Τα θυμάμαι όλα πάρα πολύ καλά. Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει αυτήν την πολύ καθοριστική βραδιά για την ιστορία, νομίζω περισσότερο της πόλης μας, παρά της γενιάς μας όπως επικράτησε να λέγεται. Είχαμε φτάσει στο νο.22 της Βουλιαγμένης που βρισκόταν τότε το Fuzz για να δούμε τους Παριζιάνους new wavers Poni Hoax και περιμένοντας στην μπάρα για να αρχίσει η συναυλία άκουσα τον Δημήτρη Πολιτάκη και τον Ηλία Πυκνάδα να συζητάνε για «έναν πιτσιρικά που τον έφαγε ένας μπάτσος στα Εξάρχεια». Τότε δεν είχαμε όλοι smartphones, οι περισσότεροι δεν είχαμε δει το δελτίο ξεφτίλας του Mega, το νέο πήρε λίγη ώρα να διασταυρωθεί και σύντομα καταλάβαμε ότι «στο κέντρο γίνεται χαμός» και ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη.
Κάτσαμε, μουδιασμένοι έστω, να δούμε τη συναυλία. Κι αυτή νομίζω είναι η πρώτη μεγάλη διαφορά του τότε με το τώρα. Σήμερα, νομίζω όλοι θα είχαμε φύγει από κει. Το μεγαλύτερο, κατά τη γνώμη μου, impact που είχε ο Δεκέμβρης ήταν ότι ξύπνησε κοιμισμένα πολιτικά αντανακλαστικά, πάλι όχι μιας γενιάς, αλλά μιας ολόκληρης κοινωνίας που «είχε βυθιστεί στην αποχαύνωση μια δήθεν ευημερίας και μπλα μπλα» – το ποίημα το ξέρετε πώς πάει. Μείναμε, θυμάμαι, να δούμε λίγο και το δεύτερο act της βραδιάς, τον Juan MacLean και δεν ήθελε πολύ μέχρι να μας βρουν τα ξημερώματα οχυρωμένους στο παρκάκι της Τριλογίας, ενώ στην Ακαδημίας γινόταν χαμός. Το επόμενο μεσημέρι ως Λατέρνατιβ είχαμε (για άσχετο λόγο) έκτακτη ραδιοφωνική εκπομπή – τότε στον ΣΚΑΙ 100.3. Παντελώς άπειροι από διαχείριση τέτοιων καταστάσεων βρεθήκαμε σε έναν ραδιοφωνικό αέρα που είχε περάσει όλο το πρωί σε mode «τι δουλειά έχουν 16χρονοι στα Εξάρχεια». Νομίζω, παρά την απειρία μας, είπαμε δυο τρεις νηφάλιες κουβέντες, φύγαμε και τους αφήσαμε να τσακώνονται. Αλλά, και πάλι δεν είχα καταλάβει τι γινόταν, τι ήταν αυτό που ζούσαμε. Αυτό άρχισε να φαίνεται προς το απόγευμα της Κυριακής με τον πάρα πολύ κόσμο στους δρόμους, το ανελέητο ξύλο που έπεσε στη ΓΑΔΑ, αυτήν την αίσθηση μεγαλειώδους αναβρασμού που επικρατούσε στην Αθήνα.
Δεν προσπαθώ να εξωραΐσω τίποτα κι ούτε θέλω να ξεπέσω στο επαναστατικό πορνό. Εκείνες οι μέρες, αν θέλετε εκείνες οι εβδομάδες μέχρι το τέλος Γενάρη που ξεθύμανε η κατάσταση, ήταν αξέχαστες. Γιατί αυτή η μαζική κινητοποίηση ήταν εντελώς αυθόρμητη, απολύτως μη κατευθυνόμενη. Ασύμμετρη, οργισμένη, ανεξέλεγκτη. Μην ξεχνάτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση αλλά ένα κόμμα στο όριο της εισόδου στο κοινοβούλιο και η Χρυσή Αυγή ένας εφιάλτης όχι κάτω από το χαλάκι αλλά βαθιά κρυμμένος στο πατάρι. Πατρόνες δεν υπήρχαν, όπως εμφανίστηκαν 1.5 χρόνο μετά χωρίζοντας τους Αγανακτισμένους σε πάνω και κάτω πλατεία.
Ας αφήσουμε στη Σώτη και τον Κατρούγκαλο την πολιτική ορθότητα της συζήτησης περί «καλής και κακής βίας». Κι ας είμαστε ειλικρινείς. Είχε μια αληθινή άγρια ομορφιά να βλέπεις την ΠασοκοΝεοΔημοκρατία και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων σαστισμένους, έστω για λίγες μέρες. Φοβισμένους, είναι μάλλον η σωστή λέξη. Για λίγα 24ωρα δεν είχαν τον έλεγχο. Κι αυτό, όχι ακριβώς τα σπασμένα τζάμια των βιτρινών και τους κάθε λογής βανδαλισμούς, αλλά την προσωρινή αλλαγή του προσήμου στο «ποιος ορίζει το παιχνίδι», οι περισσότεροι το απολαμβάναμε. Οι υπόλοιποι έψαχναν το «μήνυμα». Καθηγητές Φανφάρες που αναζητούσαν το σημείο G της εξέγερσης, λες και ήταν προγραμματισμένος ο φόνος και όλοι πιαστήκαμε αδιάβαστοι που δεν κουβαλούσαμε στη σάκα μας τα αιτήματα. Λες και οι εξεγερμένοι του Παρισιού τρία χρόνια νωρίτερα μοίραζαν επαναστατικές μπροσούρες. Λες και τρία χρόνια αργότερα στα London Riots, οι παρίες της βρετανικής πρωτεύουσας έκλεβαν τα Playstation από τις βιτρίνες εμφορούμενοι από κάποιο όραμα κοινωνικής αλλαγής. Οργή, αντίδραση, αδικία, αποκλεισμός, απογοήτευση, ανασφάλεια – κοινά συναισθήματα και στις τρεις, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, περιπτώσεις.
