«Θα μπορούσα να σας μιλάω ώρα για τη δουλειά μου. Αλλά ποιος ο λόγος; Τι έχει να πει ένας κορνιζάς;» Καθισμένος στο εργαστήριο της οδού Πανόρμου, ο Κώστας Καρασαββίδης αναρωτιέται γιατί δίνει συνέντευξη.
Ως ένα βαθμό, έχει δίκιο: oι χειροποίητες κορνίζες του δεν είναι ούτε talk of the town, ούτε ποπ, ούτε νέα τάση, ούτε τίποτα. Έχουν όμως κάτι το ξεχωριστό. Έχουν το μεράκι, την προσοχή στη λεπτομέρεια, την έμφαση στο μοναδικό κι όλ’ αυτά σε έναν κλάδο που, επί ελληνικού εδάφους τουλάχιστον, επικρατεί το ετοιματζίδικο, το τυποποιημένο, η προχειροδουλειά.
«Χειροποίητες κορνίζες» μας λέει εξηγώντας με δυο λέξεις τη δουλειά του, σα να σηκώνει μπροστά μας μια ιδεατή ταμπέλα. «Αλλά όταν λέμε “χειροποίητες”, το εννοούμε. Τα χρυσά είναι με φύλλα χρυσού, τα ασημί με φύλλο ασήμι. Γιατί πολλές κορνίζες που βλέπουμε, είναι φτιαγμένες με θερμο-κολλητικές ταινίες που τις κολλάνε πάνω στο ξύλο. Ξεγελιέται το μάτι μ’ αυτό – αλλά χειροποίητο δεν είναι. Εγώ δουλεύω παραδοσιακά. Αυτό το πράγμα σβήνει σιγά-σιγά στην Ελλάδα. Λίγοι μείναμε».
Στο ισόγειο του εργαστηρίου της οδού Πανόρμου, όπου υποδέχεται τους πελάτες του τα τελευταία 13 χρόνια, υπάρχουν αρκετά δείγματα δουλειάς. Τα κάδρα του πλαισιώνουν πίνακες του Φασιανού, του Καραβούζη, του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου μεταξύ άλλων. «Μπορώ να φτιάξω τα πάντα» εξηγεί δείχνοντας ένα γυμνό πορτρέτο που επένδυσε με δερματίνη. «Αλλά η έμπνευση ξεκινά από τον πίνακα». Ένας από τους πελάτες του, όπως μαθαίνουμε, κατεβαίνει συχνά-πυκνά από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα μόνο και μόνο για να κορνιζάρει. «Έχω συλλέκτες που θέλουν οι κορνίζες τους να είναι μοναδικές. Έτσι λοιπόν, κάθε φορά φτιάχνω κάτι διαφορετικό, είτε ως προς τη φόρμα του ξύλου, είτε ως προς τη δουλειά που γίνεται πάνω». Την κορνίζα συνήθως τη διαλέγει ο πελάτης, υπάρχουν όμως και κάποιοι που τον εμπιστεύονται και απευθύνονται σ’ αυτόν με τη φράση “κάνε ό,τι θες”. «Το πιο γόνιμο πάντως, είναι η ανταλλαγή απόψεων μέχρι να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που θα ικανοποιεί και τον πελάτη και εμένα» λέει ενώ μας δείχνει μια κορνίζα στιλβωμένη με κεριά που φτιάχνει ο ίδιος, αντί για βερνίκι. Η διαφορά της με τις κλασικές κορνίζες; «Το ξύλο είναι ζωντανό. Στο πέρασμα του χρόνου, ακόμα και με το ξεσκόνισμα, θα γίνεται όλο και καλύτερο».
Με καταγωγή από την Τραπεζούντα, ο κ. Κώστας μπήκε στο χώρο τυχαία πριν από σαράντα χρόνια: «Το καλοκαίρι του ’73, στα 15 μου, πήγα να δουλέψω για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι στις διακοπές. E, μου άρεσε τόσο η δουλειά που μετά γράφτηκα στο νυχτερινό! Ο μάστορας, που ήταν κουμπάρος μου, έφυγε φαντάρος με την επιστράτευση της Κύπρου και ενώ έψαχνε αντικαταστάτη ο εργοδότης μου, αντιλήφθηκε ότι η δουλειά έβγαινε από τον πιτσιρίκο, δηλαδή από ‘μένα». Στα νιάτα του, θυμάται πως έδωσε λεφτά σε μαστόρους για να του μάθουν μυστικά και πρακτικές συμβουλές, τις οποίες βέβαια ούτε κι ο ίδιος μοιράζεται εύκολα σήμερα: «Θα τα μάθω στο γιο μου, ή σε κάποιον άλλο δικό μου. Χαμένα δε θέλω να πάνε». Μας εξηγεί πως πολλές φορές, επαγγελματίες του χώρου στέλνουν ένα δικό τους άνθρωπο στο μαγαζί του δήθεν ότι θέλει να αγοράσει κορνίζα, ενώ στην πραγματικότητα έχει έρθει για να «σκανάρει» το χώρο και να κλέψει ιδέες. Όπως κάθε δουλειά έτσι κι αυτή όμως, έχει τα μυστικά της.
Οι δύο καλλιτέχνες, έφεραν όλα τα έργα από τη Γαλλία στην Ελλάδα για να τα δουλέψει ο κ. Κώστας ένα-ένα ξεχωριστά κι ύστερα τα ξανανέβασαν στο Παρίσι!
