Τριάντα χρόνια από τότε που το συγκλονιστικό άλμπουμ του Lou Reed «Magic and Loss» όρισε μέσα μου μοναδικά την έννοια της απώλειας και με βοήθησε να συμβαδίσω μαζί της στη ζωή μου, έρχονται τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου να με κάνουν να νιώσω το ίδιο συναίσθημα ξανά. Πώς μπορώ και τοποθετώ παρέα το αριστούργημα ενός ιερού τέρατος με το ντεμπούτο ενός νεαρού σκηνοθέτη; Είμαι σίγουρη πως ο ίδιος ο Lou Reed δεν θα είχε κανένα πρόβλημα με αυτό, όπως και όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Κάπως έτσι σκεπτόμενη άλλωστε ξεχώρισε την ταινία του 37χρονου Έλληνα δημιουργού η Cate Blanchett που ζήτησε και έγινε executive producer της. Αλλά και ο Brad Pitt, ο Thom Yorke, ο Alfonso Cuaron, η Frances McDormand, ο Dustin Hoffman, η Isabelle Huppert, ο Denis Villeneuve, ο Spike Jonze και όσοι ακόμη την ανακάλυψαν στο πολύ σημαντικό Telluride Film Festival –πρώτη ελληνική ταινία που παίχθηκε ποτέ εκεί– ή όπου αλλού και την υποστήριξαν με τον πιο θερμό τρόπο, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες του παγκόσμιου κινηματογράφου στον δημιουργό της.
Ο κόμπος στο λαιμό και τα υγρά μάτια παρέμειναν το ίδιο έντονα ακόμη και την τρίτη φορά που είδα τα «Μήλα» και τότε κατάλαβα ότι όσες φορές κι αν τα δω, το ίδιο ακριβώς θα νιώσω. Κάτι που προφανώς δεν είναι μόνο δική μου αίσθηση, αν κρίνεις από τις διαρκείς sold out προβολές που συνόδεψαν την έξοδο της ταινίας, αρχές Ιουνίου, στα θερινά σινεμά Αθήνας και Θεσσαλονίκης, συνεχίζονται με ίδιους ρυθμούς για δεύτερη εβδομάδα και αναμένεται και τρίτη με καλύτερο σύμμαχο τον καιρό.
Τα πλήκτρα και οι μελωδίες του The Boy –και η Δεσποινίς Τρίχρωμη στα φωνητικά– συνοδεύουν συγκλονιστικά τις στιγμές που φωτίζουν την ψυχή του ήρωα και λένε με νότες όσα ο ίδιος νιώθει αλλά ποτέ δεν ξεστομίζει. Ο Άρης Σερβετάλης μέσα από ένα στην ουσία ανέκφραστο πρόσωπο – ακόμη κι όταν τραγουδάει το «Sealed With A Kiss» – και ένα σχεδόν ακίνητο αν και αεικίνητο λεπτό σώμα – που όμως κάποιες στιγμές ξυπνάει και χορεύει με στυλ ένα «Let’s Twist Again» – σκιαγραφεί εξαιρετικά αυτόν τον χωρίς ταυτότητα και μνήμη ήρωα που κινείται σαν καρικατούρα μέσα σε μια μοναχική πόλη χτυπημένη από ξαφνική επιδημία αμνησίας, όπως και ο ίδιος. Το αστικό τοπίο γύρω του – μια Αθήνα, τόσο οικεία και τόσο άγνωστη συνάμα, κινηματογραφημένη δεξιοτεχνικά από γωνίες και δρόμους που της δίνουν άλλο πρόσωπο. Όσα νεοκλασικά κτίρια, κιόσκια περασμένης εποχής, παλιά νοσοκομεία και ξύλινες μπάρες κι αν διαθέτει, όσες στριφογυριστές σκάλες με κουπαστές, μαρμάρινους νεροχύτες και εξώπορτες διαμερισμάτων με κάγκελα στα παραθυράκια κι αν κοσμούν τα σπλάγχνα της, δίνει την αίσθηση ενός αύριο, πολύ κοντινού και απόμακρου συγχρόνως. Κάτι στο οποίο παίζει καταλυτικό ρόλο και η φωτογραφία του Πολωνού Bartosz Świniarski, που δημιουργεί ατμόσφαιρα μουντή, γκρίζα, στενάχωρη αλλά όχι παγωμένη, μια ατμόσφαιρα όμως που νιώθεις πώς-δεν-είναι-“κανονική”, πως κάτι τρέχει κάτω από την παράξενη σιωπή της.
