Ειναι κάπως περίεργη η συνθήκη. Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη βρίσκεται στην Ατλάντα, απομονωμένη. Προσπαθεί να κάθεται όση περισσότερη ώρα μπορεί στον κήπο για να απολαμβάνει το φως της ημέρας, κάνει γιόγκα και μιλά καθημερινά με τη μητέρα, την αδερφή και την ανηψιά της στην Αθήνα, ανταλλάσσοντας πανδημική ανησυχία. Εγώ βρίσκομαι στο γραφείο του σπιτιού μου, έκτη μέρα μακριά από το γραφείο της Popaganda (λίγες μέρες πριν τα εκτεταμένα μέτρα περιορισμού μετακίνησης στην Ελλάδα), είναι η πρώτη συνέντευξη που κάνω σε συνθήκες σχεδόν καραντίνας. Και η Έιμι των BBC Studios στο Λονδίνο προσπαθεί να μας συντονίσει για να μιλήσουμε με την ελληνίδα σκηνοθέτη με αφορμή τη νέα της σειρά Trigonometry που έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες στο BBC2 (στην Ελλάδα προβάλλεται κάθε Πέμπτη στην πλατφόρμα της Cosmote TV). Για να μπορεί να παρακολουθεί την κουβέντα μας η Έιμι ζητά αν γίνεται να συζητήσουμε (όχι στη μητρική μας γλώσσα αλλά) στα αγγλικά, η ποιότητα της τριγωνικής σύνδεσης δεν είναι και η καλύτερη δυνατή, για μερικά δευτερόλεπτα μην μπορώντας να βγάλω από το μυαλό μου τη μεγάλη εικόνα σκέφτομαι ότι ματαιοπονούμε.
Όμως, έχοντας μόλις παρακολουθήσει τα δύο πρώτα επεισόδια, ξέρω ότι το Trigonometry ήρθε για να μείνει ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και τολμηρά νεανικά σίριαλ της χρυσής τηλεοπτικής μας εποχής. Άρα σηκώνει πολλή, και καλή, κουβέντα…
Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη έχει περάσει απ’ όλα τα πόστα της κινηματογραφικής βιομηχανίας εδώ και 25 χρόνια. Σκηνοθέτης διαφόρων μηκών και ειδών, παραγωγός, ντοκιμαντερίστα – μια πλέον επιφανείς εκπροσώπους της νέας γενιάς ελλήνων κινηματογραφιστών, αυτής που αρνείται πεισματικά πια τον όρο “greek weird wave” που της φόρεσαν «ξένα κέντρα» την εποχή του Κυνόδοντα. Τότε που το δικό της Attenberg (2010) προτάθηκε για το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, για να ακολουθήσει το Chevalier (2015) που πήρε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου αλλά παρατονΣάκη Ρουβάδόξως αδικήθηκε στις ελληνικές αίθουσες. Δούλεψε ως παραγωγός στις «ελληνικές» ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου ή σε ταινίες που γυρίστηκαν στην Ελλάδα όπως το Πριν τα Μεσάνυχτα του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. είναι αρκετά έμπειρηγια να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα που ήδη δημιουργεί το παγκόσμιο lockdown.
Από εκεί ξεκινάμε… «Φυσικά, και θα επηρεάσει αυτή η κατάσταση τις βιομηχανίες του σινεμά και της τηλεόρασης. Όλα τα στούντιο έχουν κλείσει, έχουν παγώσει τα λανσαρίσματα καινούριων ταινιών και σειρών, ήδη οι οικονομικές συνέπειες έχουν αρχίσει κι απασχολούν τα σωματεία. Είναι αυτονόητο, φυσικά, πόσο καταστροφικές είναι οι συνέπειες της καραντίνας για τις αίθουσες σε όλον τον κόσμο και τους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτό το κύκλωμα. Από την άλλη, η τηλεόραση μοιάζει να είναι το ιδανικό μέσο για μια πανδημία, ίσως δεν είναι τόσο κακή η συγκυρία για την πρεμιέρα του Trigonometry (σ.σ. ξεσπάει σε δυνατά γέλια). Αστειεύομαι, φυσικά».
