Υπάρχει προφανώς, τώρα τελευταία, στα θεατρικά δρώμενα, μια νέα λογική, μια άλλη σύμβαση, μια διαφορετική άτυπη συμφωνία. Για να «αναλυθεί» ένα θέμα επί σκηνής, να χαθεί στο προσωπικό του βάθος, να περιπλανηθεί στις αναμνήσεις του και να ειπωθεί ως μια μεγάλη αλήθεια, σημαντική και καθάρια, ενενήντα λεπτά δεν φτάνουν. Σε περιπτώσεις ούτε καν εκατόν είκοσι. Φταίει ίσως το τσακίρ κέφι στο οποίο έρχονται οι λέξεις. Και η αγάπη και η ασφάλεια που νιώθουν στην επανάληψη – κι ας υπάρχει ο μέγας κίνδυνος της φλυαρίας.
Δεν είναι ότι συμβαίνει συνέχεια. Είναι που όταν συμβεί σου σκάει παραπλανητικά και δυσβάσταχτα, κυρίως γιατί δεν το περιμένεις και αρχίζεις να στριφογυρίζεις στη θέση σου κοιτώντας το ρολόι σου, ακόμη κι αν λίγα λεπτά πρωτύτερα χοροπηδούσες πάνω της από χαρά και ευγνωμοσύνη. Κυρίως, επίσης, γιατί σε βάζει σε «περιπέτειες», μπερδεύεσαι και φοβάσαι πως έτσι είναι όλη η θεατρική περιπλάνηση εκεί έξω, μια βραδινή «κατασκήνωση» με τις ώρες που θα μοιάζει μονόδρομος.
Στο Nostalgia Generation δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό, αλλά κάτι που ξαφνικά χωρίς λόγο και αιτία αποφασίζει να φλερτάρει μαζί του.
«Το Nostalgia Generation δεν είναι ακριβώς παράσταση. Δεν είναι ακριβώς θέατρο. Δεν είναι ακριβώς περφόρμανς. Δεν είναι ακριβώς συναυλία. Είναι μάλλον ένα reunion. Μια σκανδαλώδη άνοιξη του 2023, στο απόλυτο παρόν, συναντιόμαστε να ξεκαθαρίσουμε την αποθήκη της προσωπικής και κοινωνικής μας μνήμης, να σατυρίσουμε το σύνδρομο της νοσταλγίας που μας πιάνει μπροστά σε ένα φόρεμα με παγιέτες, ένα view master κι ένα τραγούδι ελληνικού ροκ των 90ς, να (ξανα)μάθουμε να μιλάμε “σωστά”, να γελάσουμε με την πρόωρη κρίση ηλικίας και να σας αφιερώσουμε ένα βράδυ χαοτικό με τραγούδια, σειρές, βίντεο κλιπ και…πένθος. Σε όποια γενιά κι αν ανήκετε είστε ευπρόσδεκτ@ να γελάσετε μαζί μας, να τραγουδήσουμε παρέα τα τραγούδια εκείνα που θέλετε να μείνουν στην ιστορία αλλά κι αυτά που θέλετε να εξαφανιστούν από την παγκόσμια playlist. Φτάνει με τη νοσταλγία. Ας πιούμε σε αυτό. Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο ακούγεται». Αυτά τα λέει η σκηνοθέτρια Βάσια Ατταριάν για το Nostalgia Generation στις σημειώσεις της που συνοδεύουν το δελτίο τύπου και έχει στα περισσότερα δίκιο. Κρύβει πολλά χαμόγελα η παράσταση που έστησε με τέτοια όρεξη – σχεδόν αμέσως διαπιστώνεις ολοκάθαρα πως αυτό που μοιάζει τόσο «εύκολο» κρύβει μέσα του τόσες παγίδες. Δεν έπεσε σε καμία. Τουλάχιστον στις πρώτες δύο ώρες.
Ας μείνω σε αυτές. Η νοσταλγία χτίζει πάντα τις ωραιότερες ιστορίες – άσε τους τους haters να λένε τα αντίθετα, η eightίλα και η 90ίλα ξέρουν πως να σε χτυπούν «σαν ρεύμα στην πίστα», η Ευδοξία (Ανδρουλιδάκη), η Ειρήνη (Γεωργαλάκη), ο Ρωμανός (Καλοκύρης), η Μυρτώ (Μακρίδη), ο Προμηθέας (Nerattini-Δοκιμάκης), η Ιωάννα (Ραμπαούνη), ο Σεραφείμ (Ράδης), ο Δημήτρης (Τάσαινας), η Μαρία (Φιλίνη) η Κατερίνα (Μαυρογεώργη) είναι οι δέκα εκδοχές του «εγώ» και του «εμείς», διάλεξε όποιον και όποια θες είναι όλοι τους και όλες τους πραγματικά θαυμάσιοι/ες – εγώ διαλέγω την απίθανη Μαρία – ο ρυθμός είναι αλλόκοτα γοητευτικός και δεν παραπατά στιγμή, η σκηνή που δεν είναι σκηνή αλλά το σαλόνι ενός σπιτιού που κάποιος σε προσκάλεσε χωρίς να σε ξέρει σε τυλίγει με τη βαθιά της οικειότητα, οι κούτες με τα ατελείωτα θαύματα χάνονται στο μέτρημα, θες να κατέβεις στο πλάι τους και να ανοίξεις κι εσύ καμία, το γέλιο βγαίνει αβίαστα, λυτρωτικά. Τι μπορεί να πάει λάθος;
– Τα πετάς, τα κρατάς ή τα χαρίζεις;
– Χαίρομαι πολύ που με ρωτάς και θα σου πω γιατί
– Θα πάρει πολύ όμως, καθήστε
Αυτό είναι που ακούς συχνά κατά τη διάρκεια του Nostalgia Generation, αυτού του sitcom ντοκιμαντέρ όπως του αρέσει να αποκαλείται. Συνοδεύει το άνοιγμα κάθε κούτας και «διαχωρίζει» με κάποιο τρόπο τις ενότητες. Οι οποίες χάνονται στο μέτρημα. Βοηθά και η βότκα ή ότι άλλο πίνεις που μπορείς να εφοδιάζεσαι καθόλη τη διάρκεια της (μη) παράστασης από το διπλανό δωμάτιο μπαρ – η ενδιάμεση πόρτα είναι σταθερά ανοιχτή για να διευκολύνει το πέρα δώθε. Οπότε, πολύ εύκολα και λογικά σταματάς να μετράς, και απλώς παρακαλάς «ρίξε κι άλλο, αντέχω, το επιθυμώ». Και ρίχνουν. Το Seven, η Σιωπή των Αμνών, το Braveheart, οι Nirvana, οι Green Day, τα ταξίδια με το Ροδάνθη, ο Κώστας Τουρνάς, η Billie Eilish, κυκλοφορούν με τεράστια δημιουργικότητα μέσα στις λέξεις που αν έχω καταλάβει καλά σχεδίασε όλη η ομάδα Ντουθ.
