Ήταν ήδη σχεδόν ενάμιση μήνα εκεί δουλεύοντας, δεν ήταν από εκείνα τα μέρη, υπολόγιζε ακόμα μια χρονιά για το πτυχίο της αλλά τον ίδιο υπολογισμό έκανε και πέρσι. Ήρθε να δουλέψει, μπας και κάνει μια καβάντζα για το χειμώνα… Φέτος δεν είχε καταφέρει να πάει ούτε ένα τριήμερο διακοπές. Οι τέσσερεις μπύρες, τα δύο τοστ και οι ξηροί καρποί είχαν πάει στη θέση τους, η Τριανταφυλιά ακούμπησε τους αγκώνες της στο μπαρ και για μερικές στιγμές κατέβασε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της μόνο και μόνο για να δει τις φτηνές τάβλες του πατώματος βρεγμένες εδώ και ‘κει με νερό και στολισμένες με μπόλικη άμμο. Πήρε μια βαθιά δυνατή και αναγκαστικά ζεστή ανάσα και ανασήκωσε αμέσως το κεφάλι της ισιώνοντας το κορμί της. Δεν ήταν στάση αυτή για σερβιτόρα, δεν ήταν στην οικοδομή, αν και ήταν βέβαιη ότι τα βάρη που κουβαλούσε στο 12ώρο της δεν πρέπει να ήταν και πολύ λιγότερα από αυτά ενός οικοδόμου. Το μπιτς μπαρ το είχαν ο Μάνος, η γυναίκα του, ο αδερφός του Μάνου και τους βοηθούσε και η μάνα τους. Καμιά φορά τα βράδια ερχόταν και μία άλλη κοπέλα και βοηθούσε, αλλά όχι σταθερά. Ευτυχώς, ήταν γενικώς όλοι τους αρκετά ξηγημένοι πράγμα που τους έκανε ανεκτούς και ακόμα πιο ευτυχώς το μαγαζί απείχε αρκετά από τα υπόλοιπα beach bar της περιοχής. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ήρθε να δουλέψει εκεί. Το κλίμα ήταν αρκετά χαλαρό, η μουσική ποτέ δυνατή, ίσως μόνο λίγο το βράδυ, και ο κόσμος σχετικά ανεκτός. Με άλλα λόγια ήταν μπιτς μπαρ και όχι παραθαλάσσιο κλαμπ.
Τα απανωτά χωρίς ρεπό 12ωρα τρέχοντας μες τη ζέστη κάτω από τον ήλιο ντυμένη με ζεστό αέρα, το διαρκές κουβάλημα, οι αδιάκοπες πληροφορίες που έπρεπε και αυτές να μεταφερθούν, τα μόνιμα χαμόγελα, τα αδιάκριτα βλέμματα πάνω της, απροκάλυπτα όταν δεν κοίταζε η συνοδός ή γυναίκα με τα μωρά στην κούνια, και το ότι μετά το τέλος της βάρδιας γύρναγε σε ένα δωμάτιο που δεν ήταν το δικό της, όλα αυτά την είχαν κουράσει. Όσο δεν είχε κουραστεί ποτέ μέχρι τώρα… Την ίδια στιγμή άρχιζε να νιώθει πιεσμένη από παντού. Η σχεση της με τον Αντώνη ήταν σκατά. Η σχολή ήταν σκατά. Το σπίτι της ήταν σκατά. Είχε φύγει και εξαιτίας όλων αυτών. Θεώρησε ότι η απόσταση, η πολύ δουλειά, η μοναξιά που σε διακατέχει όταν κάνεις ένα μόνο πράγμα στη ζωή σου θα την βοηθούσαν να της φαίνονται λιγότερα σκατά και ο Αντώνης, και η σχολή, και το σπίτι της. Δεν την βοήθησε καθόλου. Τα παντά παρέμεναν εξίσου σκατά και σε αυτές τις νέες συνθήκες. Ήταν παγιδευμένη. Ένιωθε σα να μπαίνει και να βγαίνει συνέχεια σε έναν αυτοκινητόδρομο από την ίδια έξοδο, που γινόταν είσοδος για να ξαναγίνει έξοδος και μετά να γίνει πάλι είσοδος, και όλα αυτά στην ταχύτητα