https://www.youtube.com/watch?v=YMXxIDNa8Rw
Δεν υπάρχουν κομπιούτερ, υπάρχουν τηλεφωνητές. Δεν υπάρχουν κινητά, υπάρχoυν γράμματα και polaroid. Κι όμως, όλη αυτή η απουσία της ψηφιακής τεχνολογίας είναι λες και μας δείχνει μία πύλη στο μέλλον αντί στο παρελθόν. Μοναδική νότα αισιοδοξίας στο σχεδόν δυστοπικό περιβάλλον, η “Άννα” (Σοφία Γεωργοβασίλη), που μπορεί να πάσχει από αμνησία και να ακολουθεί το πρόγραμμα αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης όπως και ο ήρωας, αλλά είναι αποφασισμένη να ζήσει τη ζωή, θυμάται δεν θυμάται ποια είναι. Ο “Άρης” εξακολουθεί να γεύεται τα αγαπημένα του μήλα, αλλά σταματάει μόλις μαθαίνει ότι ίσως βοηθούν στην λειτουργία της μνήμης. Προσπαθεί, μοχθεί και βυθίζεται όσο περισσότερο μπορεί στην πλαστή πραγματικότητα της αμνησίας του, προκειμένου να αποδράσει από την ίδια την καρδιά του. Όπως ο αστροναύτης (που επιλέγει να ντυθεί σε ένα πάρτι) συνηθίζει το spacewalk και “ξεχνάει” τη βαρύτητα. Όμως πραγματικά, όπως γράφει και στην αφίσα της ταινίας (σχεδιασμένη από τον Ισπανό Raul Monge), «πόσο επιλεκτική είναι η μνήμη μας;». Καθόλου, θα σημείωνα, όταν τα πάντα ορίζονται και καθορίζονται από το συναίσθημά μας. Ή για να το πω όπως θα το έλεγε κι ο μέγας Νίκος Νικολαΐδης: «υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να μη χαθούμε. Να ξεχαστούμε αλλά να μην ξεχάσουμε»…
Ο Ηρακλής Μαυροειδής, ο παραγωγός που βρέθηκε πριν μια δεκαετία στο κόκκινο χαλί των Όσκαρ με τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, μιλάει ενθουσιασμένος και περήφανος για την ταινία που αυτή τη φορά τον έφερε στο φεστιβάλ της Βενετίας – η πρώτη ελληνική ταινία που άνοιξε ποτέ το τμήμα των «Οριζόντων», έστω και μέσα σε μία τόσο παράξενη και πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα, λόγω πανδημίας. Τα βραβεία, οι διακρίσεις, τα δεκάδες φεστιβάλ που ακολούθησαν, οι διθυραμβικές κριτικές για τα «Μήλα», η τοποθέτησή τους στη λίστα με τις «10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς», είναι πάρα πολλά για να τα απαριθμήσουμε εδώ. Ιδιαίτερα σημαντική επίσης και η κινηματογραφική διανομή σε περισσότερες από 70 χώρες -κάτι που την καθιστά, όπως λέει ο παραγωγός της, «την πιο πετυχημένη ελληνική ταινία σε πωλήσεις την τελευταία εικοσαετία»!