Λέξεις από 40άρηδες που φτιάχνουν εικόνες και σε βάζουν στη χρονομηχανή της καρδιάς σου. Μία σακούλα από το Μινιόν, ένας δίσκος του Χάρι Κλυν, το σάουντρακ από το Εκείνο το Καλοκαίρι, το Κυκλοφορώ και Οπλοφορώ με τη φωνή της Πρωτοψάλτη, οι «παραγωγοί» που παρεμβάλλονται στο ραδιόφωνο, αυτοκόλλητα του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής, το πρωτοσέλιδο της Μεσημβρινής με την νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, το Freestyler, ένα ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ με την Pj Harvey στο εξώφυλλο, οι χοροί με το I turn to you της Melanie C, το ξυπόλητη χορεύω με σημαία μου μια φούστα, το πρώτο χτύπημα που σβήνει τα φώτα, το δεύτερο χτύπημα που είναι στην πόρτα, το τρίτο χτύπημα που η πόρτα ανοίγει, μην επιμένεις έχει φύγει. Αυτά κι άλλα τόσα και μετά κι άλλα τόσα κυκλοφορούν στην σκηνή αλλά και στις αυτοσχέδιες κερκίδες των θεατών – από χέρι σε χέρι κάποια, για να μπούμε στο κλίμα. Προσωπικά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από ένα παιχνίδι με κάτι πιγκουινάκια που εμφανίστηκε στην αρχή του έργου. Ανέβαιναν ένα πλαστικό βουνό και μετά έπεφταν σε μια λιμνούλα -υποθέτω- για να ξεκινήσουν και πάλι την αιώνια επανάληψη μέχρι να τα παίξει η μπαταρία ή κάποιος να αποφασίσει να πατήσει το στοπ της λύτρωσης.
Όλα καλά; Τέλεια! Ώσπου…
Ξάφνου στο Nostalgia Generation, το πρόγραμμα διακόπτεται για «διαφημίσεις», στο δίπλα δωμάτιο παύλα μπαρ θα στήσουν αυτοσχέδια γιορτή, όλοι μαζί σαν ζωντανό τζουκμποξ. Μας αποχαιρετούν με τραγούδια, σκέφτομαι. Αμ δε, το μουσικό goodbye είναι απλά ένα διάλειμμά για να αγκαλιάσουμε ξανά μάλλον το μπαρ, το σύνθημα λέει να πάρουμε την καλή μας διάθεση και να πάμε πίσω στις κερκίδες. Για να παρακολουθήσουμε μια αναίτια “επανάληψη” και συνέχεια. Και μια διάθεση για αυτογκόλ. Σαν να έχεις τερματίσει πρώτος στο κατοστάρι, να πανηγυρίζεις έξαλλος και μετά κάποιος να σου λέει, κύριος, λάθος αγώνισμα, είσαι στα διακόσια, τρέξε πάλι.
Αν υποθέσουμε πως ο ρυθμός στην κωμωδία είναι κάτι πολύ βασικό, το «διάλλειμα» παρεμβάλλεται άστοχα και αποσυντονίζει. Στην επιστροφή, η «επαφή» με τα αστεία έχει χαθεί, μια παράδοξη διδαχή στα κείμενα που σκάει από το πουθενά δεν βοηθά καθόλου, κάποιοι αυτάρεσκοι μονόλογοι στέλνουν τη διάθεση για ύπνο και για μια ώρα προσπαθείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που υπήρχε τόσο ανάγκη να ειπωθεί επιπροσθέτως σε αυτή την τρίτη ώρα και που δεν είχε ειπωθεί τόσο άριστα στις δύο προηγούμενες.
Σε αυτό το «δεύτερο» μέρος υπάρχει μια ξεχωριστή, εμπνευσμένη σε σημείο δακρύων, χορογραφία στο Όχι πια Έρωτες των Κόρε Ύδρο. Είναι αυτό που βάζει – ευτυχώς- γκολ από τα αποδυτήρια. Έτσι ώστε το «ναι, αλλά» να χάσει λίγο παραπάνω τη δυναμική του, στην απάντηση της ερώτησης του τίτλου!