«Στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, στον ημιυπογείο χώρο ενός διώροφου οικήματος, δίπλα στο σπίτι του Κ. Παλαμά, στεγαζόταν το περίφημο φιλολογικό καφενείο της Αθήνας “Μαύρος Γάτος”…Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, ενώ το 1922 αλλάζοντας διεύθυνση, έχασε τη φυσιογνωμία του».
Σε ένα από τα πιο γοητευτικά βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ για το παρελθόν της πόλης μας, στο Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη, η Ασκληπιού αναφέρεται ως ένας από τους δρόμους που υπήρξαν πόλος έλξης για λογοτέχνες και λόγιους, ένας δρόμος που διαμόρφωσε τον χώρο της ελληνικής διανόησης κατά τον 20ο αιώνα μέσω καλλιτεχνικών και πολιτικών ζυμώσεων. Σε ένα από τα στέκια τους που δεν υπάρχει πλέον «προσφιλή αντικείμενα των συζητήσεων ήταν το γλωσσικό και το κίνημα του φουτουρισμού». Ο Μαύρος Γάτος έκλεισε νωρίς, δεν ήταν απλά στέκι της αθηναϊκής ιντελιγκέντσιας για κουβέντα και καφέ αλλά και χώρος συνάντησης της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθήνων» που έφερε την αστυνομία στο κατώφλι του.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, στον ίδιο δρόμο, υπαίθρια βιβλιοπωλεία άπλωναν την πραμάτεια τους στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου και απευθύνονταν σε μαθητές και φοιτητές, αλλά και σε όσους δεν μπορούσαν να ξοδέψουν πολλά για να χτίσουν της βιβλιοθήκη τους.
Από την αρχή της, στην οδό Ακαδημίας, μέχρι να συναντήσει την ταχείας κυκλοφορίας Λεωφόρο Αλεξάνδρας, η Ασκληπιού είναι μια οδός γεμάτη βιβλιοπωλεία κι εκδοτικούς οίκους, ένας δρόμος από τον οποίο εκπέμπουν στα διαδικτυακά ερτζιανά (sic) αφού εκεί στεγάζεται ο Avopolis Radio, είναι όμως και ο δρόμος των μπαρ.
Ας υποθέσουμε ότι θέλετε να κανονίσετε μια έξοδο, πολυπληθή, άνω των τριών – τεσσάρων ατόμων, για ποτό, κάποιοι θα σας συναντήσουν με τα πόδια, άλλοι θα ψάχνουν να παρκάρουν. Θέλετε να δώσετε ραντεβού στο κέντρο. Υπάρχουν μαγαζιά-προορισμοί που θα βρεθείς στην περιοχή τους μόνο γι’ αυτά, υπάρχουν πιάτσες τουριστικές και πολύβουες αλλά και δρόμοι που διατηρώντας ένα συγκεκριμένο ύφος συγκεντρώνουν διάφορες επιλογές, δρόμοι-γάντι για τις μέρες που λες «αν δεν βρούμε εκεί θα πάμε στο δίπλα» χωρίς να σοκάρεται η αισθητική σου, δίχως να απομακρύνεσαι από τον χαρακτήρα και τα όρια που είχες θέσει για τη βραδιά σου.
Η Ασκληπιού είναι ένας από τους δρόμους που λειτουργεί όπως ένας διατηρητέος οικισμός, στο μυαλό μου. Αν έχουμε συμφωνήσει ότι εδώ θα χτίζουμε μόνο με πέτρα δεν μπορεί να έρθει κανείς να σηκώσει ένα σπίτι με πάνελ προκαλώντας παραφωνία. Ανήκει παράλληλα στην κατηγορία «θα περπατήσεις και θα βρεις τη θέση σου».
Το κάναμε. Περπατήσαμε και…
Στον αριθμό 22, ο Ρινόκερως μαρτυρά με τη διακόσμησή του την αδυναμία του στον David Bowie, την Patti Smith, στον Lou Reed και τη Nico, φημίζεται για τους δισκοθέτες που φιλοξενεί – απο τα τελευταία μαγαζιά στην πόλη που «πας για τη μουσική».
