Βρίσκεται στο ίδιο σημείο εδώ και 23 χρόνια, όταν η περιοχή δεν είχε παρά μόνο κάποιες καφετέριες του συρμού πάνω στην Υμηττού. Δεν μάζευε ούτε τότε, ούτε τώρα μόνο Παγκρατιώτες. Σίγουρα όμως μαζεύει θαμώνες. Αν πας στο Μπρίκι, θα ξαναπάς. Έτσι έχει το πράγμα.
Το μπαρ είναι μικρό αλλά η μπάρα του είναι αξιοσέβαστη, κλασική, δοκιμασμένη. Τα πρώτα χρόνια, με πληροφορεί η Έλενα που κάποτε απλώς σύχναζε εδώ για ποτό και πλέον είναι συνιδιοκτήτρια με τον Τάκη Σακελλαρίου, το μπαρ βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημείο που βρίσκεται τώρα. Η Έλενα σου έχει σερβίρει σίγουρα, όχι μόνο στο Μπρίκι, αλλά και στο 7 jokers, το αδερφό-μπαρ, που έχει δωρίσει την περίφημη κούκλα που μας εποπτεύει όλους από ψηλά, από το πατάρι και είναι έργο ενός αποφοίτου της ΑΣΚΤ. Το πατάρι που κάποτε φιλοξενούσε τους dj, που ανέβαιναν μέχρι εκεί από την στριμόκωλη, στενή, κατακόρυφη σκάλα «πάλι καλά που δεν είχε γίνει κανένα σοβαρό ατύχημα, κουβαλούσαν και τις τσάντες με τα cd εκεί πάνω, δεν ήταν εύκολη υπόθεση». Μετά από κάποια χρόνια ο dj ξέφυγε από την απομόνωση του παταριού και κατέβηκε στο κυρίως μπαρ, άλλαξε κάνα δυο φορές θέση, μέχρι να καταλήξει στην τωρινή του, στο πίσω τμήμα της μπάρας.
Τώρα στο Μπρίκι, ή Μπρικάκι για τους φίλους, κάθε Δευτέρα παίζει μουσική ο ηθοποιός Γιώργος Χρυσοστόμου –αυτό συνεπάγεται ότι τα βράδια αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ladies’ nights, τέτοια είναι η πληθώρα των κοριτσιών κάθε ηλικίας που στριμώχνονται όσο πιο κοντά στην μπάρα γίνεται και τις Τετάρτες ο Αντώνης Treloco, που αγαπά τις μπόσα νόβα, τις χαλαρές σάμπες και όταν πίνεις την καϊπιρίνια σου, ενώ παίζει τα αγαπημένα του κομμάτια, σχεδόν ακούς το κύμα να σκάει στην Κόπα Καμπάνα. Η Παρασκευή είναι η μέρα του Διονύση Τελιόπουλου, κιθαρίστα των Penny Dreadful και των Χτισμένες των Θεμελίων, που αγαπά την americana και πιο πολύ τον Νότο και τη Νέα Ορλέανη ενώ το Σάββατο ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, μουσικός συντάκτης της Popaganda αναλαμβάνει να μας οδηγήσει σε πιο indie μονοπάτια.
Καθώς η Έλενα μου δείχνει φωτογραφίες από τα προηγούμενα χρόνια μου εξηγεί για το πώς αυτό το μέρος έγινε στέκι από μόνο του, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προβολή, μόνο από την mouth to mouth διαφήμιση και από τη διάθεση που προκύπτει, αυθόρμητα, να το επισκεφθείς ξανά και ξανά. Στις φωτογραφίες την βλέπω, ανάμεσα στις δύο Φωτεινές «Ήμασταν τα τρία Φ, η μια Φωτεινή, η άλλη Φωτεινή κι εγώ η “φράου”. Και φορούσαμε πάντα κορσέδες».
Καθώς μπαίνω για άλλη μια φορά στο Μπρίκι και κάθομαι μόνη μου στην μπάρα για να πιω ένα colombiana negra με μια λεπτή φέτα πορτοκάλι, σερβιρισμένο σε ένα όμορφο αλλά και σωστό ποτήρι που δεν αφήνει τα αρώματα και τη γεύση να ξοδευτούν άσκοπα στον χώρο, ξέρω ότι εδώ που ήρθα θα με περιποιηθούν όχι με προσποιητή ευγένεια, ούτε φυσικά από υποχρέωση αλλά επειδή είναι ένα ποτάδικο, που σέβεται τον εαυτό του και όποιον ακουμπήσει την μπάρα του. Εδώ ξέρουν ότι κάποιος μπορεί να έρθει μόνος του, κουρασμένος μετά τη δουλειά, για να ακουμπήσει τους αγκώνες του πάνω στην μπάρα, να νιώσει το αλκοόλ να του καίει το λαιμό, να σκεφτεί ότι σε εκείνη άρεσε το τραγούδι που παίζει τώρα κι αυτό να του κάψει λίγο παραπάνω το λαιμό. Μέσα σε ένα θεατράλε σκηνικό, που βάζω στοίχημα ότι θα λάτρευε ο Αλμοδόβαρ, οι θαμώνες θα πιουν άλλοι μια γουλιά από το ποτό τους πριν πάνε σπίτι τους. Και τα επόμενα βράδια θα επιστρέφουν ξανά και ξανά. Γιατί έτσι έχει το πράγμα.
Μπρίκι, Φρύνης 18, Παγκράτι