του αυτοκινητόδρομου, γιατί θα κόρναραν οι από πίσω. Αυτό την τσάκιζε. Χειρότερα και από τζάμι ασφαλείας που συναντά μια βαριοπούλα. Μια πολύ τσαντισμένη βαριοπούλα για να είμαστε απόλυτα ακριβείς. Ο Μάνος τη φώναξε. Μιλήσαν λίγο για τη δουλειά. Σχεδόν δεν τον άκουγε. Βγήκε έξω και συνέχισε τα πέρα δώθε. Ήταν ακόμα μόλις 6 το απόγευμα. Είχε πιάσει εδώ και δύο ώρες δουλειά αλλά ήδη αισθανόταν εξαιρετικά κουρασμένη. Ωστόσο το επόμενο δίωρο κύλησε γενικώς ήρεμα μέχρι να πάει 8 και να σκάσει όλη παραλία να δει το ηλιοβασίλεμα, αυτό το μοναδικής σπουδαιότητας και σημασίας αστρονομικό φαινόμενο, που συμβαίνει κάθε μέρα. Εκεί για καμιά ώρα έπηξε δεόντως, μέχρι που έφυγε και αυτή η φουρνιά όταν νύχτωσε για τα καλά, για να έρθουν οι επόμενοι που θα έμεναν μέχρι το ξημέρωμα και θα έπιναν τα άντερα τους. Λίγο μετά τις 11 εμφανίστηκε η παρέα που σιχαινόταν περισσότερο, φίλοι όλοι του Μάνου, με εξέχουσα προσωπικότητα τον Κωνσταντίνο, όχι Κώστας ή Κωστής. αλλά Κωνσταντίνος όπως είχε επισημάνει και ο ίδιος στις συστάσεις… Η Τριανταφυλιά, ένιωσε μια βαθιά απογοήτευση βλέποντας τον γιατί ήξερε πως ακριβώς θα εξελισσόταν το υπόλοιπο της βραδιάς. Ο Κωνσταντίνος ήταν εμποτισμένος από το στιλάκι μου-ανήκει-η-μισή-Πελοπόννησος, διακατέχονταν δε από ένα ναρκισσισμό στο βλέμμα επιπέδου λιώνουν-μέχρι-και-κόκκοι-της-άμμου-για-την-πάρτη μου, και έφερε ένα άδειο ύφος κλάσεως τα-ψοφια-ψαρια-μπορούν-να-μιλήσουν-πιο-πολύ-στην-ψυχή-μου-από-το-βλέμμα-σου. Το χειρότερο σε αυτό το εκπάγλου γοητείας σύνολο ήταν ένα τατού στον ώμο του με το κεφάλι του Μπομπ Μαρλει στο γνωστό μαστουρωμένο ύφος, ένα τόσο αποτυχημένο τατού που το κεφάλι του Μάρλει αντί να μοιάζει μαστουρωμένο να μοιάζει με αποκεφαλισμένο. Αυτή η κακοτεχνία είχε αποτέλεσμα ένα βράδυ η Τριανταφυλιά να σκαλώσει και να έχει την απαίσια αίσθηση ότι ο Κωνσταντίνος κουβάλαγε στην πλάτη του κανονικά το κεφάλι του Μάρλει. Όχι ότι έθρεφε κάποια ιδιαίτερη εκτίμηση για τον Μάρλει άλλα όσο και να είναι κάτι το αποκρουστικό. Αυτή η αίσθηση που είχε για τον Κωνσταντίνο δεν έφυγε ποτέ. Φυσικά όλο αυτό γινόταν χειρότερο μιας και της την έπεφτε με το ύφος ανετίλας εγώ-εσένα-φέτος-το-καλοκαίρι-θα-σε-πηδήξω… Κάνα δύο βράδια στην αρχή που είχε κάτσει στο τραπέζι τους μαζί με το Μάνο είχε σκυλοβαρεθεί. Το μόνο που είχε να πει ήταν «φάσεις» με τους φίλους του, ξύδια, μπάφοι, αμάξια, μπάλα και μουνιά, δεν είχε δουλέψει ποτέ του, από ότι κατάλαβε, και την έβγαζε με τα ενοίκια από τη μισή πολυκατοικία που είχε ο πατέρας του κάπου στο κέντρο της Αθήνας… Όταν μέθαγε ή ήταν σκατά από τους μπάφους γκάριζε σε όποιον ήταν στη θεση του dj να βάλει ρέγκε… Το βράδυ ωστόσο κύλησε σχετικά καλά, αλλά