Είναι πολύ εύκολο να αναθεματίσει κανείς ένα φεστιβάλ σαν και αυτό του Εν Λευκώ 87.7 απλά υπερθεματίζοντας στο παρελθοντικό (και μόνον) βάρος, που κουβαλάνε ακόμη και τα νεότερα ονόματα που εμφανίζονται σε αυτό (οι Hooverphonic είναι από τα πιο πρόωρα γηρασμένα πράγματα, που μπορεί να συναντήσει κανείς στη μουσική σήμερα). Και ίσως και δεν θα έχει και άδικο όποιος το κάνει (το ανάθεμα).
Θα πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη μας ότι τα retro orientated φεστιβάλ είναι σχεδόν καθεστώς στην μουσική πραγματικότητα του σήμερα, είτε πρόκειται για φεστιβάλ που απασχολούνται με τα folk 60s, τα glam 70s, τα pop 80s, είτε για punk/ new wave φεστιβάλ, που αναβιώνουν κάθε χρόνο και μια επόμενη χρονιά της γενιάς του ’76, ’77 κλπ (το τρέχον τεύχος του Vive Le Rock είναι ήδη αφιερωμένο στο «εμβληματικό 1979»), είτε σε ακόμη πιο ακραίες καταστάσεις με φεστιβάλ που περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στη goth σκηνή, αλλά αυστηρά των ετών ’85-‘89. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία βέβαια, και πάντως το εν λόγω φεστιβάλ, δε συστήνεται απροκάλυπτα ως κομμάτι της αναπόφευκτης Retromania, που σέρνει τη μουσική βιομηχανία από τη μύτη εδώ και πολλά χρόνια (και για πολλά ακόμη). Και αυτό ίσως να είναι και λάθος των υπευθύνων του, για να αποφύγουν και την ειρωνική διάθεση, που ήδη έχει επιδειχτεί προς το line up.
Και αν τυχόν ο Boy George έρχεται για να πάρει την από σκηνής κρύα εκδίκηση του από το ελληνικό κοινό (όλο και κάποιος από εκείνους που του είχαν πετάξει πέτρες το 1985 στο ιστορικό Rock In Athens, θα σουλατσάρει ανέμελος στην Τεχνόπολη, ασφαλώς… σοφότερος τριάντα χρόνια μετά), τότε ποιος ο λόγος της παρουσίας των Simple Minds ; Πως πρέπει να τους αντιμετωπίσει το περιβόητο «εναλλακτικό» και υποψιασμένο κοινό, που κάθε φορά γκρινιάζει για τις συναυλίες των U2, τις νταλίκες που αποτελούν μέρος του show κ.λ.π. ;
Προτού περάσω σε προσωπικές εμπειρίες και εξομολογήσεις, θα παραθέσω τον απόλυτο ορισμό των Simple Minds, όπως σε ανύποπτο χρόνο έχει αυτός οριοθετηθεί από τον Μέγα Βασίλειο (Παυλίδη) στην κριτική του αγνοημένου, αλλά όχι εγκληματικά, άλμπουμ Graffiti Soul για το Mic.gr:
«Oι Simple Minds είναι ένα από τα πολύ μεγάλα ονόματα της ιστορίας της μουσικής της δεκαετίας του 1980. Eκπροσώπησαν αυτό το ανεπανάληπτο new-rock-pop-rock-new-romantic-new-wave-rock με υπευθυνότητα και χαμαιλεοντισμό, αλλάζοντας συστηματικά από το 1979 έως το 1986 στιλ, ντυσίματα, ήχο, παραγωγούς… Eκεί που όλα έδειχναν ότι είχαν βρει την σωστή -είμαστε-οι-U2-της-Σκωτίας- φόρμουλα, με την απόλυτη επιτυχία του άλμπουμ Sparkle In The Rain και του μοναδικού ροκ χιτ “Waterfront”, όλα σε πομπώδη παραγωγή Steve Lilywhite, ο Jim Kerr παντρεύτηκε την Chrissie Hynde και βρήκε τον μπελά του ενώ ταυτόχρονα τους χτύπησε η αμερικανική επιτυχία κατακούτελα με το -δεν-ξανάγινε-τέτοια-επιτυχία “Don’t You Forget About Me” από το σάουντρακ του Breakfast Club. Aκολούθησε η εξαργύρωση (μας είχατε κλασμένους τόσα χρόνια χαζοαμερικανάκια;) με το μετριότατο Once Upon A Time που περιείχε το αγαπημένο “Alive And Kickin” και μετά… τέλος. Λες και έσβησαν οι μηχανές, λες και άδειασαν οι μπαταρίες. Tο διπλό Live At The City Of Lights ήταν τρομερό μέσα στην ατελείωτη δεινοσαυροσύνη του ενώ το Street Fighting Years του 1989 ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δηλώσουν παρών σε μια εποχή όπου τα πάντα είχαν αλλάξει – άλλωστε κόντευε να αλλάξει η δεκαετία.
