Στη «Λέσχη Υπογείως» της Καλλιδρομίου είχα πάει άλλη μια φορά. Τυχαία. Περνούσα απ’ έξω και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η μεγάλη συγκέντρωση κόσμου που έμοιαζε να έφυγε σαν ραδιενέργεια από κάποιο τσιμεντωμένο κομμάτι της μνήμης μου και με γύρισε πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Τότε που όταν περνούσα με την γιαγιά μου από την πλατεία Ομονοίας για να πάμε στο Μινιόν είχα δει έναν πανκ στην αρχή της στοάς που βγάζει στην Πατησίων. Τότε μάλλον δεν ήξερα τι είναι πανκ (σίγουρα δεν ήξερα τώρα που το ξανα-σκέφτομαι) αλλά για χρόνια μου καρφώθηκε στο μυαλό το ντύσιμό του και η μάλλον τρομαχτική φιγούρα του (μάλλον φταίει και η γιαγιά μου που δεν με «άφηνε» να κοιτάζω και εξομοίωνε όσους φορούσαν σκουλαρίκια και σωλήνες παντελόνια με ναρκομανείς). Από τότε είδα πολλούς πανκ, στην Ομόνοια, στα Εξάρχεια, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Μοναστηράκι, στα νησιά το καλοκαίρι μερικές φορές έβλεπες μερικούς πανκ, στα ταξίδια μου και στις βόλτες στην πόλη. Μετά άρχισαν να εκλείπουν, όπως όλες οι πραγματικά ουσιαστικές (τα emo δεν πιάνονται) μαζικές κουλτούρες των τελευταίων πατημένες από τα τρακτέρ της ομογενοποιήσης και της έλλειψης ενός «current μύθου που θα μπει αφίσα στο (μετ)εφηβικό δωμάτιο» όπως πολύ σωστά έγραψε και ο Παναγιώτης Μένεγος εδώ.
Αλλά τότε σχεδόν ένα χρόνο πριν από την περασμένη Παρασκευή είδα ξανά πολλούς μαζεμένους πανκ έξω από αυτό το υπόγειο που αγνοούσα την ύπαρξή του. Έγραφα τότε στην στήλη μου στη LifO.
«Ένα υπόγειο πολυκατοικίας, «ακατέργαστο» διακοσμητικά, με μεγάλες εικόνες του γάτου Felix πάνω από το μπαρ και μια βιβλιοθήκη με βιβλία σε μια σκοτεινή άκρη. Οι Ολλανδοί Citizens Patrol στη σκηνή, αφηνιασμένος κόσμος να κάνει crowd surfing χωρίς αύριο και μια ατμόσφαιρα παλιάς, χαμένης, underground Αθήνας που χαίρομαι τόσο πολύ όταν ανακαλύπτω ότι είναι ακόμα έστω και λίγο ζωντανή. Πρόκειται για τη «Λέσχη Υπογείως» στην Καλλιδρομίου 94, «έναν αυτοδιαχειριζόμενο χώρο που σκοπό του έχει να προωθήσει την πολιτική και κοινωνική έκφραση σε συλλογικό, δημιουργικό επίπεδο, έχοντας έναν ανατρεπτικό και πραγματικά ανεξάρτητο χαρακτήρα από τους κανόνες του κέρδους και του ατομισμού» όπως γράφουν στο μπλογκ τους τα παιδιά που τον «τρέχουν» εδώ και μερικά χρόνια (και μπράβο τους για το κουράγιο να τον κρατάνε ζωντανό σε εποχές που ο Δένδιας κλείνει το indymedia και η αυτόνομη έκφραση δεν περνάει και την καλύτερή της φάση). Λίγο πιο δίπλα, και μετά το κλειστό πια ψητοπωλείο Ερύμανθος, στο καφενείο Moka, στις 2 το βράδυ, μια ανοιχτή τηλεόραση παίζει ένα ντοκιμαντέρ του Σκάι, μια παρέα παίζει δηλωτή και τα καραφάκια με το κρασί και τη ρακή είναι ακόμα γεμάτα. Ακριβώς στη γωνία είχε γυριστεί η σκηνή από τη Στέλλα, όπου ο Φούντας είπε στη Μερκούρη: «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι».
