Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα: Αδάμαστος ***
Ελλάδα, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Θάνος Κερμίτσης
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Ρουμπούλιας, Κωνσταντίνα Γεωργαντά, Μελέτης Γεωργιάδης
Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα: Αδάμαστος είναι μια από τις ταινίες που στις Νύχτες Πρεμιέρας σημείωσαν ένα από τα γρηγορότερα sold out και κανονισμό δεύτερης προβολής για όσους δεν πρόλαβαν εισιτήριο (η οποία έγινε επίσης sold out). Δεδομένου και του καλτ παρελθόντος του πρωταγωνιστή και σεναριογράφου Γιάννη Ρουμπούλια με την ταινία-κόλαφο (δεν αστειεύομαι) Ο Πανίσχυρος Μεγιστάνας των Νίντζα, οι πιο στριμμένοι θα περίμεναν μια κακή ταινία που αφορά μόνο σε πιτσιρικάδες και κάφρους που ακούνε Manowar και Ανώριμους, ουρλιάζουν σαν Ούννοι με την παραμικρή θέα αίματος στο πανί και γελάνε με κάθε αστείο που αφορά στα σωματικά αέρια και τις λειτουργίες των γεννητικών οργάνων. Μα η αλήθεια βρίσκεται μακριά από αυτήν την εικασία.
Στον κόσμο του Έλεμπρος, ο Ντράγκαρ, ένας πρώην πολεμιστής-βάρβαρος του Βορρά και νυν σκλάβος, μονομαχεί με άλλους σκλάβους προς τέρψιν των πλουσίων που αρέσκονται σε αυτά τα «χαριτωμένα» θεάματα. Μια σειρά συμπτώσεων τον ευνοεί να σπάσει τα δεσμά του και να αποδράσει, παίρνοντας μαζί του τη Βαλέρια, κόρη του Στρατηγού της Αυτοκρατορίας Ακιλλόνιου. Προορισμός του, η πατρίδα του και η αγαπημένη του που έχει να τη δει τέσσερα χρόνια. Η επιστροφή δε θα αποδειχθεί εύκολη για κανέναν από τους δύο τους καθώς ένα άγριο κυνηγητό έχει ξεκινήσει για να φέρει πίσω στον Ακιλλόνιο τη Βαλέρια και το πτώμα του Ντράγκαρ.
Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα: Αδάμαστος είναι μια από τις ταινίες που στις Νύχτες Πρεμιέρας σημείωσαν ένα από τα γρηγορότερα sold out.
Αν και η Ελλάδα δεν είχε ποτέ ως μέρος της λαογραφίας της τέτοιες ιστορίες με μάγους και νεκρομάντες, ιππότες, βάρβαρους και πριγκίπισσες, ο Αδάμαστος σέβεται απόλυτα την ξενική θεματολογία του. Έχει κατά νου το χαμηλό του μπάτζετ (το οποίο εξ’ ολοκλήρου προήλθε από crowdfunding) μα είναι σοβαρό και πιστό στο σκοπό του, να ταξιδέψει το θεατή σε έναν άλλο κόσμο.
Οι ήρωες που γέννησε το πενάκι του Ρουμπούλια χρωστούν τα πάντα στους Μεγάλους της επικής φαντασίας και πιο συγκεκριμένα στον πατέρα του Κόναν, Ρόμπερτ Χάουαρντ και η σκηνοθεσία του Θάνου Κερμίτση δείχνει μια σωστή αφομοίωση των ταινιών των Τζον Μίλιους και Ρίτσαρντ Φλάισερ που έχουν κεντρικό τους ήρωα τον Κιμμέριο βάρβαρο. Σαφή είναι, φυσικά, τα διάφορα σημεία-φόροι τιμής στις δύο ταινίες, με σκηνές που τις θυμίζουν (πιο χαρακτηριστικά η τελική μάχη) και με τη μουσική που δείχνει την αγάπη της στο σάουντρακ του τεράστιου Βασίλη Πολυδούρη.
Καρέ-καρέ, αποκαλύπτεται το μεράκι και η αγάπη των συντελεστών για την υλοποίηση του οράματός τους, ξεπερνώντας περίτεχνα τα όσα προβλήματα προκύπτουν από τις δυσκολίες της παραγωγής. Μεγάλο συν τα πειστικά ενδύματα που φορούν οι χαρακτήρες· οι γυαλιστερές ιπποτικές πανοπλίες, τα βαριά δερμάτινα βαρβαρικά ρούχα και τα αιθέρια γυναικεία φορέματα δε μοιάζουν σαν μια τυχαία ενοικίαση από κάποιο βεστιάριο με κωμικά αποτελέσματα (Βραβείο Σκηνικών/Κοστουμιών στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κύπρου).
