Όσοι είναι αισθηματίες, την πατάνε μια ζωή / και σε λάθος ιστορίες, μπλέκονται κάθε στιγμή.
Στους Αισθηματίες, Μπουμπουλίνας και Αριστοτέλους γωνία, στο κέντρο του Πειραιά εκεί δηλαδή που ένα μπαρ με αυτό το όνομα είναι εξ ορισμού ταιριαστό, οι θαμώνες δικαιώνουν τον στίχο του Δημήτρη Βαρσαμίδη. Μόνο οι θαμώνες;
Όχι.
Ενορχηστρωτής αυτού του τόσο ιδιαιτέρου μαγαζιού είναι ο Panti, ο «καλλιτεχνικός διευθυντής» του όπως λέει ο ίδιος χαριτολογώντας ενώ «ο αδερφός μου είναι ο οικονομικός».
Ο Panti λοιπόν μέχρι πρόσφατα έπαιζε μουσική σε διάφορα μαγαζιά όπως το Rudu στα Πετράλωνα, στο Piree στον Πειραιά ή στο Adesso επίσης στον Πειραιά καθότι Πειραιώτης και ο ίδιος. Στο τελευταίο τον είχα πρωτακούσει κι εγώ και κατάλαβα γιατί ο Panti είναι μια κατηγορία μόνος του κάτι που φαίνεται πιο ξεκάθαρα στο δικό του μαγαζί, τους Αισθηματίες.
Οι Αισθηματίες ανοίγουν από πολύ νωρίς το πρωί για καφέ, είναι άλλωστε περιτριγυρισμένοι από γραφεία και οι εργαζόμενοι σε αυτά πετάγονται το μεσημέρι για να τσιμπήσουν νόστιμα σάντουιτς και φρέσκες σαλάτες. Όμως τον αληθινό τους χαρακτήρα, οι Αισθηματίες τον δείχνουν όταν πέφτει η νύχτα.
Φτάνω στο μαγαζί γύρω στις 22:30, ο Panti παίζει «μαύρες» μουσικές, τα πνευστά κυριαρχούν τόσο στην funky ατμόσφαιρα όσο και στον ίδιο τον χώρο. Μια τεράστια φωτογραφία του Μπουκόφσκι στον τοίχο δίνει τον τόνο «Όταν πίνεις ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά, για λίγο, δεν σε κρατάει από το λαιμό» άλλωστε το μότο των Αισθηματιών είναι “sad lovers, heavy drinkers”.
Σε άλλο τοίχο τα κάδρα αποτελούν το συμπύκνωμα των αναφορών που απαρτίζουν την ψυχή των Αισθηματιών. Φωτογραφίες από Τα φτηνά τσιγάρα, από ταινίες του Τσιώλη, από τον Τζακ που πίνει στην μπάρα του ξενοδοχείου της Λάμψης του Κιούμπρικ καθώς και οι στίχοι από το ένα αγαπημένο ποίημα του Αργύρη Χιόνη με τίτλο «Ένας λύκος αισθηματίας»: Διψάω γι’ αγάπη πεινάω γι’ αγάπη πονάω γι’ αγάπη / Ουρλιάζω γι’ αγάπη πεθαίνω γι’ αγάπη αλλά / Είμαι ο λύκος ο κακός ο λύκος και δεν γίνεται / Δεν είναι δυνατόν τέτοια αισθήματα να έχω / Γιατί αν το μάθουνε τα πρόβατα / θα πέσουνε να με σπαράξουν.
Η ποίηση είναι παρούσα στους Αισθηματίες με πολλούς τρόπους. Ως στίχοι σε κάδρο, ως τα κρεμασμένα αρκουδάκια πάνω από την μπάρα που αυτοκτόνησαν από έρωτα, ως οι μεταμεσονύχτιες απαγγελίες. Καθώς περνάει η ώρα οι μουσικές σταδιακά αλλάζουν, ο Βλάσσης Μπονάτσος σε ζωντανή ηχογράφηση του Αν μ’ αρνηθείς αγάπη μου να πέσω να πεθάνω δίνει τη σκυτάλη στο φιλιά, ρετσίνα και λαϊκό τσα τσα. Όσο βυθιζόμαστε πιο βαθιά μέσα στη νύχτα ο Μητροπάνος, η Μοσχολιού, ο Τερζής, ο Κοντολάζος, η Λίτσα Διαμάντη και άλλοι λαϊκοί ήρωες συντροφεύουν τους θαμώνες. H επιλογή των τραγουδιών είναι προσεκτική, μη φανταστείτε ότι αντιμετωπίζονται ως καλτιά ή trashίλα. Καμία σχέση. Η καψούρα εδώ μέσα είναι σχεδόν απαραίτητη συνθήκη και άξια σεβασμού. Και ο σεβασμός αυτός προκύπτει από τη μίξη λαϊκού τραγουδιού, από αυτό που αυξάνει την κατανάλωση ουίσκι κατακόρυφα, και ποίησης. Μίξη που μπορεί να ξαφνιάζει αλλά επειδή γίνεται αβίαστα, χωρίς ίχνος δηθενιάς δεν ξενίζει.
Ο Panti κλείνει τη μουσική και απαγγέλει Γιάννη Βαρβέρη:
Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
πού ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τί ζητάς
ανάμεσα σε μένα
και στο σώμα σου.
Πατάει πάλι το play να παίξει το επόμενο τραγούδι γιατί και η Ρίτα Σακελλαρίου είναι μια μορφή ποίησης, όταν είσαι γνήσιος Αισθηματίας.