Ίσως τίποτα δεν είναι τυχαίο, τελικά, καθώς ο «Κυνόδοντας» στάθηκε η αιτία να γνωρίσει ο Ηρακλής τον Χρήστο Νίκου και να ξεκινήσουν μια συνεργασία που έμελλε να επιφυλάξει και στους δύο πολλές εκπλήξεις. Ένα τηλέφωνο που χτύπησε και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής είπε «είμαι φοιτητής Οικονομικών αλλά είμαι τρελά σινεφίλ. Θέλω να δουλέψω στο σινεμά και διάβασα ότι κάνεις ταινία» και πήρε την απάντηση: «ΟΚ έλα να σε γνωρίσω. Και ήρθε. Και του ’πα “κοίτα, δεν έχω πολλά λεφτά, κάνω τον «Κυνόδοντα» και είναι μια περίεργη ταινία, έλα αν θες βοηθός δεύτερος”. Και έτσι γνωριστήκαμε». Από εκεί και πέρα το νερό κύλησε στο αυλάκι, και ανάμεσα σε πολλές δουλειές βοηθού σκηνοθέτη σε διαφημιστικά, η πρώτη του μικρού μήκους ταινία «KM» βγήκε στο φως, πήρε βραβεία σε ξένα φεστιβάλ και έφερε την απόφαση για την πρώτη μεγάλη, τα «Μήλα» – που στην αρχή δεν λεγόντουσαν «Μήλα».
Όπως έγραψες στο Facebook, παλέψατε όλοι πολύ στη Boo Productions για να πραγματοποιηθούν τα «Μήλα» και είναι μια ταινία που αγαπάς απεριόριστα και είσαι απίστευτα περήφανος που είσαι παραγωγός της. Tι σε ώθησε να γίνεις παραγωγός της;
Δύο πράγματα: η τρομερή αγάπη και γνώση που είχε ο Χρήστος Νίκου για το σινεμά, κάτι που έχει πολύ λίγος κόσμος. Κάναμε άπειρες κουβέντες γύρω από ταινίες γιατί είμαι κι εγώ τρελά σινεφίλ. Και Νο 2, η δοκιμή που κάναμε με την μικρού μήκους του, την «ΚΜ», η οποία είναι υπέροχη – και πάλι έπαιζε ο Σερβετάλης. Μου άρεσε το στυλ του Χρήστου. Κατάλαβα από τη μικρού μήκους τον τρόπο που θέλει να κινηματογραφήσει.
Τα «Μήλα» ξεκίνησαν από μια ιδέα, την οποία ήξερα από παλιά, την είχε στο μυαλό του. Στην πραγματικότητα ξεκίνησε να γραφτεί σαν κωμωδία αλλά στο 6ο, 7ο draft πήρε την τελική μορφή που έχει. Έμειναν όμως κάποια στοιχεία κωμωδίας. Το σενάριο το έγραψε με τον Σταύρο Ράπτη που είναι casting director. Mου άρεσε πάρα πολύ από την αρχή, το ήξερα απέξω κι ανακατωτά από την πρώτη μέρα… Και βέβαια έχει κι έναν καταπληκτικό Σερβετάλη – κι ο The Boy έχει γράψει καταπληκτική μουσική. Ο Αλέξανδρος (σ.σ. Βούλγαρης/The Βoy), μας στάθηκε πολύ και τον ευχαριστούμε πολύ. Όπως και ο Πολωνός φωτογράφος, ο Bartosz που έχει κάνει φοβερή δουλειά κι έχει πάρει ένα κάρο βραβεία.
Έτσι, ξεκίνησε η περιπέτεια. Πήραμε το Media, με αυτά τα λεφτά πήγαμε στο Βερολίνο, ψάξαμε για συμπαραγωγούς, βρήκαμε Πολωνό και Σλοβένο. Με το πoυ τελείωσε η ταινία κάναμε ένα τρέιλερ και πήγαμε στις Κάννες, όπου εκεί μας βρήκε η Alpha Violet –μία sales agent πάρα πολύ καλή, της άρεσε πολύ η ταινία και παρόλο που είχαμε και άλλες προτάσεις προτιμήσαμε να την δώσουμε εκεί γιατί ήταν λίγο πιο ποιοτική.