κατά τις 3 οι περισσότερες παρέες έσπασαν, για να μείνουν 2-3 και η παρεα του Κωνσταντίνου η οποία είχε μεταφερθεί στο μπαρ, να κάνει παρέα στο Μάνο. Κάποια στιγμή άρχιζαν όλοι να φωνάζουνε και να βάζουνε τα γέλια και ο Μάνος φώναξε στην Τριανταφυλιά ότι το επόμενο τραγούδι είναι για αυτήν… Η Τριανταφυλιά ήξερε μάλλον τι θα ακολουθήσει. Και δεν ήταν καθόλου αστείο. Εντάξει την πρώτη φορά είναι λίγο, τη δεύτερη λες εντάξει ας το διασκεδάσουμε αλλά μετα την 10η καταντάει σπαστικό. Ο Μάνος τότε έβαλε το «Κορμί και αλάτι» που από τα πρώτες νότες τους έκανε όλους στο παρεάκι να λυθούν στα γέλια. Η Τριανταφυλιά χαμογέλασε συγκαταβατικά και εμφανώς προσποιητά. Πήγε πίσώ από το μπαρ. Άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια μπύρα. Πήγε πιο πέρα ενω οι άλλοι χασκογελούσαν σαν ηλίθιοι. Το σιχαινόταν πια αυτό το τραγούδι. Το είχε ακούσει τόσες φορές που της έκανε τον εγκέφαλο πατημένη τσίχλα. Από διπλό τρόλει. Στην Πατησίων. Τον Αύγουστο. Το μεσημέρι. Έκατσε στην άκρη του μαγαζιού για να χαθεί λίγο αυτό το έμεσμα απο τα αυτιά της μπας και καταφέρει να γλιτώσει από το να παίζει συνεχώς στο κεφάλι της για το υπόλοιπο της βραδιάς ανεξαρτήτως του τι θα συνέβαινε γύρω της. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο. Εις μάτην. Αυτά τα γαμημένα γλειφιτζουρένια πνευστά με άρωμα απο τσιχλόφουσκα εισέβαλλαν διαρκώς στο μυαλό της. Τα απώθησε μία φορά. Ξανά μανά εις μάτην. Προσπάθησε πιο έντονα, αυτά δυνάμωσαν όμως και την κατέκλυσαν. Ένιωθε να βρίσκεται σε ένα τεράστιο ατσαλένιο δωμάτιο όπου γιγαντιαίες τσιχλόφουσκες –μασημένες- έρχονταν κατά πάνω της. Κάπου εκεί για καλή της τύχη το τραγούδι τέλειωσε. Έβγαλε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Επέστρεψε στη δουλειά της. Το παρεάκι στην μπάρα την πίκαρε. Ήθελε να ξεράσει πάνω τους. Δεν αισθανόταν καλά. Γενικώς. Ένιωθε να μην έχει κατι προσωπικό με αυτό το σύμπαν αλλα την ίδια στιγμή η διαφορά της μαζί του να είναι απόλυτα, ξεκάθαρα και μοναδικά προσωπική. Ο Μάνος την πλησιάσε, την είδε ζορισμένη, της είπε σοβαρά αν είναι εντάξει, κούνησε αρνητικά το κεφάλι, ένιωσε λίγο άσχημα για τα μάτια του κόσμου και δικαιολογήθηκε ότι κάνανε ένα χαζό αστειάκι που εντάξει δε θεώρησε ότι θα την ενοχλούσε, κατάλαβε ότι ήταν κουρασμένη και της είπε να φύγει. Πήρε την τσάντα της και κρατώντας την μπύρα έφυγε χωρίς να χαιρετήσει από το μαγαζί. Είπε να μην πάει κατευθείαν στο δωμάτιο της και περπάτησε στην παραλία, έτσι και αλλιώς εκεί έκανε ζέστη και είχε και κουνούπια που γράφαν στα αρχίδια τους το αντικουνουπικό. Άραξε σε έναν από τους ελάχιστους βράχους της τεράστιας σκοτεινής ερήμου που την περικύκλωνε, αφού απομακρύνθηκε αρκετά απο