Μνημείων Άνδρες *****
ΗΠΑ, Γερμανία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Τζόρτζ Κλούνεϊ
Πρωταγωνιστούν: Τζόρτζ Κλούνεϊ, Ματ Ντέιμον, Μπιλ Μάρει
Διάρκεια: 118’
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ναζί επιχείρησαν ένα άμετρο πλιάτσικο έργων τέχνης, με την προοπτική να τα συμπεριλάβουν στο μουσείο του φύρερ, όταν αυτό θα άνοιγε. Για να τα έχουν διαθέσιμα χωρίς να φοβούνται για την τύχη τους, τα έκρυψαν σε μέρη που κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί. Εν μέσω του κοινωνικοπολιτικού χάους και της απειλής του δυτικού πολιτισμού από το φάντασμα του φασισμού, μια ομάδα ανδρών που ασχολούνται με τον πολιτιστικό χώρο επαγγελματικά και τρέμουν την ιδέα της καταστροφής του -αν και καμία σχέση δεν έχουν με το στρατό- καλούνται να περάσουν τα γερμανικά σύνορα και να αναζητήσουν τα ίχνη των απολεσθέντων καλλιτεχνημάτων.
Παρά τα προσόντα και τις καλοπροαίρετες αφετηρίες που έχει το Μνημείων Άνδρες προκειμένου να περάσει ένα δυνατό μήνυμα σε σχέση με τη συντήρηση της κουλτούρας ακόμα και σε περιόδους πολεμικής κρίσης –οπότε και της ανθρώπινης ευαισθησίας-, αποτυγχάνει σε πολύ βασικά πράγματα. Το σενάριο του μπαίνει τακτικά σε λούπες, με δύο-τρία μοτίβα να επαναλαμβάνονται αυτούσια· αν και είναι πασιφανές ότι θα μπορούσε να υπάρξει λίγη μεγαλύτερη ποικιλία, πολύ συχνά αναλώνεται σε άμετρους και καθόλου πιστευτούς σεντιμενταλισμούς. Οπότε, το μήνυμα της λογικής και της διάσωσης της σκέψης εκ φύσεως καταλήγει ανάπηρο.
Ενώ τα all star επιτελεία συνήθως αποτελούν φόβητρο, αντίθετα στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγκερασμός των ονομάτων των Τζορτζ Κλούνεϊ, Μπιλ Μάρεϊ, Τζον Γκούντμαν, Χιού Μπόνβιλ και Ματ Ντέιμον είναι ένα ισχυρό δέλεαρ. Μα όταν ακόμα και οι εν λόγω ταλαντούχοι κύριοι πατάνε πάνω σε σαθρές βάσεις, δεν μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση όσο και να ήθελαν. Ξεχωρίζουν, ωστόσο, ο Μπιλ Μάρει με τη γνωστή και μη εξαιρετέα coolness του και ο Τζον Γκούντμαν με τις πιο ανθρώπινες μεταμορφώσεις του.
Τέλος, η σκηνοθεσία. Ο Κλούνεϊ έχει δείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να αναλάβει επιτυχημένα τα ηνία της σκηνοθεσίας, οπότε μπορούμε να βασιστούμε πάνω του για μια στρωτή και καλαίσθητη αφήγηση. Μα ο αταίριαστα αργός ρυθμός σε συνδυασμό με τις ασφαλείς οδούς και το αδύναμο σύνολο που προσπαθεί να μεταφράσει σε εικόνες, αν και δεν είναι οπτικά δυσάρεστος, τον κάνουν να δείχνει ασυνήθιστα ανασφαλής, να πλάθει άψυχες πομπώδεις εικόνες που θα μπορούσαν, υπό άλλες συνθήκες να δώσουν ένα δυναμικότερο σκηνοθετικό «παρών» και να δείξουν μια συνέχεια. Ας το έχουμε υπόψη σαν ένα στραβοπάτημα παρά σαν χαρακτηριστικό προϊόν του.
