Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

venus-in-fur

Η Αφροδίτη με τη Γούνα ***1/2**

Γαλλία, Πολωνία, 2012, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι
Πρωταγωνιστούν: Εμανουέλ Σενιέ, Ματιέ Αμαλρίκ
Διάρκεια: 96’

Λου Ριντ, μεγάλο το όνομά σου. Όσο κλισέ και να είναι, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε σένα και στο έργο σου με αφορμή τη νέα ταινία του Πολάνσκι, Η Αφροδίτη με τη Γούνα. Κι ας προέρχεται από το θεατρικό που σκαρφίστηκε ο Ντέιβιντ Ιβ από το ομώνυμο βιβλίο του Λεοπόλδου Μαζόχ, περισσότερο έχω τραγουδήσει στη ζωή μου το ρεφραίν του κομματιού σου και ανατριχιάσει με την εισαγωγή του, παρά έχω προσπαθήσει να ψαρώσω κάποιον με εδάφια της καταβύθισης του Σέβεριν στον απολαυστικό κόσμο του πόνου. Μοιάζει να είναι το ιδανικό «αντίο» που μπορεί να σου πει ένας σινεφίλ με έναν τρόπο που τον εκφράζει περισσότερο.

Αρκετά με του συνειρμικούς προλόγους, ο Πολάνσκι δεν είναι κάνα τσουτσέκι για να μην αναφερθούμε στο πόσο επιτυχημένο comeback έχει κάνει και στο ότι κρατάει ακέραιο το στίγμα του ακόμα και στις τελευταίες του ταινίες. Αν ο Θεός της Σφαγής ήταν επικίνδυνο εγχείρημα λόγω της ιδιότητας που φέρει ως «ταινία δωματίου», η Αφροδίτη… δείχνει να θέλει να πειραματιστεί παραπάνω με τον κίνδυνο, μαζοχιστικά όπως και η υπόθεσή του, μειώνοντας τον αριθμό πρωταγωνιστών σε δύο άτομα.

Πρώτο και κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας, η ατμόσφαιρά της.

Ο Τομά, θεατρικός συγγραφέας, έχει βαλτώσει. Δε βρίσκει την ιδανική πρωταγωνίστρια για τη θεατρική διασκευή της Αφροδίτης με τις Γούνες που σκοπεύει να ανεβάσει σύντομα. Άλλη μια αποτυχημένη μέρα οντισιόν φτάνει στο τέλος της, η πόρτα του θεάτρου ξαφνικά ανοίγει και εμφανίζεται η Βάντα, μια ώριμη ηλικιακά ηθοποιός που καθυστέρησε στην οντισιόν της. Μετά κόπων καταφέρνει να πείσει τον Τομά να της δώσει μια ευκαιρία να ανέβει στη σκηνή (αν και δε δείχνει να έχει ελπίδες από τον προηγηθέντα διάλογό τους). Και τότε η Βάντα ξεκινά να παίζει.

Το πηγαίο ταλέντο της που φανερώνεται την ώρα της πρόβας καταλήγει να σαγηνεύει τον Τομά, σε σημείο που οι δυο κοντεύουν να οσμωθούν πλήρως με τους χαρακτήρες που υποδύονται. Η απότομη αυτή αλλαγή της Βάντα από σαχλοκούδουνο άσχετο με το θέατρο σε σκληρή σεξουαλική αφέντρα αρχίζει και ποτίζει το σπόρο της αμφιβολίας. Ποια είναι η Βάντα; Τι θέλει; Πως γνωρίζει τόσο καλά το έργο και τόσες πληροφορίες για τη ζωή του Τομά;

Ο Πολάνσκι δεν είναι κάνα τσουτσέκι για να μην αναφερθούμε στο πόσο επιτυχημένο comeback έχει κάνει και στο ότι κρατάει ακέραιο το στίγμα του.

Πρώτο και κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας, η ατμόσφαιρά της. Ένα μισοφωτισμένο θέατρο, η πλήρης ησυχία του, η διακριτική χρήση κομματιών κλασσικής και ρομαντικής μουσικής δημιουργούν ένα υποβλητικό, υπνωτιστικό αποτέλεσμα. Ένα διαρκές συναίσθημα απορίας και μετρημένου σασπένς διαποτίζει τη μιάμιση ώρα που διαρκεί διατηρώντας το ενδιαφέρον ως επί το πλείστον αμείωτο. Και φυσικά υπάρχουν στιγμές αλλόκοσμες, ψυχεδελικά τρομακτικές, με έντονο το μυστικιστικό στοιχείο που δημιουργούν το απαραίτητο δέος, άλλες φορές συνώνυμο της θρησκευτικής σεξουαλικής έλξης και άλλες συνώνυμο του τρόμου.

Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών καταφέρνουν με το παραπάνω να στηρίξουν το σενάριο. Ο Ματιέ Αμαλρίκ ξεδιπλώνει το χαρακτήρα του αργά και σταθερά οδηγώντας τον σε μια παρανοϊκή κορύφωση που αποδεικνύει το ταλέντο του. Την (σχεδόν κυριολεκτικά) παράσταση κλέβει, όμως, η «κυρία Πολάνσκι», η Εμμανουέλ Σενιέ. Μεστή, εωσφορικά σεξουαλική, επιβλητική, δημιουργεί έναν μυστηριακής φύσεως παλμό στα λαγόνια. Η εκφορά της κάθε λέξης από το στόμα της μεθυστική, το υπέροχο σώμα της προκλητικά ημικαλυμμένο δημιουργεί έναν κεκαλυμμένο φόβο στα νωθρά, καιροσκοπικά αρσενικά που τη βλέπουν σαν τρόπαιο, η κατάλληλη επιλογή και ερμηνεία για την πρώτη mistress Βάντα.

Το αρνητικό της ταινίας είναι η χρήση των συνεχών «μέσα-έξω» των χαρακτήρων. Όταν δείχνουν να βυθίζονται στα λογοτεχνικά πρόσωπα που υποδύονται για να επανέλθουν στην «πραγματική ζωή»  και να μας αποκαλύψουν κάποιες πληροφορίες σχετικές με τη πλοκή λειτουργούν καταπληκτικά. Αλλά όταν προσπαθούν να εξετάσουν τις υπάρχουσες ερμηνείες του βιβλίου του Μαζόχ, υπερπληροφορούν σε χαοτικό βαθμό και μειώνουν τις κορυφώσεις. Ευτυχώς, έχουν λόγο ύπαρξης, όπως αποδεικνύεται αργότερα στην ταινία.

Πραγματικά αξιόλογη ταινία, ο Πολάνσκι βεβαιώνει πως δεν πρόκειται περί ενός γέρικου αλόγου που δε λένε να του κάνουν ευθανασία, μα αντιθέτως καταφέρνει να κρατήσει το χαρακτηριστικό του στυλ ζωντανό 60 χρόνια αργότερα.

line-630

ο εχθρος μου

Ο Εχθρός Μου *****

Ελλάδα, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Γιώργος Τσεμπερόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Μανώλης Μαυροματάκης, Μαρία Ζορμπά, Γιώργος Γάλλος
Διάρκεια: 107’

Θυμάμαι το 2000, τη χρονιά που πήγαινα κάθε εβδομάδα στα Village, πριν από κάθε προβολή να παίζει το τρέϊλερ της Πίσω Πόρτας του Γιώργου Τσεμπερόπουλου και οι αφίσες της να μας προτρέπουν να την ανοίξουμε. Δεν την είδα τότε, ήμουν μόλις 10 χρονών και δεν ξέρω κατά πόσο το περιεχόμενό της με αφορούσε (ή με ενδιέφερε). Την Πίσω Πόρτα την είδα κάποιο καλοκαίρι στην τηλεόραση, 2-3 χρόνια μετά. Μεγαλώνοντας, ένα κομμάτι μου την αγάπησε, την ξαναείδα και την κατάλαβα καλύτερα. Όλα αυτά τα χρόνια, όμως, ο Τσεμπερόπουλος δεν έβγαλε κάποια ταινία, οπότε με το που έμαθα για το Ο Εχθρός Μου, ένιωθα σαν να προετοιμαζόμουν να συναντήσω ένα άτομο από το παρελθόν μου και να δω τις αλλαγές του.