το μαγαζί. Ήπιε μερικές γουλιές από την μπύρα της και άναψε τσιγάρο. Έκλεισε τα μάτια της… Τέλειωσε το τσιγάρο δεν σκεφτόταν τίποτα. Αναψε άλλο ένα πάλι χωρίς απολύτως καμία σκέψη. Καθώς το τέλειωνε άκουσε κάτι βήματα, κοίταξε και είδε μια φιγούρα να πλησιάζει αλλά δεν κατάλαβε ποιος ήταν. Μερικά δευτερα μετά κατάλαβε ότι ήταν ο Κωνσταντίνος. Δεν αντέδρασε με κανεναν τρόπο. Έκατσε δίπλα της. «Γιατί δεν είπες μια καληνύχτα, στράβωσες με κάτι;» «Κωνσταντίνε σε παρακαλώ, είμαι πάρα πολυ κουρασμένη. Άσε με ήσυχη να χαρείς.» «Θες να φύγω;» «Ναι θέλω να φύγεις.» «Είσαι πολύ στην τσίτα, θες να πιούμε ένα μπαφάκι να χαλαρώσεις και συ λίγο;» «Όχι. Δε θέλω να πιω μπαφάκι. Δε θέλω να χαλαρώσω. Θέλω να σηκωθείς να φύγεις και να με αφήσεις στην ησυχία μου.» «Διακρίνω πολύ ένταση στην ατμόσφαιρα.» Είπε ο Κωνσταντίνος χαμογελώντας ειρωνικά ενώ την ίδια στιγμή άπλωνε το χέρι του και άγγιζε χαμηλά τη μέση της Τριανταφυλιάς. Έκλεισε τα ματια της από απέχθεια καταρχήν μην πιστεύοντας αυτό που συνέβαινε, πήρε μια βαθιά ανάσα για να συγκρατηθεί που ο άλλος λανθασμένα αντιλήφθηκε ως ανάσα ηδονής. «Το ξερα ότι αυτό ήθελες…» είπε όλο αυταρέσκεια ο χύνουν-και-οι-πέτρες-της-Σαχάρα-με-την-πάρτη-μου. Η Τριανταφυλιά άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε βαθιά, χτύπησε το μπουκάλι της μπύρας δυνατά στο βράχο, αυτό έσπασε στα δύο, ο πάτος του έπεσε στην άμμο αλλά ο λαιμός του έμεινε στο χέρι της που έφυγε με δύναμη και καρφώθηκε στο λαιμό του Κωνσταντίνου κόβοντας του την καρωτίδα. Το μπουκάλι χώθηκε βαθιά μέσα μένοντας εκεί όταν η Τριανταφυλιά πήρε το χέρι της απο το λαιμό του. Ο Κωνσταντίνος έπεσε ανάσκελα προσπαθώντας να πάρει ανάσες οι οποίες πνίγοταν στο αίμα που ανέβλυζε από μεσα του. Στο πολύ αίμα που ανέβλυζε από μέσα του. Η Τριανταφυλιά σηκώθηκε όρθια παίρνοντας κι αυτή –αλλά πιο αποτελεσματικά- βαθιές, γρήγορες και κοφτές ανάσες. Ο Κωνσταντίνος στην αμμουδιά, της φάνηκε ακόμα πιο γελοίος. Ένιωσε τύψεις. Πήρε δέκα ανάσες. Μετρημένες. Ο χρόνος είχε τεντωθεί κατα μήκος της τεράστιας παραλίας. Η Τριανταφυλιά δεν ήξερε τι να κάνει, όχι ότι μπορούσε να κάνει και πολλά. Γύρω από το κεφάλι του Κωνσταντίνου που ειχε σταματήσει ήδη να κινείται σχηματίστηκε μια θεοσκότεινη μαύρη τρύπα πάνω στην ασημί άμμο. Σε λιγότερο από 2 λεπτά είχαν τελειώσει όλα. Το σώμα ακούνητο, αυτή ακούνητη ενώ μια σιωπή απλώθηκε παντού γύρω τη στιγμή που τα αυτιά της σταμάτησαν να βουίζουν. Ακριβώς τότε τα πολύχρωμα πνευστά βγήκαν από τη Μπέσσυ και εισέβαλαν στο κρανίο της. