Η Ρέα Βιτάλη νιώθει πως το μυαλό της λειτουργεί με δύο κάμερες, οι οποίες καταγράφουν ό,τι συμβαίνει γύρω της. Στο πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο» (που πρωτοκυκλοφόρησε το 2013 και τώρα βρίσκεται στη δεύτερη έκδοση), οι κάμερες αυτές φανερώνονται λίγο μετά τη μέση, εκεί όπου μια ολόμαυρη σελίδα χωρίζει την αφήγηση της ίδιας ιστορίας σε δύο μέρη με διαφορετική οπτική. Παρότι η ίδια ισχυρίζεται πως έζησε άχρονα, καταφέρνει μέσα από μια αυτοβιογραφία να μας μεταφέρει σε άλλες εποχές. Τότε που υπήρχε ο διχασμός Βουγιουκλάκη – Καρέζη, το πιστολάκι έσωσε πολλούς ταλαιπωρημένους κότσους από την κάσκα, η τηλεόραση έμοιαζε με μαγικό μπαούλο, η κόκα κόλα ήταν το μαύρο ζουμί που άφηνε τη βυσσινάδα στα ράφια, η άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι έκανε τα πλήθη να συρρέουν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μια Ελλάδα διαφορετικών ταχυτήτων και ηθών ξεδιπλώνεται μπροστά μας μέσα από την ιστορία της μικρής τότε Ρέας και της οικογένειά της.
Ξεκίνησα να γράφω σε μια εποχή που τα περιοδικά ήταν αλλιώς. Το ΚΛΙΚ είχε ήδη κυκλοφορήσει έχοντας μια διαφορετική γλώσσα. Ενώ στην αρχή είπαμε «Τι ωραία, οι άνθρωποι τελικά γράφουν όπως μιλάνε» στην πορεία αυτό άλλαξε και έγινε «Οι άνθρωποι γράφουν όπως φτύνουν». Φτάσαμε στο άλλο άκρο, ό,τι περιοδικό υπήρχε αναφερόταν κυρίως στο σεξ και μάλιστα με τη δόση υπερβολής που χαρακτήριζε τη ζωή τη δεκαετίας του ‘80. Ένιωθα πως βρίσκομαι σε ένα πάρτι μασκέ όπου δεν συννενοούμασταν μεταξύ μας, ο ένας μετέφερε στον άλλον τις μούφες του σε μια κατάσταση χαώδη. Τότε συνειδητοποίησα πως οι Τέσσερις Τροχοί, όσο περίεργο και να ακούγεται, είχαν μέσα μερικές σελίδες υπό τον τίτλο Αντίλογος, σαν ένα κρυφό σχολειό που έδινε τροφή για σκέψη σε ένα αυτοκινητιστικό έντυπο. Μετά πήγα στις Εικόνες, στον Ταχυδρόμο, έπειτα ξεκινήσαμε το Protagon.gr με τον Σταύρο Θεοδωράκη κάνοντας τον Μπακούνιν πράξη ξαφνικά, όπως συνηθίζω να λέω.
Σημασία έχει πόσο καιρό περίμενα για να γράψω το βιβλίο, παρά το πότε πήρα την απόφαση. Εκφράζομαι με τη γραφή σα να είναι μέλος του σώματος μου, είναι για μένα κάτι τόσο αυτονόητο όσο το να αναπνέεις. Με το που πέθανε ο πατέρας έπαιρνα χαρτάκια και έγραφα τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου. Αν και είμαι πολύ ανυπόμονος άνθρωπος έλεγα πως αυτός ο πόνος πρέπει να έχει μπέσα. Μια στιγμιαία πληγή σου δημιουργεί συναισθήματα που με τα χρόνια αλλάζουν, γι’ αυτό ήταν το μόνο πράγμα που έμενε στο συρτάρι μου. Πως έγινε; Ήμουν στο νησί, στην Τήνο, και κολυμπούσα με την μητέρα μου. Εκείνη τη μέρα είχε μαζευτεί ένα σύννεφο πάνω από ένα ξώβουρκο, όπως λέμε εμείς το μεγάλο βράχο. Κοίταξα τη μητέρα μου και σκέφτηκα πόσα σύννεφα έχουμε μαζέψει και οι δυο όλα αυτά τα χρόνια. Τότε έμεινε μαζί μου για μια εβδομάδα, άρχισα να της λέω αυτά που θυμόμουν, εκείνη μου έλεγε τα δικά της και έτσι άρχισα να γράφω.
