Non-Stop *****
ΗΠΑ, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ζομ Κολέ Σερά
Πρωταγωνιστούν: Λίαμ Νίσον, Τζούλιαν Μουρ, Σκουτ Μακνέρι
Διάρκεια: 106’
Ο Μπιλ, ένας καταδιωκόμενος από το παρελθόν αλκοολικός undercover πράκτορας, αναλαμβάνει να προστατεύσει μια πτήση Αμερική-Λονδίνο από τυχόν κακοποιά στοιχεία που θα απειλήσουν την ομαλή πορεία της. Το κινητό του χτυπάει, όμως, για να του αναφερθεί μέσω ενός ανώνυμου μηνύματος πως δε θα πάνε όλα μέλι-γάλα αν δεν καταθέσει το ποσό των 150 εκατομμυρίων δολαρίων. Αν δε συμμορφωθεί, ε, ντάξει μωρέ, θα πεθαίνει ένα επιβάτης κάθε είκοσι λεπτά. Ποιος είναι, το λοιπόν, ο ανώνυμος τρομοκράτης;
Τα τελευταία χρόνια γίνεται το προφανές: σε όποια ταινία αναφερθεί το όνομα του Λίαμ Νίσον ως πρωταγωνιστή, κάτι θα γίνει και θα τον αναγκάσει να επιδείξει τη δεινότητά του στο «σακούλιασμα». Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, του πάει απίστευτα πολύ. Ίσα-ίσα, το να έχουμε έναν αξιοπρεπή action hero που το όνομά του στην αφίσα συνεπάγεται εγγυημένης διασκέδασης είναι ενθαρρυντικό, δε μείναμε στην «παλιά στρατιά».
Στο Non Stop, οπότε, δε ζητάμε κάτι το απύθμενα βαθύ νοηματικά, απαιτούμε να χορτάσει λίγο το ματάκι μας ένα διαρκώς κλιμακούμενο σασπένς, γεμάτο με όλα αυτά τα ευχάριστα κλισέ που, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι ενέχυρα για το βραβείο της ανοιχτής προτεταμένης παλάμης, εδώ είναι απόλυτα επιθυμητά. Τον θέλουμε και το χαβαλέ μας, τους κενούς δήθεν τραγικούς μονολόγους, τα cheesy λογοπαίγνια και ένα σενάριο «κακό» για να μπορέσει να χαρακτηριστεί ως ένοχη απόλαυση. Και το έχει όλο το συνολάκι. Τον Νίσον να διασκεδάζει με το ρόλο του, τη Τζούλιαν Μουρ σε σχετικά μικρό, απόλυτα προβλέψιμο μα ευπρόσδεκτο ρόλο, καρτουνίστικους κακούς, ανώνυμη απειλή και πολλούς τρόπους για να μετατρέψεις σε ένα σωρό από σπασμένα κόκκαλα αυτόν που θα σου την πέσει.
Το σκοπό του τον επιτελεί χωρίς την παραμικρή κοιλιά, ο ρυθμός του (βασικό συστατικό) μένει σταθερός και εκατό λεπτά περνάνε με τον πλέον ευχάριστο τρόπο. Σίγουρα θα υπάρξει κάποια άλλη παρόμοια ταινία στο μέλλον που θα μας κάνει να την ξεχάσουμε, μα όσο υπάρχει στον χάρτη, σβήνει όλους τους υπόλοιπους αντιπάλους της. Όχι αξέχαστο, μα σίγουρα τίμιο. Και, όλα κι όλα, να μην κρυβόμαστε, η Μισέλ Ντόκερι είναι ένας άγγελος. Και αξιοπρεπέστατη δράση και ωραία θηλυκή παρουσία. Άξιος, κύριε Ζομ Κολέ Σερά, και στα επόμενα.
Το Παιδί Από Τη Γερμανία *****Σουηδία, Γερμανία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Περ Χάνεφιορντ
Πρωταγωνιστούν: Κλόντια Γκάλι, Πάτρικ Χέντστρομ, Έντβιν Έντρε
Διάρκεια: 105’
Η συγγραφέας Έρικα Φαλκς χάνει τους γονείς της σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Συντετριμμένη, μετακομίζει στο πατρικό της με τον αστυνόμο άντρα της και τη νεογέννητη κόρη τους. Με την άφιξή τους, «κάνει ποδαρικό» ένας άντρας που ισχυρίζεται πως είναι ο χρόνια χαμένος αδελφός της. Μην μπορώντας να χειριστεί την κατάσταση, τον διώχνει για να το μετανιώσει και να τον ψάξει αμέσως μετά. Όμως δε θα μπορέσει να τον βρει ζωντανό, θα δολοφονηθεί κάτω από άγνωστες συνθήκες. Προσπαθώντας να διαλευκάνει την υπόθεση του χαμένου αδελφού, η Έρικα θα αρχίσει να σκάβει μια υπόθεση που κρατάει από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εμπλέκει τη μάχη των Σκανδιναβών ενάντια στους ναζί.
