Η Μάρτυ Λάμπρου διάβασε τον «Οδυσσέα» του James Joyce από καθήκον
«Προτού αρχίσω να διαβάζω άκουγα τις ιστορίες που μου αφηγούνταν η γιαγιά μου. Και θυμάμαι ότι καμία τους δε μου ήταν απεχθής ή βαρετή. Υπήρχε αρχή, μέση, τέλος και κάτι το παράξενα ελκυστικό και θεωρώ ότι ήταν η πλαστικότητα αυτών των αφηγήσεων, η δυνατότητα να τις διαπλάθω με άλλους τρόπους και επιπλέον να παίρνω ότι ήθελα από αυτές. Όμως πέρασα ένα χρονικό διάστημα όπου πειραματιζόμουν και ως ανεπαρκής αναγνώστρια που ήμουν διάβασα μερικά βιβλία σχεδόν καταναγκαστικά. Για παράδειγμα το: «Οδυσσέας» του Τζαίημς Τζόυς. Και δεν ήταν ένα βιβλίο που απαιτούσε τη μηχανική ανάγνωση με το γύρισμα των σελίδων του. Θυμάμαι πως μου ήταν κατανοητό, με είχε κερδίσει η ομοιότητα του μύθου, αλλά ενώ έβρισκα σε ποια σελίδα είχα μείνει δε θυμόμουν πολλά από όσα είχα διαβάσει, είχα χάσει τις διόδους. Τότε ίσως να το θεωρούσα καθήκον μου να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ώστε να μη φαίνεται η ανεπάρκειά μου προς το είδος αυτό στις συζητήσεις. Δεν το αποδοκιμάζω για τη συνολική του τεχνική αξία, ουσία και σημασία ούτε μου αρέσει να εκφέρω κριτική άποψη. Ο χρόνος που αφιέρωσα δεν μπορώ να πω ότι πήγε χαμένος, ωστόσο δε μου προκάλεσε καμιά μεταβλητή προς άλλες σκέψεις για την τέχνη.
Μέσα από τέτοια πειράματα ως προς την ανάγνωση κατέληξα να διαβάζω από ένστικτο καταρχάς και έτσι να μη χρειάζεται να φτάνω στο τέλος ενός βιβλίου το οποίο δε με συγκινεί διαισθητικά από την πρώτη κιόλας σελίδα του. Έφτιαξα τους δικούς μου αντικειμενικούς όρους, όξυνα την κρίση και την αμφιβολία μου και αύξησα την ικανότητα να ξεχωρίζω την πρόθεση και την έφεση από την αυθεντική τέχνη. Και δεν αναφέρομαι σε εύπεπτα βιβλία, που καθόλου εύπεπτα δεν είναι γιατί προκαλούν ξινίλα στο στομάχι, αλλά σε και σε εκείνα τα λογοτεχνικά χωρίς όμως συγκεκριμένη μορφή, τα άρτια γλωσσικά και αισθητικά. Προτιμώ να διαβάσω τις οδηγίες χρήσης των προϊόντων, επειδή έχουν σαφήνεια και ειλικρίνεια».
Στην τελευταία σελίδα: γίνεται χαμός με τον Θερβάντες.