Tο τι απέγιναν οι Simple Minds στα nineties το πήραν είδηση μόνο οι υπερφανατικοί τους. Aγνοώ κάθε δισκογραφική τους απόπειρα έως το “Moscow Underground”, το κομμάτι που ανοίγει το Graffiti Soul, το δέκατο έκτο στούντιο άλμπουμ τους (αν υπολογίσουμε τα Sons and Fascination και Sister Feelings Call σαν μονό), τριάντα χρόνια μετά το Life In A Day. Με άλλα λόγια αγνοώ κάθε κίνησή τους τα τελευταία είκοσι χρόνια. Mήπως έχω χάσει κάτι, μήπως μου ξέφυγε κάποιο αναγκαίο άσμα τους που δεν βρισκόταν στα αγαπημένα Real to Real Cacophony και Empires and Dance; Στατιστικά σκεπτόμενος, δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα ούτε γι’ αυτό αλλά ούτε και να γυρίσω να ακούσω κάποια από τα επτά άλμπουμ τους των δύο τελευταίων δεκαετιών. Aυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι η μπάντα συνεχίζει με τρία από τα ιδρυτικά μέλη της ακλόνητα στις θέσεις τους (Kerr, Charlie Burchill, Mel Gaynor).»
Πιστοποιώ, εγγυώμαι και σας υπογράφω ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζετε τίποτε περισσότερο για τους Simple Minds σε επίπεδο εγκυκλοπαιδικής γνώσης, ενώ και κάθε περαιτέρω άποψη περί της μουσικής τους προσφοράς θα αποτελεί απλά προσπάθεια του εκφραστή της να δικαιολογήσει την κατρακύλα που πήρε το συγκρότημα από ένα σημείο και μετά (ή το ακριβώς αντίστροφο). Το να μην έχει ακούσει κάποιος έστω και ένα από τα πέντε άλμπουμ, που καθόρισαν τον ήχο, την αισθητική και την επιτυχία τους, και που η επανακυκλοφορία σε box set τους οδήγησε το συγκρότημα στην θριαμβευτική 5Χ5 tour του 2012 (και καθώς όλα κύκλους κάνουν, στην κυκλοφορία του άκρως ενδιαφέροντος live album, που προέκυψε από αυτήν), είναι σχεδόν αμάρτημα, σε εποχές που τα πάντα γύρω μας ακούγονται ως κάτι απροσδιόριστα μεταπανκμεπινελιεςνιουγουεηβ.
Τους είδα για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην περιοδεία για το Good News From The Next World, και χωρίς να μπορώ να θυμηθώ σήμερα για ποιο λόγο πήγα και τους είδα, καθότι ακόμη τότε (και για πολλά χρόνια ακόμη) διαμόρφωνα τα ακούσματα μου και την άποψη μου επ’ αυτών με σκληροπυρηνικό τρόπο, και χωρίς να αφήνω σε αυτά χώρο για ξεπεσμένους ήρωες των ροκ σταδίων. Δεν έφυγα αδιάφορος από το Παλέ Ντε Σπορ, αλλά ούτε και ενθουσιασμένος. Η ίδια χρονιά σε επίπεδο γηπέδων είχε Nick Cave, Iggy Pop, Manowar….και διάφορα άλλα τα οποία μου διαφεύγουν (καλώς τα περισσότερα).