Κώστας Στασινός. Μεσήλικας Γεωπόνος. Ήσυχος οικογενειάρχης που τον απασχολούν όσα μπορούν να απασχολήσουν έναν άνθρωπο που παράπονο γενικότερα δεν έχει. Τέσσερις μασκοφόροι, αλλοδαποί αν κρίνουμε από την ομιλία τους, εισβάλλουν στο σπίτι του, κλέβουν την περιουσία του και ένας από αυτούς βιάζει την ανήλικη κόρη του. Και εγένετο ο ρατσισμός και ο φόβος. Ακόμα και όταν οι υπόλοιποι δείχνουν σημάδια επούλωσης, ο ίδιος μένει κολλημένος στα όσα συνέβησαν. Βοηθάει καθόλου ο παρανοϊκός, ξενοφοβικός γείτονας που κατέγραψε με κάμερα το πρόσωπο ενός εκ των δραστών;

Ποιος είναι πραγματικά ο Εχθρός; Οι μετανάστες; Αυτοί που τους έφεραν και τους κρατάνε; Ο κολλητός του γιου που πίνουνε κάνα γαράκι και γίνονται; Ο γκόμενος της κόρης που τον κρύβει επιδέξια; Ο φόβος; Ή ο εαυτός; Αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα να φαντάζουν τερατώδη και να δημιουργεί καχυποψίες; Να αφυδατώνει τον οργανισμό από ευθυμία και για αναζωογονητικό ρόφημα να απαιτεί αίμα; Μπορείς πραγματικά να ξεπεράσεις κάποια πράγματα; Μήπως ο εαυτός σου κρύβεται καλά και δεν ξέρεις αρκετά γι’ αυτόν;

Η ταινία είναι ένα ιδανικό πάτημα για προβληματισμό και για αναζήτηση των βαθύτερων απαντήσεων που δεν δίνονται. Αν αυτός ήταν ο αρχικός σκοπός του σκηνοθέτη, από πλευράς μου, είμαι σχεδόν σίγουρος πως τον πέτυχε. 

Προφανώς η ταινία θέλει να προβληματίσει σχετικά με τα πρόσωπα του φόβου. Κυρίως την ξενοφοβία και τους λόγους που εν έτει 2013 συνεχίζει να κρατάει γερά. Ένα θέμα που λίγο έχει απασχολήσει τη φιλμογραφία του Τσεμπερόπουλου και περιέργεια προκαλεί η επιλογή του, πόσο μάλλον το τι αποτελέσματα μπορεί να έχει ως πείραμά.

Με εξαιρετική φωτογραφία, αληθοφανείς διαλόγους και δυνατό καστ, καταφέρνει να μας εισάγει στην τρέλα του πρωταγωνιστή, της διαστρεβλωμένης οπτικής του και στα φτωχικά γκέτο των πίσω γωνιών της Αθήνας. Δείχνει την οξεία παρατηρητικότητα και την πιθανή έρευνα που έκανε σε περιπτώσεις ανθρώπων-θυμάτων του ρατσιστικού συναισθήματος, με λόγια που, όσο γραφικά και να ακούγονται στην οθόνη, γνωρίζουμε πως είναι πέρα για πέρα αληθινά.

Ωστόσο, όταν προσπαθεί να εξερευνήσει τα αίτια τα οποία οδηγούν στη δημιουργία αυτής της ξενοφοβίας και, πιο συγκεκριμένα, στην πολιτική πλευρά των πραγμάτων, κάποια πράγματα μένουν στην αφάνεια, ενώ κάποια άλλα απλοποιούνται. Και σε ένα θέμα τόσο καίριο όσο αυτό του ρατσισμού και των επιπτώσεών του, αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να μας απασχολεί, ποια είναι τα γρανάζια του κοινωνικού μηχανισμού που παράγουν αυτά τα υποπροϊόντα και πως στριφογυρνάνε μεταξύ τους.

Τελικώς, η ταινία είναι ένα ιδανικό πάτημα για προβληματισμό και για αναζήτηση των βαθύτερων απαντήσεων που δεν δίνονται. Αν αυτός ήταν ο αρχικός σκοπός του σκηνοθέτη, από πλευράς μου, είμαι σχεδόν σίγουρος πως τον πέτυχε. Κακά τα ψέματα, μια ταινία οφείλει να προβληματίζει, όχι να φανερώνει. Αυτό που ορισμένοι θεωρούν ως βασικό ελάττωμα, το να μην εξετάζει ο σκηνοθέτης όλες τις ρίζες και τα παράγωγά τους, αλλά και να μην παίρνει θέση για κάθε μια από αυτές, είναι μια κατηγορία επιφανειακή και αναίτια. Η Τέχνη δεν είναι λυσάρι.

Στην επόμενη σελίδα: Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα, Σ’αγαπώ, ο Αυτοκράτορας.