Ηθελημένα δεν έχει συνεργαστεί με πολλούς ζωγράφους. Όπως μας εξηγεί, οι καλλιτέχνες σπανίως ζητάνε ποιοτικά κάδρα όταν κάνουν έκθεση – συνήθως του απευθύνονται πελάτες που ψάχνουν κάδρο για το σπίτι τους. Φωτεινή εξαίρεση βέβαια αποτέλεσε πρόσφατα ο ποιητής και εικαστικός Αντώνιος Ρουσοχατζάκης, που μαζί με το ζωγράφο Ντιντιέ Μαρτέν, εξέθεσαν πίνακές τους στο Παρίσι. Οι δύο καλλιτέχνες, έφεραν όλα τα έργα από τη Γαλλία στην Ελλάδα για να τα δουλέψει ο κ. Κώστας ένα-ένα ξεχωριστά κι ύστερα τα ξανανέβασαν στο Παρίσι! «Παίζει ρόλο και η τιμή» παραδέχεται με ταπεινότητα ο ίδιος. «Στο εξωτερικό μπορεί να ζητήσουν τα τριπλάσια. Έχουν τυποποιημένες, στάνταρ διαστάσεις. Αν ξεφύγεις έστω κι ένα πόντο, σε περίπτωση που θέλεις δηλαδή κάτι στα μέτρα σου, η τιμή τριπλασιάζεται. Στην Ελλάδα δεν το ‘χουμε αυτό. Υπάρχουν βέβαια και τα έργα ζωγραφικής που συνήθως είναι συγκεκριμένης διάστασης. Εκεί φτιάχνεις κάποιες κορνίζες και τις έχεις έτοιμες για όταν σου έρθουν τα έργα αυτά». Έμπειρος μάστορας και στην τέχνη της δοσοληψίας, στην ερώτηση πόσο θα κοστολογούσε την στιλβωμένη με κεριά κορνίζα που μας έδειξε νωρίτερα, αρχικά αποφεύγει να απαντήσει: «Λογικά χρήματα ζητάω, δεν ζητάω παράλογα» είναι η αόριστη απάντησή του, αλλά μετά από λίγη επιμονή, μας αναφέρει το ποσό των 80 ευρώ. «Η τυποποιημένη θα στοίχιζε 30. Ποιοτικά και αισθητικά όμως, καμία σχέση».
Κατεβαίνουμε κάτω στο εργαστήριο. Εδώ βρίσκεται η καρμανιόλα και το καρφωτικό μηχάνημα. «Δε χρησιμοποιώ καθόλου πιστόλι» αποκαλύπτει για τον τρόπο που δουλεύει, μιας και περάσαμε στα ενδότερα. «Τα φτιάχνω όλα στο χέρι με μπάλα, ακόμα και τα βερνίκια. Ελάχιστοι βέβαια το καταλαβαίνουν. Εντάξει, υπάρχουν κάποιοι που το εκτιμούν, αλλά είναι κάτι που φαίνεται κυρίως σε βάθος χρόνου. Θα σας πω όμως και το άλλο: Χειροποίητες αποκαλούμε συχνά και τις κορνίζες που φτιάχνονται με βέργα. Στις πραγματικά χειροποίητες όμως, φτιάχνεις το πατινάρισμα αφού κοπεί και καρφωθεί το ξύλο κι έτσι είναι πολύ πιο δύσκολο να ταιριάξουν οι λεπτομέρειες στις γωνίες». Μας δείχνει ένα ξύλο που εισήγαγε από τη Φλωρεντία, κάτι κεριά (διαφορετικής σκληρότητας το καθένα) που παρασκευάζει ο ίδιος για βοήθημα, μια κόλλα κόστους 80 ευρώ φυλαγμένη σε μπολάκι. «Πέρα απ’ τη δουλειά, όταν έχω χρόνο ή ψυχολογικά προβλήματα, κατεβαίνω εδώ και κάνω τα δικά μου» εξομολογείται βάζοντας τα γέλια.
Έχουμε ξεχάσει όμως μια βασική λεπτομέρεια: τo γυαλί. Στις περισσότερες κορνίζες του, ο Κώστας Καρασαββίδης χρησιμοποιεί μουσειακό γυαλί το οποίο, αγνοώντας το υπερβολικό σλόγκαν του καθαριστικού Azax, κάνει πραγματικά τα τζάμια αόρατα και μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο υπό γωνία. Όπως μας πληροφορεί, η απορροφητικότητα ενός γυαλιού στις ακτίνες UV ξεκινάει από το 60% και φτάνει ως το 99%. Στη δεύτερη περίπτωση, το κόστος για ένα τζάμι μεγάλου μεγέθους μπορεί να αγγίξει τα 200 ευρώ . Πολύ πιθανό, δηλαδή, μερικές φορές να ξεπεράσει το κόστος του έργου το οποίο θα προστατεύει…
Λίγο πριν φύγουμε, ευχαριστώντας μας, ο κύριος Κώστας μας παρακαλεί να μη γράψουμε υπερβολές. Προτιμά να περνά απαρατήρητος, λέει. Αυτός είναι και ο λόγος που αρνείται να τον βγάλουμε πάνω από μία φωτογραφία – στην οποία μάλιστα δε φαίνεται και καλά. Την ίδια στιγμή, μοιάζει περήφανος γι’ αυτό που κάνει. Ξέρει πως κανένας κορνιζάς δεν έγραψε ιστορία, ξέρει πως κανένας δεν τιμήθηκε για την προσφορά του στην τέχνη, αλλά ξέρει επίσης πως η δημιουργία είναι από μόνη της η ανταμοιβή.
Το εργαστήριο του Κώστα Καρασαββίδη βρίσκεται στην οδό Αχαΐας 43 και Πανόρμου, τηλ. 210 6998.751.