Αν και η Ελλάδα δεν είχε ποτέ ως μέρος της λαογραφίας της τέτοιες ιστορίες με μάγους και νεκρομάντες, ιππότες, βάρβαρους και πριγκίπισσες, ο Αδάμαστος σέβεται απόλυτα την ξενική θεματολογία του.
Ο Ρουμπούλιας ενσαρκώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «τέκνο» του, τον αδυσώπητο βάρβαρο με βλέμμα που προμηνύει θάνατο και πολεμικές κραυγές που πορώνουν και τους πλέον άσχετους. Οι χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν ως επί το πλείστον δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, μα άτομα που αγαπούν τον επικό κινηματογράφο, κρατώντας ζωντανά τα ατομικά κλισέ του εκάστοτε τοξότη/μαχαιροβγάλτη/νεκροζώντανου με έναν ευχάριστο, σχεδόν παρεϊστικο τρόπο.
Αξιολογότατη προσπάθεια, με κότσια και σεμνότητα. Αν προσπαθούσα να την ταυτίσω με μπάντες του επικού ήχου, δε θα ήταν οι πατεράδες και «εμπορικοί» Manowar, ούτε οι σκοτεινοί και «σοβαροί» Bathory αυτοί που θα της ταίριαζαν. Περισσότερο προς κάποια true metal μπάντα επηρεασμένη από τις παραπάνω όπως οι Doomsword και οι Battleroar, που κρατάνε το πνεύμα άσβεστο και οπαδικό θα έκλινα, γιατί για μια τέτοια ταινία μιλάμε. Με τα λάθη της, τη χαμηλή της παραγωγή, την ειλικρινή της αγάπη για τις επιρροές της και τις αντίστοιχες τιμητικές σφήνες, που καταφέρνει να προκαλέσει ιαχές αγνής πώρωσης. Ένα μεγάλο μπράβο. Bow to None-Into Glory Ride.
Σ’ αγαπώ **1/2***Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Κέβιν Μακντόναλντ
Πρωταγωνιστούν: Σίρσα Ρόναν, Τομ Χόλαντ, Τζώρτζ Μακ Κέι
Διάρκεια: 101’
Η εγωίστρια και κακιασμένη έφηβη Ελίζαμπεθ (ή Ντέιζυ όπως προτιμά να την αποκαλούν) ταξιδεύει χωρίς τη θέλησή της στη Βρετανία για να περάσει το καλοκαίρι με τα ξαδέρφια της. Η αρχική της άρνηση να αποδεχτεί τα «νέα ήθη και έθιμα» αρχίζει και καταρρίπτεται αργά και σταθερά όταν ερωτεύεται τον ξάδερφό της, Έντμοντ.
Ανοίγεται, χαμογελάει, ζει, βρίσκει ένα λόγο ύπαρξης. Ο οποίος λόγος θα απομακρυνθεί όταν ξεσπάσει ένας καταστροφικός πόλεμος σε όλη τη Βρετανία, αναγκάζοντάς το ζευγάρι να ακολουθήσει χωριστούς δρόμους στο κατεστραμμένο Νησί. Τότε η Ελίζαμπεθ θα αρχίσει να διεκδικεί αυτό που βίαια στερήθηκε και θα κινήσει να τον ξαναβρεί ενώ τριγύρω της παραμονεύουν κάθε λογής κίνδυνοι.
Βλέποντας την πανέμορφη αγγλική εξοχή να καταστρέφεται και από σημείο ήρεμης ανάπαυλάς να μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, εντασσόμαστε μαζί με την Ελίζαμπεθ σε μια νέα τάξη πραγμάτων, απομακρυσμένη από τις πολυτέλειες της πρωτύτερης ζωής. Μια κατάσταση όπου ο μόχθος και ο τρόμος αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια της καθημερινότητας. Μεγάλο το βάρος αν αναλογιστεί κανείς την προηγούμενη προσπάθεια της Ελίζαμπεθ να βρει έναν ψυχικό τόπο στον οποίο να νιώθει ασφαλής, να ανήκει και, όπως επαναλαμβάνει σχεδόν αυτιστικά μέσα στο κεφάλι της, «να βγει από το καβούκι της». Έτσι ζει τώρα.
