Ξεκίνησαν πριν από την έκρηξη της Britpop, όμως στην ιστορία έχουν καταγραφεί ως ο τέταρτος (μετά τους Oasis, τους Blur και τους Pulp) πυλώνας του όλου ρεύματος. Έγιναν μια από τις μεγαλύτερες μπάντες των 90s, περπατώντας, με την καθοδήγηση του Brett Anderson, σε πιο λυρικά μονοπάτια από τους σύγχρονούς τους, διαλύθηκαν κι επανενώθηκαν το 2010, ευτυχώς όχι για να «αρμέξουν» την αίγλη του παρελθόντος τους. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν την όγδοη δουλειά τους, The Blue Hour, γεγονός που αποτέλεσε την ιδανική αφορμή για να μιλήσει στην Popaganda ο μπασίστας και ιδρυτικό μέλος τους, Mat Osman, που επιμένει ότι ακόμη και σήμερα οι Suede πορεύονται χωρίς να σκέφτονται καθόλου τη λέξη «καριέρα».
https://www.youtube.com/watch?v=pEJfWrfN15k
Ήσασταν μία από τις μεγαλύτερες βρετανικές μπάντες των 90s. Νιώσατε όμως ποτέ παραγκωνισμένοι λόγω του ότι η κόντρα μεταξύ των Blur και των Oasis ήταν πάντα το πιο καυτό θέμα της Britpop; Όχι πραγματικά. Θα πρέπει να διαχωρίζεις το μουσικό κομμάτι από όλη αυτή την υπερβολή. Δεν μας απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα το τι λένε οι εφημερίδες. Για εμάς, δεν είχε σημασία η Britpop. Νιώθαμε μία ευρωπαϊκή μπάντα που μάλιστα ήταν αρκετά επικριτική απέναντι στον βρετανικό τρόπο ζωής. Το Dog Man Star ήταν ένας δίσκος που αφορούσε μία δύσκολη περίοδο της Βρετανίας και ένιωσα πολύ χαρούμενος που αυτό το πράγμα έφτανε μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου.
Νιώθατε λοιπόν ότι η Britpop ήταν περισσότερο ένας όρος που προέκυψε από τον Τύπο κι όχι από την συνεκτικότητα του ήχου των συγκροτημάτων της εποχής; Οπωσδήποτε. Όταν ξεκινήσαμε νιώθαμε ότι υπήρχε ένα κενό στη βρετανική μουσική από κομμάτια που μιλούσαν για την πραγματική ζωή, πολλές μπάντες γίνονταν πολύ θεωρητικές. Εμείς θέλαμε να τραγουδήσουμε για τους εαυτούς μας και τις ζωές μας. Είχε να κάνει με τη Βρετανία και το Λονδίνο με την έννοια ότι εκεί ζούσαμε. Αν είχαμε γεννηθεί στην Ελλάδα τότε τα κομμάτια θα είχαν να κάνουν με την Αθήνα. Τέλος πάντων, η Britpop είναι κάτι που δεν σκέφτομαι πια, έχω να μιλήσω γι’ αυτό καιρό.
Πιστεύεις πως στη σημερινή βρετανική κιθαριστική μουσική συγκροτείται κάτι σαν σκηνή; Είναι διαφορετικά σήμερα λόγω του internet γιατί στην πραγματικότητα οι τοπικές σκηνές δεν υπάρχουν. Μπορεί για παράδειγμα να παίξεις ένα live στο Λονδίνο κι αμέσως να το ανεβάσεις στο Youtube. Οπότε κατά μία έννοια δεν υπάρχει αυτή η τοπικότητα.
Ποιο ήταν το σκεπτικό πίσω από την επανένωσή σας το 2010; Αφού κάναμε τα πρώτα live μας μετά το reunion φτιάξαμε τρεις δίσκους σε εφτά χρόνια και πιστεύω ότι είναι οι καλύτερες δουλειές μας. Δεν θα με ενδιέφερε ιδιαίτερα να παίζω απλά το “Beautiful Ones”. Ασχολούμασταν όλη την ώρα με νέο υλικό. Η μόνη περίπτωση να ανέβαινα στη σκηνή για να παίξω τα παλιά κομμάτια ήταν να υπάρχουν καινούργια. Δεν έχω πρόβλημα με τις μπάντες που κάνουν το αντίθετο, απλά για μένα, είναι ο τρόπος που ξοδεύουμε τη ζωή μας, και θέλω να είναι δημιουργικός.