Μετά από όλα αυτά, ήταν απολύτως φυσιολογικό, η επιστροφή των Simple Minds στα συναυλιακά πράγματα της Θεσσαλονίκης να με αφήσει εντελώς αδιάφορο. Αυτή τη φορά τους περίμενε το Principal Club Theater (το αυθεντικό στην ανατολική πλευρά της πόλης, που δεν «άντεξε» να στηρίξει το κοινό της, και που πλέον ως όνομα έχει μεταφερθεί στους χώρους του Μύλου). Τελικώς, για άγνωστους και πάλι λόγους, βρίσκομαι στη συναυλία, και μάλιστα αρκετή ώρα πριν ξεκινήσει.
«Ετοιμάσου, να πάθεις πλάκα»…. με προειδοποιεί ο Αλέκος από τους Γκούλαγκ, που εκτελούσε χρέη ηχολήπτη στο Principal. «Οι τύποι κάνουν soundcheck για ώρες ατελείωτες…. λες και θα παίξουν σε 80.000 κόσμο. Και παίζουν απίστευτα. Εκπληκτικοί επαγγελματίες». Και αυτά μου τα έλεγε ο… Αλέκος από τους Γκούλαγκ, που θεωρητικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τους Simple Minds ως ταξικό εχθρό στην υπόθεση rock ‘n’ roll. Και τελικά είχε δίκιο απόλυτο. Και κάτι περισσότερο.
Μέχρι σήμερα συγκαταλέγω τη συγκεκριμένη συναυλία στις πέντε καλύτερες που έχω δει, με τις υπόλοιπες τέσσερις (έστω τρεις) να μην παραμένουν και τόσο σταθερές, όσο τουλάχιστον θα περίμενε κανείς, από μία εμφάνιση των Sonic Youth, που ξεκινάει με το “White Cross” ή των Slint, που αποκαλύπτει ότι το Spiderland είναι τελικά το απόλυτο αριστούργημα του hardcore και τίποτε λιγότερο. Έφυγα από το Principal με τα σαγόνια στο πάτωμα, και στο ενδιάμεσο απλά είχα πιει δυο-τρία ποτά και τίποτε περισσότερο (ή λιγότερο νόμιμο).
Είχα γράψει περίπου δυο-τρεις χιλιάδες λέξεις για το Mic.gr και γύρω στις 150 για το Sonik (που τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήταν μάλλον ο λόγος που πήγα στη συναυλία). Τελικώς μπέρδεψα τα αρχεία και οι 150 λέξεις πήγανε στο Mic, όπου και δημοσιεύτηκαν, αποδίδοντας όμως στο ελάχιστο τα όσα είχαν συμβεί. Από τις δυο-τρεις χιλιάδες λέξεις, που εκ παραδρομής χτύπησαν το mailbox του Sonik, είχε δημοσιευτεί ένας κουτσουρεμένος πρόλογος, που δεν έβγαζε κανένα νόημα. Και επιπλέον μέχρι και σήμερα, δεν μπορώ να βρω εκείνο το κείμενο, και αναγκάζομαι και γράφω άλλες τόσες χωρίς ομοίως κανένα νόημα, όπως πάντοτε μου συμβαίνει με τις συναυλίες από τις οποίες αποχωρώ πραγματικά συγκλονισμένος.
Το Principal ήταν μισογεμάτο, το κοινό απαρτίζονταν από κάποιος φανατικούς και από ακόμη περισσότερους περαστικούς, όπως και από ένα μεγάλο κομμάτι από δύσπιστους, σαν και την πάρτη μου. Οι Simple Minds από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο έπαιξαν σαν να παίζουν για 100.000 φανατικούς οπαδούς τους, όπως είχαν κάνει όταν ήταν στις μεγάλες δόξες τους. Δεν έκαναν καμία οικονομία δυνάμεων, δεν έδειξαν καμία δυσφορία για το ότι δεν κατάφεραν να γεμίσουν ένα χώρο 1.500 ατόμων. Είχαν τη στόφα ενός ροκ συγκροτήματος, που επειδή ακριβώς κατέκτησε τον κόσμο τουλάχιστον μία φορά, φρόντισε να κρατήσει τα μόνα θετικά στοιχεία ενός τέτοιου επιτεύγματος, και να μην χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του, τώρα που ο κόσμος του έφυγε οριστικά από τα χέρια.