Ο Κέβιν Μακντόναλντ μπλέκει τη δυστοπία των Παιδιών των Ανθρώπων με την πλοκή ενός ρομαντικού νόστου αλά Ατέλειωτοι Αρραβώνες για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Η Σίρσα Ρόναν δεν υποστηρίζει πλήρως το ρόλο που καλείται να ενσαρκώσει, έχει διαρκώς ποιοτικές διακυμάνσεις στην ερμηνεία της. Άλλοτε μας κάνει επιτυχημένα να την αντιπαθήσουμε για την κακομαθημενιά της και να νιώσουμε τον ανομολόγητο πόνο της, αλλά υπάρχουν στιγμές που δείχνει να πατάει αδιάφορα σε χιλιοειπωμένες φόρμουλες χωρίς να δίνει ένα δικό της χρώμα που την κάνει να ξεχωρίζει.
Γενικότερα, όμως, η ταινία δε στηρίζεται σε κάποια ερμηνεία προκειμένου να περάσει αυτό που θέλει να πει, το χιλιοειπωμένο με νέα στιχάκια και παραλλαγές ποίημα του εφηβικού πόνου και της απότομης ενηλικίωσης. Στηρίζεται αποκλειστικά σε καταστάσεις και εικόνες. Ο Κέβιν Μακντόναλντ μπλέκει τη δυστοπία των Παιδιών των Ανθρώπων με την πλοκή ενός ρομαντικού νόστου αλά Ατέλειωτοι Αρραβώνες για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, δημιουργώντας την όποια συμπάθεια για την πρωταγωνίστρια «από τα έξω» και όχι εκ των έσω. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως δεν πρόκειται για ταινία πολιτική που μετρά τα δεινά του πολέμου, μα για ταινία αισθηματική, για ένα συμπαθητικό προσωπικό δράμα με εμπορικές τάσεις δεινοποίησης.
Σίγουρα όχι κάτι το διαφορετικό ή πραγματικά αξιοπρόσεκτο, μα μπορεί να λειτουργήσει ως δραστικό «μπάσιμο» στα βαθύτερα πεδία του Κινηματογράφου για τους αμύητους. Μετά από αυτό μπορεί κάποιος που κάνει τα πρώτα του βήματα στον Κινηματογράφο, εφόσον του άρεσε, να ανακαλύψει την έννοια της εσωτερικής αναζήτησης σε πιο «κουλτουρέ» ταινίες όπως τους Ατέλειωτους Αρραβώνες που προαναφέρθηκαν και να καταλήξει μετά από καιρό σε ακρογωνιαίους λίθους όπως η Θυσία και να πορευτεί μακριά από την επιφάνεια. Χρειάζονται, τελικά, τέτοιες ταινίες. Απλά καλό με απαιτητικά κριτήρια, ωστόσο άριστη επιλογή για εκατό λεπτά τρυφερότητας και αγωνίας κατά τ’ άλλα.
Ο Αυτοκράτορας *****ΗΠΑ, Ιαπωνία, 2012, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Πίτερ Γουέμπερ
Πρωταγωνιστούν: Μάθιου Φοξ, Τόμι Λι Τζόουνς, Έρικο Χατσούνε
Διάρκεια: 105’
Ο Αυτοκράτορας του Πίτερ Γουέμπερ θα μπορούσε να πετύχει για έναν βασικό λόγο. Προσπαθεί να εξετάσει το πολιτικό παρασκήνιο μετά την παράδοση της Ιαπωνίας στις δυνάμεις των συμμάχων και, πιο συγκεκριμένα, την ανάμειξη του Αυτοκράτορα στα πιο αιματηρά εγκλήματα πολέμου.
Αναμειγνύοντας πραγματικότητα με μυθοπλασία, περιπλανιώμαστε στις προσπάθειες του στρατηγού Μπόνερ Φέλερς, εντεταλμένου του Αρχιστράτηγου Ντάγκλας Μακάρθουρ, να έρθει σε επαφή με τους πρώην συνεργάτες του Αυτοκράτορα προκειμένου να βρεθεί η αλήθεια που θα καθορίσει την αθωότητα ή την ενοχή του, ενώ ταυτόχρονα πολεμάει και τους δαίμονες του ερωτικού του παρελθόντος. Δεν πετυχαίνει, όμως, για έναν εξίσου στοιχειώδη λόγο.
Δεν ξέρει που να πρωτοεστιάσει. Στην προσπάθειά του να δώσει το ίδιο συγκινησιακό βάρος στις δύο όψεις του δράματος που προσπαθεί να προβάλλει (κοινωνικό/ερωτικό) καταλήγει σε άγαρμπες προσπάθειες εξισορόπησης των δύο, χωρίς πραγματικά να υφίσταται ούτε η μία, ούτε η άλλη. Μέσω υπεκφυγών, επιχειρεί να στηρίξει το κενό σενάριο με μια ρεαλιστική και σε σημεία πανέμορφη φωτογραφία.