Και ύστερα άρχισε το πανηγύρι. Το οποίο… ήταν τρελό – δηλαδή η ταινία έχει περάσει παντού στον κόσμο αλλά εμείς, λόγω πανδημίας, δεν πήγαμε πουθενά, μόνο στη Βενετία! Η επιτυχία της ταινίας είναι τρομερή! Ποτέ δεν αμφέβαλα ότι θα κάνει αυτή την πορεία. Ποτέ.
Πώς ήταν η εμπειρία στη Βενετία;
Ήταν περίεργα καταρχήν έτσι όπως ήταν η κατάσταση, με την πανδημία. Όμως η εμπειρία είναι αυτή που μετράει. Η γνωριμία με την Cate Blanchett που πήρε τον Χρήστο τηλέφωνο, είχε δει την ταινία, είχε ενθουσιαστεί, και του είπε ότι θέλει να μπει executive producer για να την σπρώξει γενικώς στο εξωτερικό. Έτσι κι έγινε, μπήκε…
Η Cate Blanchett σε τι άλλο συνέβαλε;
Βοήθησε πολύ, προσπάθησε πάρα πολύ να μας βάλει στα Όσκαρ. Φθάσαμε πολύ κοντά. Αν είχαν γίνει κανονικά, θα είχαμε περάσει – γιατί υπάρχει και μια λογική. Πας εκεί, στο Λος Άντζελες, κάνεις προβολές, συναντάς κόσμο κλπ. Αυτό φέτος ήταν αδύνατο να γίνει. Έγινε τρομερά κλειστά.
Η Cate Blanchett έχει αναλάβει όμως και την επόμενη ταινία του Χρήστου, το αγγλόφωνο ντεμπούτο του που λέγεται «Finger Nails» με πρωταγωνίστρια την Carey Mulligan. Το σενάριο το έχει γράψει ο Χρήστος με τον Σταύρο Ράπτη και έναν Άγγλο και βρίσκεται στην προπαραγωγή.
Ο ίδιος ο Χρήστος Νίκου πώς ένιωσε με όλο αυτό το “πανηγύρι”; Τι σου εκμυστηρεύτηκε;
Τίποτα. Εξακολουθεί και είναι εξαιρετικά προσγειωμένος. Δεν είναι ο τύπος του… είναι ένα παιδί που δεν είχε καμιά σχέση με όλα αυτά… Ένα παιδί από λαϊκές συνοικίες, πολύ low profile και «εντάξει, μια χαρά όλα». Θα ’θελα εδώ που τα λέμε να έκανε και τη δεύτερη ταινία του στην Ελλάδα, αλλά ΟΚ. Αν σου δινόταν η ευκαιρία αντί να κάνεις πάλι στην Ελλάδα με 200.000, να κάνεις έξω μια μεγάλη παραγωγή με κάποια σοβαρά ονόματα, εσύ τι θα ’λεγες; Όχι; Από τη στιγμή που του έγινε η πρόταση επίσημα, είχε τελειώσει το θέμα.
Ως παραγωγός πώς βλέπεις να πηγαίνουν τα πράγματα στον ελληνικό κινηματογράφο; Ταινίες γίνονται, έστω με τα ελάχιστα – και καλές είναι και πάνε πολύ καλά έξω…
Το μόνο θέμα που βλέπω γενικώς είναι ότι πολλές φορές στους σκηνοθέτες τα φεστιβάλ γίνονται αυτοσκοπός -και αυτό είναι λάθος. Οι ταινίες ήταν είναι και θα είναι πάντα για το κοινό. Το φεστιβάλ είναι ένα άλλο πράγμα, κυρίως για να ευχαριστηθεί ο σκηνοθέτης, αλλά ως εκεί.
