Μετά από μια δεκαετία στη δισκογραφία, ο Δανός παραγωγός με το Fixion, τον τέταρτό του δίσκο, φαίνεται πως γράφει ένα ερωτικό γράμμα στη νιότη του. Είναι μια ακόμα ιδιαίτερη στροφή στην πορεία του, που ναι μεν ξεκίνησε πατώντας γερά στη χορευτική κουλτούρα του πρώτου μισού των 00s (The Last Resort, 2006, Poker Flat), αλλά δεν παρέμεινε για πολύ εκεί. Απ’ το υπέροχο και πιο downtempo Into The Great Wide Yonder (2010, In My Room), στο indie-dance friendly Lost (2013, In My Room) μέχρι και τον περσινό δίσκο, ο Anders Trentemøller παραμένει αρκετά ανήσυχος και συνήθως εύστοχος στις επιλογές του. Το Fixion, λοιπόν, πατάει γερά στα 80s κι ειδικότερα σε όσα έκαναν οι Cure κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Οι πιο μυημένοι οπαδοί του Robert Smith θα αναγνωρίσουν εδώ το Disintegration, αφού η ατμόσφαιρα αυτού του δίσκου (αν όχι ο κορυφαίος τους, ο δικός μου αγαπημένος) καθορίζει τα τεκταινόμενα εδώ. Μαζί του, η σταθερή συνεργάτης του Marie Fisker αλλά και η Jehnny Beth των Savages που ερμηνεύει δύο τραγούδια. Είναι με διαφορά ο πιο song-based δίσκος της καριέρας του και σίγουρα έχει περισσότερο ενδιαφέρον απ’το Lost που δίχασε τους οπαδούς του.
Με αφορμή την επιστροφή του στην Αθήνα (Παρασκευή, 10/2, Gazi Music Hall στην Αθήνα – Σάββατο 11/2, Principal Club Theater στη Θεσσαλονίκη), τον διακόψαμε μέσω Skype την ώρα που είχε γυρίσματα στο σπίτι του στην Κοπεγχάγη για ένα ντοκιμαντέρ που διηγείται την πορεία του. Αφού ευχηθήκαμε να μην καταλήξουμε στο final cut αυτής της παραγωγής, μιλήσαμε για τη διαδρομή που τον έφερε μέχρι εδώ, για τη μανία του να ελέγχει τα πάντα και για τη στιγμή που κατάλαβε ότι θα πραγματοποιήσει τα όνειρά του…
Για τον καινούργιο δίσκο: Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα προσχεδιάσει τίποτα. Άρχισα να γράφω τραγούδια και οι επιρροές της νιότης μου (the Cure, Joy Division κτλ.) τρύπωσαν σε όσα έφτιαχνα και μόλις το διαπίστωσα δεν μου φάνηκε και τόσο κακή ιδέα. Σίγουρα έχει το vibe της εκείνης της εποχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να ακούγεται ο δίσκος ρετρό ή να τον πλακώσει η νοσταλγία. Επιθυμούσα να προσθέσω ήχους που θα τον απομάκρυναν απ’ τη δεκαετία του 80. Αυτή ήταν ουσιαστικά κι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα με αυτήν την κυκλοφορία. Να βρω δηλαδή τη σωστή ισορροπία, ώστε να αποφύγω το ρετρό, αλλά να σεβαστώ και το γεγονός ότι ο δίσκος πατάει πολύ στο παρελθόν.
Για την ρουτίνα που ακολουθεί καλλιτεχνικά: Το πιο δύσκολο πράγμα για μένα είναι να καταλάβω πότε πρέπει να σταματήσω. Απ’ τη μια θέλω να προσέξω κάθε λεπτομέρεια και να δοκιμάσω κάθε πιθανό δρόμο που μπορεί να ακολουθήσει το εκάστοτε τραγούδι κι απ’την άλλη δεν θέλω να τσακίσω την ενέργεια που πηγάζει απ’τον αυθορμητισμό με τον οποίο γεννήθηκε η αρχική του ιδέα. Είναι πολύ εύκολο να χαθεί η αρχική ορμή που έχω όταν ξεκινάω κάτι καινούργιο, γιατί συνήθως δεν προαποφασίζω τίποτα. Δεν σκέφτομαι ιδιαίτερα τι έχω μέχρι τώρα, απλά κάθομαι στο πιάνο που έχω στο στούντιο και προσπαθώ να γράψω. Στην πορεία προσπαθώ να βρω τι είναι πιο ενδιαφέρον και να εντοπίσω τυχόν κοινές μεταβλητές που μπορούν να με οδηγήσουν σε μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση, σε κάτι που έχει σωστή ροή και προσπαθεί να πει κάτι. Συνήθως κάνω 4-5 διαφορετικές εκδοχές από κάθε κομμάτι μέχρι να βρω έναν ήχο που με ικανοποιεί.