Στον αριθμό 39, οι Κόκκοι Καφέ έχουν την σφραγίδα του «παλιού, ζεστού, του χώρου που ξέρεις και εμπιστεύεσαι»- μαζί με το Τραλαλά (στο νο. 45 κεντρίζει το βλέμμα με τα χρώματά του, θα μπορούσε να είναι το σπίτι κάποιου χαρούμενου και ονειροπόλου), ας πούμε, ήταν από τα μέρη που συνεθεσαν την προηγούμενη «Άνοιξη της Ασκληπιού» γύρω στα μέσα των 00s.
Στον αριθμό 53, το Υποβρύχιο προσεγγίζει με έναν τρόπο σύγχρονο την έννοια του ελληνικού καφενείου, προσφέροντας κρητικούς μεζέδες και καλή ρακή.
Στον αριθμό 91, το Blue Fox είναι βγαλμένο από άλλη δεκαετία, από σεκάνς του Νίκου Νικολαΐδη, γεμίζει από ντάμες και καβαλιέρους που ξέρουν από rock’n’ roll βήματα, swing και jive φιγούρες.
Στα παραπάνω, λιγότερο ή περισσότερο κλασικά, στέκια ήρθαν να προστεθούν δύο νέοι χώροι που ανανέωσαν την πιάτσα και την ξαναέφεραν στο κέντρο της συζήτησης της αθηναϊκής μπαροκουβέντας για τον χειμώνα που διανύουμε . Ποντάρουν και τα δύο στη μπάρα τους, είτε αυτή είναι μαζεμένη γύρω από ψηλά καθίσματα, είτε απλώνεται σε 14 μέτρα μήκος.
Η Φάλαινα του αριθμού 39 πήρε το όνομα της από δύο γεγονότα: Αρχικά από το ότι ο χώρος υπήρξε στο παρελθόν ιχθυοπωλείο, κάτι που κούμπωσε με την αυτοσαρκαστική διάθεση του νέου ιδιοκτήτη. Όμως, πρόκειται και για μια αναφορά στους τηλεοπτικούς Απαράδεκτους: μήπως θυμάστε εκείνο το επεισόδιο που διακωμωδεί την ιλουστρασιόν διανόηση των 90s και την προσπάθεια του Σπύρου Παπαδόπουλου να γίνει μέρος της μέσω του Κωνσταντέν -δηλαδή του Κωνσταντίνου Τζούμα– που μεγαλουργούσε με τη γκαλερί Φάλαινα.
Με το νέον φωτισμό της να δίνει μια ροζ νότα στους γύρω λιτούς τοίχους, η Φάλαινα χαρακτηρίζεται από μια φρεσκάδα, έχει τη δική της άποψη πάνω στο design επιμελημένη από σκηνογράφο, ξέρει να προσφέρει κλασικά κοκτέιλ αποφεύγοντας τις υπερβολές, τους πουρέδες, τη ζάχαρη και τα σιρόπια στα signature κοκτέιλ. Το πρωί προσπαθεί να αφήνει το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα χρησιμοποιώντας οικολογικές συσκευασίες, καλαμάκια από σιτάρι – το βράδυ δεν βάζει χαρτοπετσέτα κάτω από το ποτό μας.
Οι μουσικές της είναι μαύρες και ο Βασίλης Σαλτουρίδης (που βρίσκεται πίσω από την ιδέα και την μπάρα) κάνει αυτή τη δουλειά 13 χρόνια, μένει στη γειτονιά και βλέπει ότι ο κόσμος αναζητά ξανά τα μικρά, ήσυχα μπαρ. Όπως λέει, «ο δρόμος της Ασκληπιού δεν είναι ούτε Εξάρχεια ούτε Κολωνάκι, έχει τον δικό του χαρακτήρα κι είναι σίγουρα ένα σημείο της Αθήνας που ξαναζωντανεύει». Όσο για το μαγαζί, ήθελε πάντα να φτιάξει τον δικό του χώρο που να μην είναι γεμάτος με πληροφορία, «ένα μπαρ που θα μπορείς να επισκεφτείς μόνος σου, να μιλήσεις με τον διπλανό ή τον μπάρμαν, να βγάζει κάτι οικείο».
