντορέ και την (Διαγώνιο) Παύλου Μελά. Η ώρα είχε περάσει και πήγα για ένα ποτό στο παλιό Χαμάμ (το Μπεή) στην Πλ. Δικαστηρίων. Καλό Πάσχα.