Πάντως το κοινό έχει και λίγο την ανάγκη να τραφεί από τον μύθο του παρελθόντος. Ναι, σίγουρα, ξέρεις, είναι πολλοί άνθρωποι που μεγάλωσαν παράλληλα με εμάς, και υπήρξαμε μέρος της ζωής τους για ένα μεγάλο διάστημα. Υπάρχει βέβαια και το νεότερο κοινό. Είμαστε όλοι στα 50 μας τώρα και πιστεύω πως κάνουμε διαφορετική μουσική γιατί έχουμε διαφορετικά προβλήματα. Είμαι περήφανος γι’ αυτό, δεν κάνουμε μουσική για το πώς είναι να είσαι είκοσι και να βγαίνεις κάθε βράδυ. Είμαστε ειλικρινείς για το ποιοί και που είμαστε.
Είναι περίεργο όταν κάποιος από την μπάντα σου κυκλοφορεί solo δουλειές; Μιλάω φυσικά για τον Brett Anderson. Είναι πάρα πολύ περίεργο, ειδικά με τον Brett, γιατί δουλεύω μαζί του σχεδόν τριάντα χρόνια. Δυσκολεύομαι πολύ να τα ακούσω, μου παίρνει πολύ καιρό από τη στιγμή που κυκλοφορούν. Γιατί την πρώτη φορά που άκουσα solo δουλειά του ήμουν «Μα αυτό μπορούσα να το κάνω εγώ», «Το ρεφραίν έπρεπε να μπαίνει νωρίτερα». Μετά από κάποιον καιρό, ok, μπορώ να τα τσεκάρω ως εξωτερικός παρατηρητής. Απλά ξέρεις, πάντα μου βγαίνει αυτό το συναίσθημα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω.
«Όταν ξεκινήσαμε θέλαμε να τραγουδήσουμε για τους εαυτούς μας και τις ζωές μας. Είχε να κάνει με τη Βρετανία και το Λονδίνο με την έννοια ότι εκεί ζούσαμε. Αν είχαμε γεννηθεί στην Ελλάδα τότε τα κομμάτια θα είχαν να κάνουν με την Αθήνα. Τέλος πάντων, η Britpop είναι κάτι που δεν σκέφτομαι πια»
Όντας μία τόσο επιτυχημένη μπάντα, νιώθεις ότι αυτό σας κάνει πιο ελεύθερους να δημιουργήσετε αυτό που θέλετε ή σας οδηγεί στο να φτιάξετε μουσική που θα αρέσει στους fans; Το περίεργο είναι ότι νιώθω ότι έχουμε ελευθερία επειδή δεν είμαστε επιτυχημένοι πια. Όταν επανενωθήκαμε, ξέραμε ότι δεν θα είμαστε η ίδια μπάντα, ότι δεν θα παίζουν τα κομμάτια μας στο ραδιόφωνο, κλπ. Αυτός είναι ο ρόλος των νέων συγκροτημάτων. Στον πρώτο δίσκο μετά το reunion, το Bloodsports, υπήρχε λίγο η αίσθηση του να γράψουμε τραγούδια για το ραδιόφωνο, αλλά από τότε, συνειδητοποιώντας ότι οι ακροατές δεν θα επιδιώξουν απαραίτητα το πιο προφανές από εμάς, καταλαβαίνεις ότι μπορείς να κάνεις τον δίσκο που θες. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα με τους δύο επόμενους δίσκους, Night Thoughts και The Blue Hour. Δεν είναι τόσο ευθείες δουλειές και εύκολες. Κι αυτό έγινε γιατί δεν είμαστε πια μέρος του mainstream.