Τι να μας πει και το επιβλητικότατο όρος Φούτζι ή οι κατεστραμμένες από τις εκρήξεις γειτονιές της Ιαπωνίας, οι ανθισμένες κερασιές και τα λούσα του Παλατιού όταν δεν έχουν λόγο ύπαρξης; Και, προφανώς, πετάμε στο όλο μείγμα και ένα άνευρο ρομάντζο που υποτίθεται ότι δίνει μια παραπάνω πτυχή στους αδιάφορους χαρακτήρες ως ύστατη λύση συγκίνησης, όταν όλα τα προηγούμενα έχουν αποτύχει. Μα όταν όλο το προηγούμενο μείγμα δείχνει ότι δεν την κατέχεις την τέχνη της ανάμειξης, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι με ένα συστατικό παραπάνω σώζεται η κατάσταση;
Δεν ξέρει που να πρωτοεστιάσει. Στην προσπάθειά του να δώσει το ίδιο συγκινησιακό βάρος στις δύο όψεις του δράματος που προσπαθεί να προβάλλει (κοινωνικό/ερωτικό) καταλήγει σε άγαρμπες προσπάθειες εξισορόπησης των δύο.
Από την άλλη, οι ερμηνείες αποτελούν ιδιάζουσα περίπτωση. Πλην του εκπληκτικού βαριεστημένου και πολιτικά φιλόδοξου Αρχιστράτηγου, Τόμι Λι Τζόουνς, πρώτη φορά βρίσκω πολύ περισσότερο ενδιαφέρον σε άτομα που εμφανίζονται ελάχιστα στην οθόνη παρά στον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Όλο το καστ των Ιαπώνων δευτεραγωνιστών και κομπάρσων ενδύεται απόλυτα τους ρόλους που του ανατίθενται, είτε πρόκειται για έναν βλοσυρό φύλακα του Παλατιού, είτε για ένα ρεμάλι μέσα σε ένα εστιατόριο, είτε για έναν φιλοσοφημένο πρώην στρατηγό.
Και ύστερα έχουμε τον Μάθιου Φοξ σε μια από τις πιο νερόβραστες, άχρωμες και επιτηδευμένες ερμηνείες που έχουν υπάρξει στον πρόσφατο Κινηματογράφο. Σε όλη την ταινία παραμένει εξίσου πληκτικός και ακατάλληλος στο να χειριστεί με τρόπο αληθοφανή την οποιαδήποτε συναισθηματική έξαρση. Παραπανίσιο βάρος στο υπερφορτωμένο ναυάγιο.
Κοινώς, αν επρόκειτο για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που εστίαζε αποκλειστικά στην ουσία των πραγμάτων, χωρίς καμία προσπάθεια κινηματογραφικού μεγαλείου, θα πετύχαινε το σκοπό του στα σίγουρα. Γιατί, τελικά, δε χρειάζονται τα δάκρυα όταν μιλάμε για την Ιστορία. Διδάσκει και μιλάει από μόνη της, τα ρομάντζα δε χρειάζονται για να εξερευνήσει κάποιος πιο εύκολα κάτι το δυσπρόσιτο. Πρέπει απλά να βρεθεί το ερέθισμα για να ασχοληθεί μαζί του, όχι να παραγεμιστεί με βαρετή ευκολία.
Free BirdsΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Τζίμι Χέιγουορντ
Με τις φωνές των: Όουεν Γουίλσον, Γούντι Χάρελσον, Τζορτζ Τακέι
Διάρκεια: 91’
Μετά το Χόρτον, ο Τζίμι Χέιγουορντ σκηνοθετεί ένα animated buddy flick με πρωταγωνιστές δύο ρέμπελες γαλοπούλες. Μην αντέχοντας άλλο τη σφαγή του είδους τους την περίοδο των γιορτών, οι Τζέικ και Ρέτζι προσπαθούν να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο ώστε να αλλάξουν το ρου της ιστορίας και τα έθιμα που θέλουν τα πουλερικά ως το βασικότερο πιάτο.
Στη Μάχη του ΧορούΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μπένσον Λι
Πρωταγωνιστούν: Τζος Χόλογουεϊ, Λας Αλόνσο, Τζος Πεκ
Διάρκεια: 110’
Ο Ντάντε και ο Τζέισον, δύο παθιασμένα b-boys, φιλοδοξούν να κερδίσουν το παγκόσμιο πρωτάθλημα break dance. Για να το καταφέρουν αυτό, χρειάζεται να συγκεντρώσουν μια ομάδα από χορευτές, οπότε «προσλαμβάνουν» τον Μπλέικ, έναν πρώην προπονητή μπάσκετ για να τους προπονήσει και να τους βοηθήσει να φτάσουν στην κορυφή.