Αυτό για το οποίο θέλει να μιλήσει το Trigonometry είναι ένα διαφορετικό παράδειγμα: το μοντέλο της “κατ΄επιλογή οικογένειας” που δεν αποτελείται από συγγενείς εξ’ αίματος. Είναι αυτές οι “διευρυμένες οικογένειες”, στις οποίες πολλοί άνθρωποι σήμερα καταφεύγουν για να νιώσουν συντροφικότητα.
Αυτοχαρακτηρίζεται «επιλεκτική» όσον αφορά τις τηλεοπτικές της συνήθειες. «Έχω την τάση να κολλάω, γΙ’ αυτό συνήθως αφιερώνω χρόνο μόνο τα Σαββατοκύριακα και βλέπω πολλά επεισόδια μαζί. Έτσι έκανα, ας πούμε, με το Twin Peaks ή με το Atlanta, μια καταπληκτική σειρά που προτείνω ανεπιφύλακτα». Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει τηλεόραση. «Είχα σκηνοθετήσει ως guest director δύο επεισόδια στους Βοργίες, ένα ιστορικό δράμα με γυρίσματα σε Τσεχία, Ιταλία και Κροατία. Η εμπλοκή μου στο Trigonometry είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είμαι εκεί από την αρχή ως executive producer/ chief director (έχω γυρίσει τα 5 πρώτα από τα συνολικά 8 επεισόδια της σεζόν – τα υπολοιπα τα έκανε μια εξαιρετική ιταλίδα σκηνοθέτιδα, η Στέλλα Κορράντι) και συμμετείχα στο κομμάτι της διαδικασίας που μου αρέσει περισσότερο απ’ όλα: το κάστινγκ, την επιλογή δηλαδή των ηθοποιών της σειράς. Το να δουλεύω μαζί τους είναι αυτό που αγαπώ. Να βρίσκουμε δηλαδή μαζί τη χημεία μεταξύ τους».
Το Trigonometry, έτσι κι αλλιώς, είναι ανθρωποκεντρικό. Περιστρέφεται γύρω από τη συνύπαρξη τριών 30ρηδων στο σύγχρονο Λονδίνο. Ο Κιέραν (Γκάρι Καρ) και η Τζέμα (Ταλίσα Τεξέιρα), διασώστης και σεφ αντίστοιχα, τα βγάζουν δύσκολα πέρα κι αναγκάζονται να αναζητήσουν συγκάτοικο στο μικρό τους διαμέρισμα. Ο κληρός του «μονόκερου» (θα μάθετε στο πρώτο επεισόδιο τι σημαίνει) πέφτει στην Ρέι (Αριάν Λαμπέντ), μια εύθραυστη, πανέμορφη και λίγο καλομαθημένη Αγγλογαλλίδα, με τραυματικό παρελθόν πρωταθλητισμού στην συγχρονισμένη κολύμβηση που διακόπηκε άδοξα. Η εμφάνισή της που, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους, αναστατώνει το ζευγάρι, είναι διαλυτική και καταλυτική ταυτόχρονα. Ξεπερνώντας κατά πολύ το κλισέ σχήμα του ερωτικού τριγώνου, πήγαινοντας πιο πέρα κι από την polyamori συνθηκη.