Από την άλλη, ο κινηματογράφος στην Ελλάδα είναι ένα εξαιρετικά παραγνωρισμένο πράγμα. Θεωρείται ότι κινηματογράφο κάνουν μόνο τα ψώνια, έχει κάτσει και αυτό το φριχτό πράγμα, το weird wave – ανοησίες… Τι θα γίνει λοιπόν με τον ελληνικό κινηματογράφο δεν ξέρω, γιατί τώρα θα δούμε τι σημαίνει και πανδημία, τι σημαίνουν αίθουσες. Όμως, κοίτα: ακόμη και οι μεγάλες επιτυχίες δεν εκτιμήθηκαν νομίζω ποτέ ιδιαίτερα στην Ελλάδα… Ακόμη κι ο «Κυνόδοντας» τι έκανε; 30-40.000 εισιτήρια… Ο Έλληνας θέλει ένα πιο λαϊκό σινεμά, να ’ναι στα μέτρα του. Να μπορεί να μερακλώσει. Εκεί πάει.
Παρόλα αυτά, οφείλω να πω – και είναι πραγματικά ενδιαφέρον! – ότι η πορεία των «Μήλων» στην Ελλάδα, είναι απίστευτη. Έχει κάνει το ¼ των εισιτηρίων – έχει μεγάλη σημασία αυτό. Το word of mouth λειτουργεί. Το πρώτο Σαββατοκύριακο ήμασταν sold out σε τρία σινεμά. Κανένας μας δεν το πίστευε ούτε ο Χρήστος, ούτε ο Σταύρος ούτε εγώ ούτε ο Νίκος Σμπιλίρης, ο συμπαραγωγός μας.
Πραγματικά, δεν το περίμενα! Γιατί δεν διαφημίστηκε καθόλου, συνεντεύξεις δεν γίνανε – κι έχει την σημασία του και αυτό… Ο κόσμος την τίμησε πολύ την ταινία – είναι εντυπωσιακό!
Και γιατί όλα αυτά όμως δεν συνέβαλαν, όπως θα ανέμενε κανείς, και στην ανάλογη οικονομική επιτυχία της ταινίας;
Τα χρήματα ήταν το ένα εικοστό από αυτά που θα μπορούσαν να είναι, γιατί στις περισσότερες χώρες δεν υπάρχει theatrical release. Λόγω της κατάστασης, τα σινεμά είναι κλειστά. Οπότε η ταινία αγοράζεται μόνο για πλατφόρμες. Και είναι πολύ λιγότερα τα χρήματα. Θέλω να πω, τώρα ξεκίνησε στην Αγγλία, άνοιξαν οι αίθουσες, Γαλλία δεν έχουν ανοίξει, Αμερική αλλού έχουν αλλού όχι και στον υπόλοιπο πλανήτη, Ευρώπη, εδώ γύρω γύρω, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία δεν έχουν ανοίξει και δεν ξέρουμε πότε θα ανοίξουν. Αλλά μετά πλέον, καθώς έχει πουληθεί τόσο σε πλατφόρμες, δεν θα πάει πολύ σε αίθουσες.
Γιατί προτίμησες να την δώσεις σε πλατφόρμες αντί να την κρατήσεις για τις αίθουσες;
Γιατί δεν γινόταν να την κρατήσουμε άλλο, η ταινία είχε διαρρεύσει και στην Ελλάδα, αλλά βασικά στο εξωτερικό. Όταν την δίνεις σε φεστιβάλ, διαρρέει. Και είχε διαρρεύσει και με υπότιτλους. Έχει δεν ξέρω πόσους χιλιάδες viewers! Αν δεν την δίναμε σε πλατφόρμες, σε λίγο καιρό θα παιζόταν πειρατικά παντού. Και στην Ελλάδα επίσης. Οπότε δεν έχει και νόημα να την πάρει sales agent, αν την έχει δει όλος ο πλανήτης. Λόγω αυτού του θέματος γίνονται προσπάθειες να πουληθεί όπου είναι δυνατόν, έστω σε πλατφόρμες. Αλλιώς μετά χάνεται η ταινία.
