Υπάρχουν πολυδιασμένα βιβλία που θεωρούνται ευαγγέλια για τους απανταχού βιβλιόφιλους. Δεν έχω ακούσει ποτέ άνθρωπο που διαβάζει συστηματικά να πει ότι δεν του άρεσε το «Έγκλημα και τιμωρία», το «1984» ή το «Φύλακας στη σίκαλη». Κάποια από αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν κλασικά -έχει περάσει ο απαραίτητος χρόνος από την πρώτη τους έκδοση- καποια άλλα δεν έχουν μπει ακόμη σε αυτή την κατηγορία αλλά σίγουρα έχουν βρει μεγάλη ανταπόκριση μεταξύ αναγνωστών και κριτικών. Υπάρχουν βιβλία που δύσκολα ομολογει κανείς ότι δεν του άρεσαν. Ή μήπως όχι; Πέντε σύγχρονοι συγγραφείς μας ανοίγουν τα χαρτιά τους και παραδέχονται ενώπιον όλων ποιο βιβλίο κλασικής λογοτεχνίας δεν τους άγγιξε.
Ο Δημήτρης Σωτάκης έπληξε αφόρητα διαβάζοντας το «Ελίζαμπεθ Κοστέλο» του J.M. Coetzee.
«Δεν είναι μόνο το εν λόγω βιβλίο του νοτιοαφρικανού νομπελίστα που δεν άντεξα, αλλά σχεδόν το σύνολο της δουλειάς του. Το συγκεκριμένο βιβλίο, μάλιστα, ήταν και το αντικείμενο συζήτησης μιας λογοτεχνικής συνάντησης που έγινε στην Πάρο πριν 11 χρόνια, στην οποία συμμετείχα, ως νέος συγγραφέας τότε, ανάμεσα σε αγαπημένους φίλους. Περί τίνος πρόκειται; Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο, μια Αυστραλή συγγραφέας, έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, παγκόσμια επιτυχία και διακρίσεις, εξαιτίας ενός παλιότερου μυθιστορήματός της. Ποτέ δεν κατάφερε να επαναλάβει αυτή την επιτυχία, έτσι, καθώς τα χρόνια περνάνε, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, περιφέρεται σε διάφορες εκδηλώσεις, κρουαζιέρες, κουβαλώντας τη φήμη του πρώτου εκείνου μυθιστορήματος. Κατά τη διάρκεια αυτών των δραστηριοτήτων, επιχειρεί η ίδια, αλλά και ο αναγνώστης, μια βουτιά στο υποσυνείδητό της, αναλύοντας τον ψυχισμό της, ξεδιπλώνοντας τις σχέσεις της με το κοντινό της περιβάλλον.
Παρόλο που η διεθνής κριτική θεωρεί το βιβλίο ένα σημαντικό έργο, εγώ-κάτι που όπως προανέφερα-όπως και στα άλλα έργα του Κούτσι, έπληξα αφόρητα, από έναν συναισθηματικά αλλοιωμένο ακαδημαϊσμό, ένα βιβλίο, όχι κακό, για να μην υπερβάλω και το αδικήσω, όμως κατά την κρίση μου, τίποτα δε μαρτυρά μια φλέγουσα πένα, μια πρωτότυπη σκέψη και εξομολόγηση, ο Κούτσι κινείται στα όρια μιας σφιχτής αποτύπωσης της παρακμιακής ζωής που ζει πλέον η ηλικιωμένη συγγραφέας, προκαλώντας μια συγκίνηση αποστειρωμένη και απολύτως προβλέψιμη, έναν λυρισμό απολύτως υπολογισμένο, με αποτέλεσμα να χάσω κάθε ελπίδα για μια πραγματική έκπληξη ή χαρά κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.
Για να μη σας κουράσω, ο Κούτσι, το ίδιο μοτίβο ακολουθεί παντού, συμπαθητικές ιδέες αλλά μέχρι εκεί, βιβλία δεμένα με ένα αόρατο σκοινί, υποφέρουν από μια ανόητη συναισθηματική ακαμψία, που δεν οδηγεί πουθενά, εκτός από το να πείσει με αυτή την καταφανέστατη σοβαροφάνεια μερικούς χαζοβιόληδες να του δώσουν το Νόμπελ. Και για να μιλήσω έξω απ’ τα δόντια, τι θέλει επιτέλους ο κύριος Κούτσι; Η δουλειά του μου θυμίζει περισσότερο έναν κατά φαντασία ψυχαναλυτή, εγώ δεν ανίχνευσα τίποτα ενδιαφέρον λεκτικά, υφολογικά σε αυτό το βιβλίο, παρά έναν συγγραφέα που έχει εγκλωβιστεί στα δυσδιάκριτα όρια λογοτεχνίας και διδαχής. Ξέρετε, η αναγνωστική ιδιότητα συνδέεται με έναν πολύ παράξενο ψυχισμό, ο αναγνώστης έχει, κατά κάποιο τρόπο, αποφασίσει, τι θέλει να διαβάσει κι αν δεν το βρει, δεν ακούει κουβέντα, εγώ δεν αναζητώ βιβλία σαν το Ελίζαμπεθ Κόστέλο, δε με αφορούν και δεν αισθάνομαι καμία διανοητική συγγένεια μαζί τους. Τέλος πάντων, πολύ ωραίο βιβλίο, σας το προτείνω».
Στην επόμενη σελίδα: αποτασσόμεθα τον Τhomas Pynchon