Αν και δεν ανήκει στον ποιοτικό πάτο της σύγχρονης παραγωγής με θέμα το Β’ Παγκόσμιο, ταυτόχρονα απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί τόσο μνημειώδης όσο τα έργα τέχνης που οι ήρωές του αναζητούν, ρίχνοντάς το λίγο πιο κάτω από τον χαρακτηρισμού του αξιοπρεπούς. Λίγο δύσκολο να πάει παραπάνω όταν έχεις δυνατότητες και υλικά για να κεντήσεις κάτι σένιο, μα το αποτέλεσμα είναι ένα σεμεδάκι, ναι μεν όμορφο αλλά καθόλου ξεχωριστό.
Vampire Academy *1/2****
ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρουμανία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μαρκ Γουότερς
Πρωταγωνιστούν: Ζόι Ντόιτς, Λούσι Φράι, Ντανίλα Κοζλόβσκι
Διάρκεια: 104’
Δύο νεαρά βαμπίρ θηλυκού γένους, η Ρόουζ (μισή άνθρωπος-μισή βαμπίρ) και η Λίζα (απόγονος μιας υψηλής κάστας βαμπίρ) φοιτούν στην Ακαδημία του Αγίου Βλαντιμίρ, μια σχολή αποκλειστικά για βρικόλακες. Πέρα από την γνωστή σχολική καθημερινότητα που δε δείχνει να έχει διαφορές από την κλασσική ανθρώπινη, η Ρόουζ θα κλιθεί να προστατέψει τη Λίζα, η οποία αποτελεί στόχο τόσο για τους ομοειδείς της όσο και για μια άλλη κάστα αθάνατων βαμπίρ που απειλούν την ίδια και το γένος της.
Και εκεί που λέγαμε ότι με την τελευταία ταινία του Τζάρμους τα βαμπίρ ξαναπόκτησαν το ίματζ που τους αξίζει και προσαρμόστηκαν τέλεια στα δεδομένα του 21ου αιώνα, ξαφνικά βγαίνει μια ταινία σαν το Vampire Academy. Αν το Twilight ήταν υπερβολικό και για στοχευμένο (θηλυκό κατά κόρον) ακροατήριο, με μυριάδες haters στα πέρατα του κόσμου, αν τύχει και ασχοληθεί κάποιος με τούτο εδώ και δεν του περάσει αδιάφορο, μετά θα βλέπει το Twilight σαν τον Πόλεμο των Άστρων. Μια προσπάθεια να μπολιαστούν στοιχεία από Χάρι Πόττερ, Twilight και εφηβικές κοριτσοκωμωδίες με πρωταγωνίστριες λυκειόπαιδα, μα το πέρασμα από το μπλέντερ στο ποτήρι δε βγάζει κάτι ομοιογενές, μα ένα νιανιά πράγμα με μεγάλα, σκληρά κομμάτια από τα υλικά του. Το μικρό μπάτζετ είναι φανερό και η άτσαλη σκηνοθεσία σε συνδυασμό με την απλά ικανοποιητική ερμηνεία της Ζόι Ντόιτς δεν είναι αρκετές προκειμένου να προσπεράσουμε το ατυχές αναμάσημα των κόνσεπτ που το Vampire Academy θέλει να ομογενοποιήσει.
X
Προς τιμήν της, όμως, όσο επίπεδη και να είναι, κυλάει αναίμακτα (δεν ξέρω κατά πόσον είναι καλός όρος για να «δικαιολογήσει» μια ταινία με θέμα τα βαμπίρ), χωρίς να γίνεται βαρετή. Η δραστήρια πλοκή, παρά την εντελώς λανθασμένη προσέγγιση των πλασμάτων της νύχτας που θα κάνει τους πιουρίστες να απαυδήσουν, λειτουργεί θετικά και η μιάμιση ώρα, ανεξάρτητα από το αν δεν πρόκειται να φύγει κανείς ικανοποιημένος, «φεύγει» ανώδυνα.
Δε θέλω να προβώ σε βαρυσήμαντες, ελιτίστικες δηλώσεις του τύπου «προσπεράστε άφοβα», μα αν τραβηχτείτε εντελώς συμπτωματικά σε κάποιον κινηματογράφο για να τη δείτε, μην περιμένετε να πείτε ότι άξιζε πλήρως το χρόνο σας ή το χρηματικό αντίτιμο που ξοδέψατε.