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Αλλά ήταν αδύνατον. Έσκυψε ηττημένη το κεφάλι της με μια βαθιά και απεγνωσμένη απελπισία. Η Μπέσσυ πια χόρευε πάνω σε ουράνια τόξα, σε άσπρα σύννεφα, ενώ γλάροι που περνούσαν ξυστά από το κεφάλι της ανασήκωναν τα ξανθά της μαλλιά και το κίτρινο φόρεμα της. Η Τριανταφυλιά γδύθηκε τελειώς, ήταν αρκετά μακριά απο το μαγαζί στο οποίο πια η μουσική είχε σταματήσει και είχε ξεκινήσει να κλείνει. Βούτηξε στη θάλασσα και ένιωσε αμέσως τη ζέστη της να διώχνει μακριά την κούραση της. Άρχισε να κολυμπάει δυνατά και έντονα, για ώρα. Κάποια στιγμή βουτάει κάτω από την επιφάνεια, ανοίγει τα μάτια της και το μόνο που θέλει να δει είναι τη σκοτεινιά του βυθού τη νύχτα. Την τσούζουν τα μάτια. Τα κλείνει αλλά τα ανοίγει πάλι όμως από ανασφάλεια. Το σκοτάδι καλύτερα να το βλέπεις. Βγαίνει χωρίς ανάσα πια αλλά με καθαρό μυαλό στην επιφάνεια και κολυμπάει προς τον βράχο. Βγαίνει έξω… Προς στιγμήν νόμιζε ότι η Μπέσσυ καθόταν στο βράχο και το κίτρινο φόρεμα της ήταν λερωμένο με αίμα, αλλά της πέρασε πολύ γρήγορα αυτή η αίσθηση. Πήγε πάνω απο το πτώμα του Κωνσταντίνου. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Ντύθηκε. Κοίταξε γύρω της. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σπάει, το φεγγάρι κάπου στα τελειώματα του χανόταν σιγά σιγά και αυτό. Το μαγαζί είχε κλείσει. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Όταν έφτασε βρήκε το κλειδί που ήταν χωμένο από μέσα και πίσω από το αριστερό παράθυρο της κουζίνας, άνοιξε και μπήκε στο μαγαζί. Πήγε στο ψυγείο και πήρε μια μπύρα. Μετά πήγε στην καβάντζα κάτω από την ταμειακή και πήρε 600 ευρώ περίπου που βρήκε εκεί. Καθώς διέσχιζε την μπάρα πέρασε μπροστά από τις σιντιέρες. Το μάτι της έπεσε πάνω στο CD «Μπέσσυ – Σαν Όνειρο – 40 Μεγάλες Επιτυχίες». Το κοίταξε λίγο και αποφάσισε να το πάρει μαζί της. Προχώρησε κανα χιλιόμετρο μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Είχε πια ξημερώσει, πρέπει να ήταν λίγο μετά της 6 ή κάπου εκεί. Ο δρόμος δεν είχε κίνηση. Είδε ένα φορτηγό και έκανε νόημα στον οδηγό. Σταμάτησε και ανέβηκε. Ο φορτηγατζής πήγαινε μέχρι την Πάτρα. Του έσκασε ένα όλο γοητεία, που δεν ήταν και λίγη, χαμόγελο. «Σε πειράζει να ακούσουμε κάτι;» πρότεινε η Τριανταφυλιά, ο οδηγός κοίταξε αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους. Έβγαλε από την τσάντα της το cd της Μπέσσυ. Και έβαλε για ποιος να ξέρει άραγε ποια φορά το «Κορμί και Αλάτι»… Το φορτηγό πήγαινε με την ησυχία του την εθνική Πύργου-Κυπαρισσίας, κανείς δεν πρόσεξε εκείνη την ώρα του γύπες που πέταγαν σε μεγάλους κύκλους από πάνω του, σα να ήταν ένα ακόμα ψαροκαικο που επλέε στα ήσυχα γαλάζια νερά του ελληνικού καλοκαιριού. Στην Αθήνα μπορείτε να βρείτε το βιβλίο “Το Ένα Δέκατο του 8”, του Βασίλη Αλεξάκη στα βιβλιοπωλεία Ναυτίλος, Bookloft και Πολιτεία.