Η μεγάλη ατυχία ήταν το Telluride Film Festival. Γιατί είναι ένα πάρα πολύ ειδικό φεστιβάλ. Σημαίνει Όσκαρ. Ότι πήγε ποτέ εκεί, πήγε και στα Όσκαρ. Πολύ κλειστό φεστιβάλ, πολύ υψηλής ποιότητας κριτική επιτροπή, τρομερά δύσκολο να περάσεις, δεν έχει ξαναπεράσει ελληνική ταινία. Δυστυχώς δεν έγινε δια ζώσης, μόνο διαδικτυακά, αλλά όλοι ξέρουν ότι είναι μεγάλη υπόθεση. Εκεί την είδε ο Brad Pitt και το είπε στον Thom Yorke που την είδε επίσης και επικοινώνησε με τον Χρήστο ενθουσιασμένος. Και όχι μόνο αυτός, και αρκετοί άλλοι. Του είπαν πόσο πολύ τους άρεσε η ταινία και ποια είναι τα επόμενά του βήματα και να συναντηθούν κλπ. κλπ.
H ταινία διαχειρίζεται το θέμα της απώλειας. Εσύ πώς το εισέπραξες αυτό βλέποντάς την;
Ο τρόπος που χειρίστηκε το θέμα της απώλειας, είναι ιδιαίτερος, τρομερά ιδιαίτερος. Κι επίσης μου αρέσει απίστευτα ο λιτός τρόπος κινηματογράφησης που έχει ο Χρήστος. Μου αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες. Όπως κι αυτό το concept απέναντι στη μνήμη. Υπάρχουν ταινίες που για να πεις ακριβώς το ίδιο πράγμα που λέει ο Χρήστος Νίκου, έχουν δοθεί δισεκατομμύρια. Θέλω να πω, αυτό λέει το «Blade Runner», αν το προσέξεις. Πριν “πεθάνει” ο Roy Batty (σ.σ. το ανδροειδές του Rutger Hauer που σχεδόν νιώθει συναίσθημα), στην περίφημη σκηνή των δακρύων κάτω από τη βροχή, στο τέλος, αυτό ουσιαστικά λέει : «Όλες αυτές οι μνήμες, ο πόλεμος, τα άστρα, οι μάχες που έχω δει, θα χαθώ και θα χαθούν στον χρόνο». O Ridley Scott έδωσε δισεκατομμύρια για να το κάνει. Ο Χρήστος Νίκου έδωσε πολύ λίγα…
============================================
ΜΗΛΑ, του Χρήστου Νίκου
Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου // Σενάριο: Χρήστος Νίκου, Σταύρος Ράπτης // Διεύθυνση φωτογραφίας: Bartosz Świniarski // Μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης // Πρωτότυπη μουσική: The Boy // Casting: Σταύρος Ράπτης // Σκηνικά: Έφη Μπίρμπα // Σχεδιασμός ήχου: Λέανδρος Ντούνης // Μηχανικός ήχου: Κώστας Κουτελιδάκης // Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα // Μακιγιάζ: Κυριακή Μελίδου // Διεύθυνση παραγωγής: Τέτα Αποστολάκη // Line producer: Σέβη Μώρου // Συνεργάτες Παραγωγοί: Virginie Devesa, Jerome Duboz, Antoine Simkine // Συμπαραγωγοί: Ales Pavlin, Andrej Stritof, Στέφανος Γκάνος, Σταύρος Ράπτης // Executive producers: Cate Blanchett, Coco Francini, Andrew Upton για την Dirty Films // Παραγωγοί: Ηρακλής Μαυροειδής, Άγγελος Βενέτης, Άρης Ντάγιος, Mariusz Włodarski, Χρήστος Νίκου, Νίκος Σμπιλίρης // Διεθνείς πωλήσεις: Alpha Violet // Διανομή στην Ελλάδα: Feelgood Entertainment
Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαϊτζίδου, Αργύρης Μπακιρτζής, Κώστας Λάσκος, Μπάμπης Μακρίδης, Κώστας Ξυκομηνός, Κίμωνας Φιορέττος, Νότα Τσερνιάφκσι, Αλεξάνδρα Αϊδίνη
Μια παραγωγή των Boo Productions και Lava Films σε συμπαραγωγή με την NOVA, Musou Music Group και Perfo Production.
Με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, του Πολωνικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου, της ΕΡΤ, του ΕΚΟΜΕ, του Media Program -Creative Europe.