Ο ήχος τους ήταν ο ήχος που λατρεύει κάθε συνειδητοποιημένος οπαδός της μουσικής των 80s, που δεν ταμπουρώνει την αισθητική του, είτε στην υπόγεια, είτε στη χλιδάτη πλευρά των πραγμάτων. Ο ήχος για τον οποίο οι Horrors πουλάνε εδώ και χρόνια την ψυχή τους στο διάβολο, αλλά κάθε φορά βρίσκονται αρκετά πίσω ακόμη και από το να τον πλησιάσουν. Ο Jim Kerr ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ένας Bono, που δεν εκνευρίζει κανέναν και επιπλέον είχε και καλύτερες γκόμενες. Οι Simple Minds των 00s ήταν παντενταρισμένα ρετρό, αλλά αυτό δεν ενόχλησε ούτε τους ίδιους, ούτε το κοινό τους (όσο και αν ήταν αυτό). Σταμάτησαν τον χρόνο της ροκ ιστορίας, εκεί ακριβώς που τους συνέφερε, και σε κάθε περίπτωση, μετά το πέρας της συναυλίας ήμασταν ελεύθεροι να ακούσουμε όσο electroclash θέλουμε, που ήταν στα ντουζένια του τότε, και που ως γνωστόν υπήρξε μία εντελώς αντι-ρετρό μουσική πρόταση.
Όλη αυτή η αντιφατική ιδιαιτερότητα των Simple Minds, η φαινομενική παράδοξη εικόνα πηγαίου και ουσιαστικού πάθους που αποδίδουν, σε σχέση και με την ιστορία τους, κορυφώνεται με τον καλύτερο τρόπο τη στιγμή που –αναπόφευκτα- έρχεται η ώρα για το “Don’t You Forget About Me”. Το συντριπτικό ποσοστό όσων απλά γνωρίζουν ποιοι είναι οι Simple Minds, γνωρίζουν απλά και μόνο αυτό το τραγούδι. Και είναι εντελώς τρελό να έχουν χαρακτηριστεί μέχρι και one hit wonders, όντας ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία του ροκ, όταν αυτό αποφάσισε να γίνει πραγματικά μεγάλο και ενοχλητικό. Συμβαίνει όμως. Και δεν με ενοχλεί και τόσο που συμβαίνει. Τα τραγούδια που ξεπερνούν ακόμη και την σπουδαία φήμη των δημιουργών τους, είναι το απόλυτο επίτευγμα του ροκ, ως μια γνήσια λαϊκή τέχνη.
Με τα παραπάνω δεδομένα, όταν έμαθα για την 5Χ5 tour είχα κρυφά αποφασίσει να τραβηχτώ κάπου έξω να τους δω. Και κατά προτίμηση εντός των νοητών συνόρων της Μεγάλης Βρετανίας. Και λέω κρυφά, γιατί μάλλον θα αποτελούσα αντικείμενο χλευασμού, αν ανακοίνωνα ότι πάω μόνος μου να δω τους Simple Minds στο εξωτερικό. Τελικά, το έκανα για τους Neurosis, και αντιμετωπίστηκα με περισσότερη συμπάθεια, αποκτώντας ίσως και κάποιο απροσδιόριστο coolness (και δεν βγήκα χαμένος βέβαια). Η φετινή tour λέγεται Greatest Hits 2014, πράγμα που κάνει το όλο πράγμα λίγο περισσότερο ντροπιαστικό από ότι θα έπρεπε να είναι ή έστω λιγότερο σοφιστικέ από το 5Χ5, που επικέντρωνε με σοφία στην πραγματικά σπουδαία περίοδο της δημιουργικότητας τους. Όπως και να έχει, το πρόσφατο παρελθόν έχει πολλές φορές αποδείξει ότι το live της χρονιάς έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Αλλά ακόμη και αν δεν συμβεί αυτό, σίγουρα δεν θα βγούμε χαμένοι το βράδυ της 20ης Ιουνίου…
(Να προσθέσω επίσης ότι έχω δει 3-4 φορές τους Horrors και ειδικά την πρώτη φορά είχα συναντήσει μια μπάντα σε απόγνωση. Μέχρι που και αυτοί συνάντησαν τους Simple Minds και μπήκανε σε μία κάποια ρότα, χωρίς βέβαια ποτέ να καταφέρουν να εντυπωσιάσουν.)
En Lefko Festival, 20-21 Ιουνίου, Τεχνόπολις. Doors open 18:30