Κάθε φορά που δημιουργείτε καινούργιο υλικό, όπως τώρα με τον νέο σας δίσκο The Blue Hour, πού πιστεύεις ότι διαμορφώνονται περισσότερα τα κομμάτια, στο studio ή στη σκηνή; Όταν σκέφτομαι τη μουσική που αγαπώ κι έχει σημασία για μένα, είναι ηχογραφημένη. Φυσικά κι αγαπώ την ζωντανή μουσική αλλά είναι οι δίσκοι που έχουν πιο μεγάλη σημασία. «Μπλέκονται» στη ζωή των ανθρώπων με έναν τρόπο που δεν το κάνει τίποτα άλλο. Χθες παίξαμε το πρώτο μας gig μετά από πολύ καιρό κι ήρθαν κάποιοι που έλεγαν «Ξέρετε, παντρευτήκαμε με το “Wild Ones”» και μετά κάποιος άλλος μας έλεγε ότι άκουγε το “Life Is Golden” όταν αντιμετώπιζε ένα οικογενειακό πρόβλημα. Αυτό είναι. Όταν οι άνθρωποι συνδέουν σημαντικές στιγμές της ζωής τους με τη μουσική σου, αυτό μετράει. Φυσικά τα τραγούδια αποκτούν νόημα και στα live. Δεν κάνουμε ό,τι κάνουμε για εμάς. Είναι προορισμένο να αγγίξει τους ανθρώπους. Εάν δεν άκουγε κανείς, δεν θα το έκανα.
https://www.youtube.com/watch?v=Oi6DViA7Xuo
Το The Blue Hour είναι γραμμένο από την οπτική ενός μικρού παιδιού. Νιώθεις πως όσο μεγαλώνουμε, λοιπόν, υπάρχει μία τάση αναπόλησης μιας «χαμένης νεότητας» και ενδεχομένως, η θεματική έχει να κάνει με αυτό; Όχι, δεν το πιστεύω καθόλου. Ο γιος του Brett είναι γύρω στα πέντε τώρα και νομίζω πως γράφοντας ήθελε να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, υπάρχει μια φρεσκάδα σε αυτό. Αλλά συγχρόνως αυτό εμπεριέχει κι έναν φόβο. Ξαφνικά βλέπεις τον κόσμο μέσα από αυτή την μικροσκοπική ματιά, όλα είναι μπερδεμένα και μεγάλα. Δεν έχει να κάνει με νοσταλγικότητα, νομίζω πως προσπαθεί να γράψει από μία θέση που είναι πολύ ανοιχτή. Αυτός είναι ο τρόπος που βρήκε να το κάνει. Όλος αυτός ο φόβος που αποπνέει ο δίσκος προέρχεται από εκεί, είναι το αντίθετο από το να κοιτάς το παρελθόν ως κάτι ιδεατό.
Είναι κατά μία έννοια ένας δίσκος για τον χρόνο δηλαδή; Δεν θα το έλεγα. Η Blue Hour είναι η ώρα που η μέρα γίνεται νύχτα, η στιγμή που οι σκιές γίνονται τρομακτικές, οι ήχοι γίνονται τρομακτικοί. Περισσότερο από όλα, είναι ένας δίσκος για τον φόβο.
Ο τρόπος με τον οποίο γράφετε μουσική έχει αλλάξει με τα χρόνια; Όχι ιδιαίτερα, απλά είναι πιο δύσκολο. Όταν είσαι 20, όποιο κομμάτι γράφεις είναι νέο και φρέσκο, γράφεις το πρώτο σου ερωτικό κομμάτι, το πρώτο έξυπνο κομμάτι κλπ. Όσο μεγαλώνεις πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, να μην επαναλαμβάνεσαι. Ο τρόπος που γράφουμε είναι βασικά ο ίδιος, απλά πετάμε περίπου το 90% του υλικού.
Μαζί με τις δύο τελευταίες σας δουλειές, το The Blue Hour συγκροτεί μία άτυπη τριλογία. Με κάποιο τρόπο το ένα παίρνει το νήμα από το προηγούμενο και το σπρώχνει παραπέρα. Όταν γράψαμε το Bloodsports -για το οποίο είμαι πολύ περήφανος, είναι ένα πολύ παραδοσιακός Suede δίσκος- είπαμε πως θα κάνουμε αυτό που θα φοβόμασταν να κάνουμε για παράδειγμα το 2003. Υπήρχαν κάποια θέματα εκεί μέσα και μία αίσθηση που κουβαλήσαμε και στον επόμενο δίσκο, κι ο κόσμος αγάπησε το Night Thoughts. Είναι σαν ένα είδος εμβάθυνσης από δίσκο σε δίσκο, έως ότου φτάσουμε στο σημείο όπου δεν θα μπορούμε να πάμε παραπέρα χωρίς να γίνουμε πομπώδεις.