Οι Σκανδιναβοί, χρόνια τώρα, είναι φανερό πως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (η τριλογία Millenium για παράδειγμα) δεν έχουν τη δυνατότητα να φτιάξουν κάτι άμεσο. Είναι σαν να έχει εντυπωθεί στο κινηματογραφικό DNA τους αυτή η αποστασιοποίηση στην οποία εξετάζεται πολύ περισσότερο η ανθρώπινη ψυχή και, δεδομένης της ψυχρότητας που τους ξεχωρίζει ιδιοσυγκρασιακά, είναι δύσκολο να πλάσουν μια ιστορία που να βασίζεται περισσότερο στην πλοκή παρά στους χαρακτήρες. Παρά αυτή τους την ιδιότητα, το Παιδί Από Τη Γερμανία πάσχει στην προσπάθειά του να φανεί πιο δυτικότροπο, δεν καταφέρνει να εμβαθύνει ακόμα και σε έναν από τους υπεράριθμους χαρακτήρες που εμφανίζονται σε αυτό.
Το κλασσικό «κυκλικό» σενάριο τύπου whodunit αντί να δράσει ευεργετικά, καταλήγει να είναι προβλέψιμο μετά από λίγο, για να μην πούμε αταίριαστα αργό και μερικώς πληκτικό. Όταν το φιλμ αποφασίζει να ανεβάσει λίγο την ταχύτητα, όμως, προσπερνάει πολύ στα πεταχτά την ανάπτυξη των χαρακτήρων και μπερδεύει το θεατή με ονόματα, τοποθεσίες και περιστάσεις, κάνοντας ακόμα και τις σκηνές-κλειδιά να φαντάζουν ανάξιες προσοχής. Να παρακολουθήσουμε με αμείωτο ενδιαφέρον δεν μπορούμε, να δεθούμε με κάποιον από τους χαρακτήρες δεν μπορούμε, να καταλάβουμε τι γίνεται, εν τέλει, μπορούμε; Στο τέλος ναι, τα πράγματα μπαίνουν σε μια ροή, καταλαβαίνουμε ποιος έκανε τι, ότι υπήρξε και ένα τραγικό backstory ερωτικής φύσεως, μα είναι, πλέον αργά. Έχουμε φουσκώσει από το ψωμί και το νερό και το κυρίως πιάτο, πέραν του ότι είναι σχετικά άνοστο, δε μας συγκινεί ώστε να πέσουμε και με τα μούτρα.
Μιας και πρόκειται για ταινία πλοκής, ούτε λόγος για κάποια ερμηνεία που πραγματικά να μπορούμε να πούμε πως κάνει τη διαφορά. Οι χαρακτήρες ούτως ή άλλως δεν έχουν και κάποιο βάθος προκειμένου να μπορέσει να αναδειχθεί κάποιος πρωταγωνιστής με τις ικανότητές του. Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία παραμένουν σε μέτρια μα καθόλου ξεχωριστά επίπεδα.
Απογοήτευση, ούτε να το μισήσουμε πλήρως μπορούμε, μα ούτε και να το δικαιολογήσουμε. Αργή και χωρίς έναν σταθερό ρυθμό, ξεχνιέται με ευκολία αντιστρόφως ανάλογη απ’ αυτή που παρακολουθείται. Τουλάχιστον κάντε λίγο χάζι τα τοπία, αν είστε «σκανδιναβολάγνοι» δε θα σας πουν κάτι που δεν ξέρετε, μα δε θα σας βγάλουν και τα μάτια.
Ο Κύριος Πίμποντι και ο Σέρμαν
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ρομπ Μίνκοφ
Με τις φωνές των: Τάι Μπιούρελ, Μαξ Τσαρλς, Στίβεν Κόλμπερτ
Διάρκεια: 92’
Ο κύριος Πίμποντι, ένας πολυπράγμων, πολυτάλαντος και πολυμήχανος σκύλος, παρέα με τον υιοθετημένο (άνθρωπο) γιό του, τον Σέρμαν, χρησιμοποιούν το χρονοαυγό, μια χρονομηχανή που τους επιτρέπει να ζήσουν από κοντά μεγάλα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Ο Σέρμαν, όμως, θα το χρησιμοποιήσει λάθος, δημιουργώντας έτσι χωροχρονικές αλλαγές που επηρεάζουν το μέλλον. Προσπαθώντας να επανορθώσει, το δίδυμο θα αγωνιστεί με χιουμοριστικά αποτελέσματα, ανακαλύπτοντας συγχρόνως και την αξία του οικογενειακού τους δεσίματος.