Ανηφορίζοντας μέχρι τον αριθμό 69, το Santarosa είναι ποτάδικο νέας κοπής, ένας μακρόστενος χώρος με την προανεφερθείσα επιβλητική, άνετη (έχει το μυστικό της) 14μετρη μπάρα, «είναι ίσως το πρώτο μη υπόγειο dive bar», όπως το είχε φανταστεί ο Αλέκος Αλεξιάδης. Ο ίδιος θέλει να βυθιστούμε στην ατμόσφαιρα ενός χώρου με γκόθικ φωτιστικά, ένα ζωγραφικό έργο που έχει δεύτερη ανάγνωση, λίγη βλάστηση, παλιό μωσαϊκό, ξύλινο ταβάνι, «ένα μέρος που θέλει να σε κάνει να ξεφύγεις από την καθημερινότητα, θέλουμε να εξιστορείς κάποτε ότι εδώ γνώρισες το ταίρι σου, πράγμα που συμβαίνει πλέον σπάνια στα μαγαζιά».
Μιας και βρισκόμαστε στο 2019, μην προσπαθήσετε να βγάλετε ασφαλή συμπεράσματα για πώς μοιάζει το μαγαζί από τα social media του. Τα post του είναι μυστηριώδη, τα βίντεο του αφηρημένα και σύντομα σαν χαϊκού, η έμπνευση για το Santarosa φαίνεται να προέκυψε από τον μυστηριώδη εξωτισμό της Ταγγέρης. Βαφτίστηκε έτσι από μια ιστορία αγάπης, από ένα ζευγάρι, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που ανακάλυψαν ότι οι παππούδεςκαι των δύο είχαν συμβολαιογραφικό γραφείο στην οδό Σανταρόζα του κέντρου και είδαν αυτή τη σύμπτωση σαν κάρμα.
Στην Ακληπιού υπάρχει μια ακόμα νέα άφιξη, ένα ακόμα μικρό μπαρ που μετράει μόλις ένα χρόνο ύπαρξης, γεμίζει όταν νυχτώσει κι ο ιδιοκτήτης του μας μίλησε μεν αλλά δεν επιθυμούσε να αναφερθεί το όνομά του μαγαζιού. «Γράψε πώς είμαι ο γκριζομάλλης μπάρμαν που μεγάλωσε εδώ», μας είπε και σεβόμαστε την επιθυμία του αν και όσοι κι όσες κυκλοφορείτε, Λολίτες και μη, μάλλον έχετε καταλάβει που αναφερόμαστε.
Υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να αναφερόμαστε στην Ασκληπιού ως ένα σύνορο «αλλά ως έναν δρόμο κεντρικό και κομβικό για τα Εξάρχεια όπως είναι η Ιπποκράτους, που καθώς βρίσκεται στην περιοχή της Νεάπολης ήταν το σημείο συνάντησης για τους φοιτητές της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Είχε πάντα μικρά μαγαζιά γιατί εξυπηρετεί διαχρονικά παλιούς κατοίκους αλλά και νέους που την κατοικούν. Στα 80s ήταν ο δρόμος που είχε το Παράφωνο Jazz club ως σημείο αναφοράς. Τα τυροπιτάδικα, τα τυπογραφεία, το ψαράδικο έκλεισαν κι έγιναν μπαρ. Στην Ασκληπιού ο κόσμος έρχεται με τα πόδια, είναι μια περαντζάδα, τα πρόσωπα είναι γνώριμα, δεν έχει σχέση με το Κολωνάκι, και σίγουρα δεν θα δεις εδώ κόσμο που βγαίνει στο τουριστικό κέντρο».