Και τι είναι αυτό που διαφοροποιεί το The Blue Hour από τα άλλα δύο; Μουσικά για παράδειγμα, βλέπουμε συμμετοχές από τον Craig Armstrong και την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Πράγας. Είναι ένας πολύ φιλόδοξος δίσκος. Προσπαθήσαμε να ωθήσουμε τους εαυτούς μας στο να φτιάξουμε πιο ρομαντικά κομμάτια, με πιο ιμπρεσιονιστικά στοιχεία, χορωδίες κλπ. Είναι ένας δίσκος που παίρνει όσα αγαπάμε στην μπάντα και τα φτάνει όσο πιο μακριά γίνεται.
Ανακοινώσατε την κυκλοφορία του δίσκου μέσα από ένα post στο Instagram με το μυστήριο hashtag #Suede8. Άλλη μία απόδειξη ότι τα social media επηρεάζουν τον τρόπο που πλέον οι καλλιτέχνες προμοτάρουν τους εαυτούς τους; Εμάς δεν μας επηρεάζει ιδιαίτερα. Απλά αυτοί που κάποτε έβαζαν διαφημίσεις μας στα περιοδικά ή κολλούσαν αφίσες στο δρόμο, τώρα κάνουν posts στο Instagram. Μας βοηθάει πολύ σε σχέση με το εξωτερικό και βοηθάει ανθρώπους έξω από το Λονδίνο να σχετίζονται με τη μπάντα. Αυτό ήταν πάντα πολύ σημαντικό για εμάς, γι’ αυτό άλλωστε περιοδεύαμε πολύ στα 90s. Τώρα είναι όλα ευκολότερα.
Η γενικότερη εύκολη διάχυση της πληροφορίας και της μουσικής σήμερα, τελικά βοηθάει ή πολλά πράγματα πάνε χαμένα; Για εμάς είναι πολύ καλό. Πριν κάποια χρόνια παίξαμε στη Χιλή, δεν είχαμε πάει ποτέ εκεί, ούτε είχαμε πουλήσει πολλούς δίσκους. Αλλά είδαμε ένα πολύ μεγάλο κοινό, με πολλούς νέους. Αυτό δεν θα συνέβαινε πριν είκοσι χρόνια. Τώρα μπορούν να εξερευνήσουν τη μουσική με έναν τρόπο που δεν υπήρχε. Το πρόβλημα είναι πως, μπορεί να λειτουργεί για μπάντες σαν εμάς, αλλά κάνει τα πράγματα δύσκολα για νέες μπάντες. Όταν ξεκινούσαμε, ο λόγος για τον οποίο επιβιώσαμε ήταν γιατί πουλούσαμε δίσκους. Τώρα είναι δύσκολο για τις μπάντες, γιατί δεν πληρώνονται από το Spotify ή το Youtube.
Που βλέπεις τους Suede σε δέκα χρόνια από τώρα; Δεν σκέφτομαι τόσο μακριά. Είναι ένα από τα πράγματα που υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας όταν επανενωθήκαμε. Ότι δεν θα έχουμε αυτά τα «πλάνα καριέρας». Σκεφτόμαστε πολύ βραχυπρόθεσμα, ότι ο κάθε δίσκος ή gig μπορεί να είναι το τελευταίο μας. Θα κάνουμε σίγουρα έναν δίσκο ακόμα, αλλά μετά από αυτό, ποιός ξέρει; Όσο είναι ακόμη μαγικό και κάνουμε καλή μουσική, θα αγαπώ να το κάνω, αλλά ξέρω πως πάνε τα πράγματα, είναι εύθραυστα. Μια μέρα μπορεί να βρούμε ότι η μουσική μας δεν ακούγεται αρκετά καλή, οπότε δεν θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Θα είμαστε εδώ όσο θα έχουμε κάτι ενδιαφέρον να πούμε.