Φυσικά, τα μπάχαλα δεν μπορούν να διαρκούν για πάντα. Ευτυχώς για μας τους συνηθισμένους ανθρώπους, δυστυχώς για τους φετιχιστές της επανάστασης. Μόλις κόπασε, ο Δεκέμβρης έπρεπε να γίνει πολιτική. Όχι να βαφτιστεί αυτόματα η οργή σε άποψη, αλλά να διαμορφωθεί μια πολιτική θέση/στάση που να αρχίσει επιτέλους να καλμάρει τους οργισμένους και παράλληλα να τους ειδοποιήσει ότι σε κάποιον βαθμό φέρουν και οι ίδιοι ευθύνη επειδή νευρίασαν αποκλειστικά και μόνο όταν άδειασε το ταμείο.
Φοβάμαι, λοιπόν, ότι η πολιτική αποτυχία του Δεκέμβρη είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Ένας άφθαρτος νέος άνθρωπος που επέλεξε να κεφαλαιοποιήσει τη μανούρα βασίζοντας τον πολιτικό του βίο στα ασύμμετρα Δεκεμβριανά χαρακτηριστικά. Μόνο που υπάρχει μια διαφορά. Όσοι βρίσκονται στο δρόμο είναι φύσει και θέσει απέναντι στο κατεστημένο, ενώ αυτοί που είναι μέσα στη Βουλή εφ’ όσον μάλιστα έχουν φτάσει στο 25% οφείλουν όχι μόνο να αυξομειώνουν την ένταση του κοινωνικού ποτενσιόμετρου αλλά να δίνουν κι ένα όραμα. Κατά προτίμηση όχι εκείνο του ψεκασμένου συνομιλητή του Πάνου Καμμένου. Κι αυτό είναι κρίμα, γιατί, αντίστοιχα, η πολιτική επιτυχία του Δεκέμβρη ήταν η επιβεβαίωση της κοινής ατζέντας Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Μετά από 35 χρόνια στείρας πόλωσης πλέον χέρι χέρι. Η πρώτη, για να επιβιώσει, στράφηκε στο πιο απεχθές ακροδεξιό δυναμικό της και το δεύτερο πια αργοσβήνει, το έχουν πάρει όλοι χαμπάρι, εκτός φυσικά της οδού Μιχαλακοπούλου που το αγαπάνε ακόμα παράφορα.
Δυστυχώς, ο Δεκέμβρης δεν αποτυπώθηκε ούτε καλλιτεχνικά. Το ελληνικό σινεμά βρέθηκε στο επίκεντρο με ταινίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα αίτια εκείνης της οργής (κρίση, ασφυκτική ελληνική οικογένεια, διαφθορά κτλ.), αλλά με έναν τρόπο τόσο κωδικοποιημένο που μοιάζει μοιραία να απευθύνεται σε λίγους. Τα μουσικά συγκροτήματα της περίφημης νέας αγγλόφωνης σκηνής πέρασαν και δεν ακούμπησαν, η ελληνόφωνη παραγωγή έμεινε στο πρώτο επίπεδο του να βρίζει τα free press. Για το θέατρο ομολογώ δεν ξέρω, αλλά στη λογοτεχνία σπάω το κεφάλι μου να βρω κάποιον που έγραψε το «μυθιστόρημα του Δεκέμβρη» και δε μου προκύπτει. Μπορεί να είναι φυσιολογικά όλα αυτά. Μπορεί να είναι μικρό το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει και τελικά μόνο η άνθιση μιας radical left στρατευμένης δημοσιογραφίας (Unfollow, Hot Doc κτλ.) να κατάφερε να τον εκφράσει. Με κάποιες πολύ συζητήσιμες κι αρκούντως βολεμένες υπογραφές που αφυπνίστηκαν εκείνο το Σαββατόβραδο και διέγραψαν ένα γενναίο παρελθόν στην αντίθετη πλευρά του σκληρού κατεστημένου.
Εκείνο όμως που περισσότερο με στενοχωρεί, είναι ότι διαψεύστηκε η ουτοπία (;) ότι ο Δεκέμβρης θα εξαφάνιζε λίγο το «αμύνεσθαι πέρι πάρτης» χαρακτηριστικό της φυλής. Δε μιλάω χίπικα, ωστόσο δίπλα μου – ίσως και λόγω επαγγελματικού χώρου – βλέπω άπειρα «ναυαγισμένα τουπέ» και ισάριθμα «αδίστακτα εγώ» που αγνοούν την έννοια της ανιδιοτέλειας, προσπαθώντας να επιβιώσουν στη δύσκολη συγκυρία. 5 χρόνια μετά, είμαστε περισσότερο παρτάκηδες. Δηλαδή, περισσότερο μόνοι. Κακό αυτό.