Για την πειθαρχία που απαιτεί η ποπ φόρμα: Ίσως ένα απ’τα ελάχιστα πράγματα που είχα αποφασίσει απ’την αρχή ήταν ότι ήθελα να υπάρχουν στο δίσκο κάποια «κανονικά» τραγούδια, κυρίως αυτά στα οποία θα τραγουδούσε η Marie Fisker, αφού ερμηνεύει αρκετά δομημένα μιας και η ίδια είναι singer-songwriter και της ταιριάζουν πιο «καθαρά» τραγούδια. Κάπως έτσι ανακάλυψα σχετικά νωρίς ότι έπρεπε να είμαι πιο πειθαρχημένος από άλλες φορές στα τραγούδια του δίσκου και να παίξω πιο έντονα με τις ορχηστρικές στιγμές. Νομίζω ότι αυτό είναι απ’τις πιο μεγάλες διαφορές που έχει ο τελευταίος δίσκος συγκριτικά με τους παλαιότερους. Είναι λιγότερο κινηματογραφικός και βασίζεται κυρίως σε τραγούδια.
Για την εξαίρεση στον από πάνω κανόνα, το “Spinning”: Πέτυχες κέντρο τώρα. Το “Spinning” μου πήρε 3-4 μήνες να το ολοκληρώσω. Ξεκίνησε τελείως διαφορετικό, ήταν πιο uptempo, πιο punk και δεν ταίριαζε πάρα πολύ με τη φωνή της Marie. Όταν του έριξα τους ρυθμούς ακουγόταν πολύ περίεργο, σα χαλασμένο. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες διαφορετικές εκδοχές δοκίμασα. Τελικά, αποφάσισα να πειράξω τη φωνή της και χρειάστηκε να την πείσω ότι μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα έτσι. Τώρα νομίζω είναι το αγαπημένο της κομμάτι απ’ τον δίσκο.
Για τη συνεργασία του με την τραγουδίστρια των Savages: Είμαι fan τους απ΄τον πρώτο δίσκο. Τους έχω δει πολλές φορές live κι έκανα τη μίξη στο δεύτερό τους άλμπουμ, οπότε ήξερα τι να περιμένω. Αυτό που μου αρέσει πιο πολύ στην Jehnny είναι ότι ακούγεται την ίδια στιγμή απελπισμένη αλλά και ταυτόχρονα σε πείθει ότι έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Αν και το πλάνο ήταν να συμμετέχει μόνο σε ένα τραγούδι, βρεθήκαμε στην Κοπεγχάγη για δύο μέρες και πήγαν τόσο καλά οι ηχογραφήσεις που ολοκληρώσαμε και δεύτερο. Ήταν κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί αφού είμαι συνηθισμένος να δουλεύω μόνος μου και να έχω όσο χρόνο θέλω. Ήταν εξαιρετική εμπειρία.
Για όσα λέει στην μπάντα που παίρνει μαζί του στην περιοδεία: Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές είμαι αρκετά αυστηρός, θέλω δηλαδή ο καθένας να παίξει το ρόλο που του αναλογεί με ακρίβεια ώστε να λειτουργεί σωστά το όλο πράγμα. Στην πορεία όμως της δουλειάς μαζί τους προσπαθώ να είμαι λιγότερο control freak και να αφήσω τους μουσικούς να συνεισφέρουν και να πουν τη γνώμη τους. Θέλω να είναι ακριβώς backing band, θέλω να είμαστε μια μονάδα που παίζει τη μουσική της. Γι’αυτό κάνουμε πολλές πρόβες. Δεν θέλω οι συναυλίες να ακολουθούν πιστά τις ηχογραφήσεις, είναι άλλωστε δύσκολο να συμβεί αυτό γιατί υπάρχουν κομμάτια που έχουν 7-8 διαφορετικά μέρη στην κιθάρα οπότε πρέπει να βρούμε τα πιο σημαντικά και να αφαιρέσουμε τα υπόλοιπα. Συνοψίζοντας, νομίζω ότι αρχικά ξεκινάω με μεγάλη σιγουριά όσον αφορά αυτό που φιλοδοξώ να καταφέρει η μουσική μου αλλά στην πορεία είμαι πιο διαλλακτικός.
Για το πότε κατάλαβε ότι τα έχει «καταφέρει»: Νομίζω όταν βγήκε το Last Resort στην Poker Flat. Θυμάμαι είχε γίνει χαμός στον λογαριασμό μου στο MySpace κι αργότερα ο δίσκος κατέληξε σε υψηλές θέσεις σε διάφορα περιοδικά που συνοψίζουν την μουσική παραγωγή κάθε χρονιά. Με είχε εκπλήξει όλο αυτό, δεν περίμενα ότι ο δίσκος θα μιλήσει σε τόσο πολύ κόσμο, σε σημείο που ήμουν για αρκετό καιρό επιφυλακτικός, ότι ίσως αυτό θα συμβεί μόνο μια φορά και κανείς δεν θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με ότι κι αν κάνω στη συνέχεια. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αρκετοί που με γνώρισαν απ’το ντεμπούτο μου εξακολουθούν να παρακολουθούν τη δουλειά μου μέχρι σήμερα, αν και είναι επίσης σίγουρο ότι αρκετός κόσμος που ακούει αποκλειστικά ηλεκτρονική μουσική στην πορεία απομακρύνθηκε, καθώς απομακρυνόμουν κι εγώ από όλο αυτό. Για να είμαι ειλικρινής πάντως, είναι αλήθεια ότι ο δεύτερος δίσκος είναι δύσκολος. Νιώθεις πολύ μεγαλύτερη πίεση, όταν ξεκινάς επί της ουσίας δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο απ’το να εκφραστείς με τη μουσική που σου αρέσει.