Η πρώτη δυσκολία ήταν το να σχηματοποιήσω το χάος, οι αναμνήσεις είναι ένα πράγμα που όσο πιο πολύ τις μελετάς τόσο πιο πολύ απλώνεται. Η δεύτερη δυσκολία ήταν στο ότι δεν ήθελα να διηγηθώ τη δική μου ιστορία μόνο: Μια κοπέλα που έχασε τον πατέρα της, εντάξει και τι έγινε; Ήθελα να περιγράψω μια εποχή ξεφεύγοντας από τη βιογραφία, να αποτυπώσω τη μικροϊστορία του τόπου μου μέσα από λεπτομέρειες που ξεμπροστιάζουν την αλήθεια. Λεπτομέρειες, όπως η περίεργη υπομονή που είχαμε στην ερωτική μας ζωή. Σήμερα την σκέφτομαι και λέω «Τι σόι περίεργο πράγμα ήταν αυτό». Το πρώτο ραντεβού, το δεύτερο, το τρίτο όλα είχαν μια διαδικασία, εκπαιδευόμασταν σε αυτή και δε μας έκανε κακό. Στο θέμα της παιδείας, είχαμε πάντα την αίσθηση πως έχουμε από πάνω μας μια εξουσία, το δάσκαλο. Επίσης τότε υπήρχε μια πνευματικότητα, αν σκεφτεί κανείς πως στα γλέντια τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας τραγουδώντας Σεφέρη. Σε ένα κυριακάτικο τραπέζι άκουγες την ιστορία της μάνας σου, της γιαγιάς σου και εσύ στο κασετόφωνο έβαζες και ένα σέικ. Τότε τα σπίτια ήταν φωλιές γενεών και είχαμε χρόνο να διηγηθούμε τις ιστορίες μας. Όλα τα πράγματα είχαν αιτία και λόγο, κάποιος είχε ακριβό αυτοκίνητο γιατί έκανε μια συγκεκριμένη δουλειά άλλος κολυμπούσε στον Αστέρα γιατί είχε το τάδε εργοστάσιο. Η φτώχεια δεν έμοιαζε με κατάσταση τραγωδίας, αλλά σαν πυρήνας για όνειρο.
Από τη μία υπήρχε η ηγετική μορφή του Καραμανλή, ενός σοφού παππού που είχε έρθει από το εξωτερικό. Πολύ μεγάλο πράγμα τότε αφού δεν είχαμε τα ταξίδια τόσο εύκολα, όποιος έβγαινε έξω νομίζαμε πως είχε δει άλλα πράγματα. Από την άλλη ήταν ο Παπανδρέου. Όταν μιλάγαμε για Αριστερά και για Κομμουνισμό υπήρχε ένας ιδεαλισμός. Είχε και μια γραφικότητα βέβαια το όλο πράγμα, στη Μεταπολίτευση έπρεπε να καταχωρηθείς στους επαναστάτες, δεν ξέραμε γιατί όμως έπρεπε. Πριν πήγαινες σε κανένα σπίτι και σου έλεγαν «Κρύβω ένα δίσκο του Θεοδωράκη». Αργότερα αυτός που απαγορεύθηκε ήταν ο Πάριος, μπορούσες να τον αγοράσεις αλλά το ερωτικό του στοιχείο ξέφευγε από τη βαριά πολιτική σκέψη και τα ιδεώδη. Ξαφνικά φαινόταν πολύ φτηνό πράγμα ο έρωτας.
Βλέπω ανθρώπους που άλλα λένε, άλλα γράφουν, αλλιώς ζουν, αυτό το καζίκι δεν θέλω να το περάσω. Πάντα στα γραπτά μου βάζω βιωματικά στοιχεία, θεωρώ έντιμο να συστήνομαι στον αναγνώστη, να ξέρει πολλά κομμάτια δικά μου. Αυτό θέλει μια γενναιότητα για να το κάνεις, σίγουρα όμως είναι πιο δύσκολο να δείχνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι. Οι μόνες αναστολές σχετίζονταν με το γεγονός πως δεν έβγαζα μόνο τη δική μου ζωή φόρα παρτίδα αλλά και της μητέρας μου. Όταν τελείωσα το βιβλίο της το έδωσα να το διαβάσει προκειμένου να μου πει αν μπορώ να προχωρήσω με αυτό ή όχι. Θυμάμαι να μου λέει «Τόσες αλήθειες θα πούμε;». Ήταν το πρώτο και τελευταίο οχυρό, άλλο δεν είχα. Οι γονείς μου έζησαν μια μαγευτική ιστορία, μια πολύ ωραία σχέση ωστόσο υπήρχε και η απιστία, μια έννοια που αντιμετώπιζε διαφορετικά εκείνη η στερημένη ερωτικά γενιά. Ο πατέρας μου πέθανε τριάντα εννέα ετών και η μητέρα μου ήταν ο πρώτος του έρωτας, δεν έπρεπε να ζήσει κάτι άλλο;
Με συγκινεί πως σε αυτή την ιστορία οι αναγνώστες βρίσκουν ένα δικό τους κομμάτι, νιώθω πως αυτό το βιβλίο δεν το έγραψα μόνο εγώ αλλά πολλοί μαζί και αυτό είναι ωραίο. Έχω όμως ένα παράπονο συγγραφής, πολύ μικρό, γιατί είμαι χορτασμένη από ωραία λόγια. Οι περισσότεροι νιώθουν μεγαλύτερη ανάγκη να μου διηγηθούν τη δική τους ιστορία, παρά να καταλάβουν πόσο δύσκολο είναι να δώσεις σχήμα στο χύμα γράφοντας το δικό σου συναίσθημα. Αυτό μόνο κάποιος που γράφει μπορεί να το κατανοήσει.
Το βιβλίο της Ρέας Βιτάλη με τίτλο «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.