«Με γοήτευσε εξαρχής το σενάριο του Trigonometry γιατί παρουσιάζει μια συνθήκη που σπάνια, ακόμα και στο σινεμά, εξερευνάται από τους σημερινούς δημιουργούς. Το Trigonometry δεν είναι μια σειρά που ασχολείται με τους σεξουαλικούς πειραματισμούς, δεν είναι καθόλου το ζητούμενο αν θα κάνουν τρίο οι ήρωες. Αυτό για το οποίο θέλει να μιλήσει το Trigonometry είναι ένα διαφορετικό παράδειγμα. Κάτι που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, και μπορεί να το δει κανείς σε όλες μου τις δουλειές, είναι τα κριτήρια με τα οποία σχηματίζονται οι οικογένειες του 21ου αιώνα, χωρίς απαραίτητα να βασίζονται σε συγγενικούς δεσμούς. Οι άνθρωποι όλο και πιο πολύ παίρνουν αποφάσεις που τους οδηγούν στο μοντέλο της “κατ΄επιλογή οικογένειας” που δεν αποτελείται από συγγενείς εξ’ αίματος. Είναι αυτές οι “διευρυμένες οικογένειες”, στις οποίες πολλοί άνθρωποι σήμερα καταφεύγουν για να νιώσουν συντροφικότητα. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι της σειράς: η διαδικασία που οδηγεί στην αίσθηση της κοινότητας», λέει η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη και συνεχίζει: «Νομίζω η συνύπαρξη των τριών πρωταγωνιστών αγγίζει κάτι πολύ σύγχρονο κι επείγον όσον αφορά την κουβέντα που κάνουμε γύρω από το φύλο ως κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα. Χωρίς όμως παράλληλα να γίνεται η σειρά παιδαγωγική, διδακτική ή επικριτική, αντιμετωπίζοντας τους ήρωές της πάνω απ’ όλα ως ανθρώπους. Δε μας ενδιαφέρει από πού έρχονται, δε μας ενδιαφέρει ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός».
Της ζητάω να μου μιλήσει λίγο περισσότερο για τους πρωταγωνιστές, χωρίς χημεία μεταξύ τους η σειρά δε θα μπορούσε να έχει κανένα βάθος. «H Ταλίσα (Τεξέιρα) είναι μισή Βραζιλιάνα-μισή Αγγλίδα, που έχει δουλέψει κυρίως στο θέατρο και με συνάρπασε από την πρώτη στιγμή που την είδα σε μια από τις πρώτες οντισιόν μας στο Λονδίνο. Ο Γκάρι (Καρ) είναι επίσης ένας εξαιρετικός ηθοποιός που έχει περάσει από την τηλεόραση, είχε μάλιστα έναν εξαιρετικό ρόλο στο The Deuce. Η βάση του είναι στη Νέα Υόρκη, μιλήσαμε λοιπόν πολύ στο Skype για ταινίες, μουσική και τέτοια πράγματα και καταφέραμε να γνωριστούμε καλύτερα πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Με την Αριαν (Λαμπέντ) έχουμε δουλέψει φυσικά στο παρελθον, τόσο στο Attenberg όσο και σε ένα θεατρικό που είχα σκηνοθετήσει πριν 3 χρόνια για το Southbank Festival στο Λονδίνο – το καταπληκτικό ότι είναι επίσης χορεύτρια/χορογράφος μας βοήθησε πολύ στο να αποδώσει όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται τον χαρακτήρα της Ρέι. Μάλιστα, για να ενισχύσει την “μέθοδό” της μίλησε και με μέλη της βρετανικής ολυμπιακής ομάδας, στο τέλος έκανε η ίδια τις περισσότερες σκηνές μέσα στο νερό.
Στην τηλεόραση δεν έχεις πολύ χρόνο, όλα γίνονται πιο γρήγορα. Μαζευτήκαμε για δέκα μέρες πρόβας, στις οποίες προσπαθήσαμε κυρίως να δημιουργήσουμε φυσική, σωματική οικειότητα μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών. Κάτι που ηταν ζητούμενο και στοιχείο-κλειδί για την ανάπτυξη των χαρακτήρων και της μεταξύ τους σχέσης. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν επιλέγω ηθοποιούς με μοναδικό γνώμονα τον ρόλο. Εξίσου σημαντικα για μένα είναι η προσωπικότητα και η συναισθηματική νοημοσύνή τους. Πολύ σημαντική είναι και η παρουσία της Αν Κονσινί στο ρόλο της μητέρας της Ρέι, είναι μια από τις αγαπημένες μου γαλλίδες ηθοποιούς. Άλλωστε, η πολυπολιτισμικότητα του Λονδίνου με τους Γάλλους, τους Πορτογάλους, τους Ινδούς και τους Ασιάτες, είναι ένα από τα θέματα που αγγίζει περιφερειακά η σειρά».