Την περασμένη Παρασκευή αυτή η (ακατέργαστη) αίσθηση της underground-ίλας και ίσως μιας εποχής που επιστρέφει για να γλείψει τα τραύματα της κατακερματισμένης Αθήνας ήταν ακόμα πιο έντονη-σαν ταχυκαρδία. Το Υπόγειο το ίδιο, οι φιγούρες του γάτου Felix καθησυχαστικά στο ίδιο σημείο (πίσω από το μπαρ αλλά νομίζω και αλλού), ο πάγκος με το κουτί για την οικονομική ενίσχυση, ο πάγκος με τα φανζίν, τα φυλλάδια, τα βινύλια, τα αυτοκόλλητα, τα τσαλακωμένα κουτάκια από μπύρες, τα φιλτράκια για στριφτά τσιγάρα. Την ίδια στιγμή που πολυδιαφημισμένα live σε άλλα σημεία της πόλης (όχι απαραίτητα την ίδια ημέρα) είχαν 50 άτομα εδώ μαζεύτηκαν ίσως περισσότερα από 700 γεμίζοντας ασφυκτικά το υπόγειο και κλείνοντας την Καλλιδρομίου χωρίς κανένας να διαμαρτύρεται.
Οι (νέοι νεο-πανκ ήρωες) Οδός 55 ακύρωσαν λόγω ασθένειας κάποιου μέλους, αλλά επίσης κανένας δεν πτοήθηκε από το να έρθει μέχρι εδώ να ακούσει τους Era of fear από την Ξάνθη και τους Gay Anniversary και Κωμωδία Θανάτου που συμπλήρωναν το line up – όλες εξαιρετικές μπάντες. Ιδρώτας, μπλούζες να φεύγουν στο πρώτο ρεφρέν, crowd surfing, αντιφασιστικά συνθήματα στις τουαλέτες (όταν την ίδια στιγμή στις «θρυλικές τουαλέτες» του CBGBs ο John Varvatos πουλάει τζιν), φτηνά ποτά σε πλαστικό, ένας τύπος με μάσκα παλαιστή, τα τσιμέντα στάζουν, το «αίμα δεν στάζει το σινεμά νυστάζει». Είναι τρομερά ενδιαφέρον να δεις πως η Αθηναϊκή παρελθοντολαγνεία δεν έχει touch μόνο στα μάρμαρα του Παρθενώνα (και στις γελοίες επιστολές του «κόκκινου Πάνου») αλλά στην urban ιστορία της, στους πανκ των Εξαρχείων που -ναι- είναι ακόμα ζωντανοί και στα δυνατά μπάσα που κάνουν τα τσιμέντα στα υπόγεια να τραντάζονται αλλά κανένας ένοικος της πολυκατοικίας να μην παραπονιέται. Γιατί έχουμε πάρτι εδώ. Ε γιαγιά;
Μερικά εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, μερικές δεκάδες ώρες πιο μετά (μια Κυριακή απόγευμα), σε ένα άλλο υπόγειο παρέα με τους μετά-μετά-πανκ των Αθηνών, την κομπανία με τα κλαρίνα και τον Ηλία με το ντέφι (τον Keith Moon του Γκαζιού όπως εύστοχα έγραψε η Λίνα Ρόκου εδώ) ζω μια εξωσωματική εμπειρία. Όταν το καθιερωμένο τετράωρο πρόγραμμα με τα ηπειρώτικα κλαρίνα τελειώνει, πιάνει το ακορντεόν η Αυγερινή (και τι όνομα!) και με μια «διαστημική» διασκευή του «Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο» προκαλεί δάκρυα στα μάτια των κοριτσιών πίσω από το μπαρ και μικρές ρωγμές στα τσιμέντα της γύρω περιοχής – και ίσως της μνήμης μου.
Δείτε το ανατριχιαστικό βίντεο παρακάτω…
Και τις φωτογραφίες από τις συναυλίες στο Υπόγειο εδώ
Punk’s Not Dead