Στο Trigonometry, όπως και στο Fleabag – το μεγάλο βρετανικό τηλεοπτικό hit των τελευταίων χρόνων-, ένα έρημο καφέ (αυτό που προσπαθεί να στήσει η Θαλίσα) έρχεται να συμβολίσει τα προβλήματα των σύγχρονων μητροπόλεων. Το gentrification που τις κάνει αβίωτες, την εργασιακή/οικονομική ανασφάλεια (αρκεί να δει κανείς τις βάρδιες του τρόμου που κάνει ο Κιέραν), την πάσης φύσεως ενσωμάτωση κι αυτοέκφραση/αυτοδιάθεση. Το Trigonometry θέλει να μιλήσει για όλα αυτά, και μοιάζει και λίγο αγχωμένο να μιλήσει και για το diversity ακόμα περισσότερο. Μήπως έχει γίνει πια η τηλεόραση το κατάλληλο μέσο; «Δεν είναι απαραίτητα πιο προοδευτική πια η τηλεόραση σε σχέση με το σινεμά. Έχει όμως άλλες ταχύτητες, είναι “κατεπείγουσα” – αυτό είναι ίσως το πλεονέκτημά της. Μέσα σε ένα χρόνο, για παράδειγμα, ετοιμάσαμε οκτώ επεισόδια του Trigonometry. Στο σινεμά τόσο μου παίρνει συνηθως το κομμάτι του casting ή/και του pre-production».
Eίμαστε, από κάθε άποψη, πάρα πολύ μακριά από το να μπορεί η ελληνική τηλεόραση να υποστηρίξει σειρές σαν το Trigonometry. Με σοκάρει τι είδους σειρές χρηματοδοτούνται για την ελληνική τηλεόραση, είναι σαν να έχει μείνει φυλακισμένη σε μια χρονοκάψουλα.
Προσπάθώ να προβοκάρω λίγο τη συζήτηση ρωτώντας αν ο κόσμος μετά το “greek weird cinema” είναι έτοιμος και για την “greek weird TV” κι αν ευνοεί τη σειρά «το φάντασμα του Λάνθιμου» (η Λαμπέντ είναι η σύζυγός του και η Τσαγγάρη επί σειρά ετών παραγωγός του). Η απάντηση έρχεται πληρωμένη και πηγαίνει την κουβεντα στο φινάλε της… «Όπως μάλλον ξέρεις δεν ταυτιζομαστε στ’ αλήθεια με τον όρο, αλλά αν εννοείς το νέο κύμα ελλήνων κινηματογραφιστών που προσπαθούν να καταλάβουν με τις ταινίες τους την ελληνική κοινωνία, τότε, ναι, δεν έχω κανένα πρόβλημα να πέρασει και στην τηλεόραση. Δυστυχώς, η ελληνική τηλεόραση είναι δεκαετίες πίσω σε σχέση με το ελληνικό σινεμά».
Πόσο μακριά είναι μια σειρά που έχει την ματιά του Trigonometry από την αιώνια βαλτωμένη ελληνική τηλεόραση; «Αυτήν την στιγμή είμαστε, από κάθε άποψη, πάρα πολύ μακριά από το να μπορεί η ελληνική τηλεόραση να υποστηρίξει σειρές σαν το Trigonometry. Με σοκάρει τι είδους σειρές χρηματοδοτούνται, είναι σαν να έχει μείνει φυλακισμένη σε μια χρονοκάψουλα. Πιστεύω όμως ότι μπορεί να αλλάξει αυτό, ίσως με την χρήση διαφορετικών καναλιών προβολής όπως το YouTube ή το Facebook. Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που έχει μείνει ζωντανό το ανεξάρτητο σινεμά. Πραγματικά εύχομαι να πάψουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί στην Ελλάδα να είναι τόσο συντηρητικοί, γιατί υπάρχει πολύ ταλέντο ανεκμετάλλευτο. Είναι κρίμα να μην τους μαθαίνει το κοινό μέσω ενός τόσο μαζικού μέσου όπως η τηλεόραση. Και είναι τελείως λάθος να υποτιμούμε το ελληνικό κοινό, θεωρώντας ότι του αξίζει αυτή η τηλεόραση. Είναι τελείως διεστραμμένη αυτή η εκτίμηση, όταν πια όλοι έχουμε εύκολη πρόσβαση στα ξένα δίκτυα και streaming πλατφόρμες».